Στρατηγικές ευκαιρίες και εμμονές

Οι εταίροι και σύμμαχοί μας πιθανόν «να μακαρίζουν την αθωότητά μας» σίγουρα όμως «δε ζηλεύουν την αφροσύνη μας».
Open Image Modal
Anadolu Agency via Getty Images

Η αποβολή της Τουρκίας από το πρόγραμμα  παραγωγής των αεροσκαφών F35, επήλθε λόγω της προμήθειας από την Άγκυρα των ρωσσικών αντιαεροπορικών πυραύλωνS400. Το τουρκικό υπουργείο εξωτερικών αντέτεινε ότι: «Αυτό το μονομερές μέτρο αντίκειται προς το πνεύμα της συμμαχίας και δεν βασίζεται σε θεμιτούς λόγους (...). Ο αποκλεισμός της Τουρκίας, ενός από τους εταίρους του προγράμματος F-35, είναι άδικος». Ο Αμερικανός Πρόεδρος Donald Trump, επίσης  αναφέρθηκε στο άδικο της απόφασης και για τα δύο μέρη. Η αναγκαιότητα του συμφέροντος φαίνεται ότι επικράτησε του αμοιβαίου αισθήματος αδικίας, για τον ένοικο του Λευκού Οίκου.

Σταδιακά,  αντιλαμβάνεται ο εν λόγω πολιτικός ότι η διατήρηση της αμερικανικής ηγεμονίας είναι αρκετά πιο σύνθετη υπόθεση από την, πιο οικεία για αυτόν, επιχειρησιακή διοίκηση.  

Η αντιπαράθεση Τουρκίας – Ηνωμένων Πολιτειών προκύπτει από την  φιλοδοξία της Άγκυρας να γνωστοποιήσει προς την διεθνή κοινότητα την αξίωση προβιβασμού της στον περιφερειακό καταμερισμό ισχύος. Βέβαια, τέτοιου είδους επιδιώξεις έχουν και ανάλογο αντίτιμο, πόσο μάλλον όταν αμφισβητεί τις επιλογές και στοχεύσεις του, κυρίαρχου στην περιοχή, δυτικού συνασπισμού. 

Ο δυτικός ηγεμόνας άρχισε ήδη να προσδιορίζει το κόστος της τουρκικής προσπάθειας για χειραφέτηση, μέσω στρατηγικών αποτροπής. Επιθυμεί η Ουάσινγκτον να καταδείξει στην Άγκυρα ότι το κόστος της στρατηγικής απεξάρτησής της θα είναι μεγαλύτερο από το πιθανό όφελος. Ο σωφρονισμός της Τουρκίας συντελείται ήδη και σκοπό έχει την διατήρησή της στο συμμαχικό πλέγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της αμερικανικής ηγεμονίας. 

Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις διάγουν την καλύτερη περίοδο της μεταπολεμικής τους πορείας, όμως ακόμη απέχουν ώστε να προσδιορίζονται ως ανεξάρτητες των αμερικανοτουρκικών. 

Στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, μετά την κρίση των Ιμίων (1996) δρομολογήθηκε η διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, ως μία νέα στρατηγική αλλά και ως ένδειξη εγχώριας αυτοπεποίθησης για την εξομάλυνσή τους. Είναι γνωστό, πως για την εν λόγω απόφαση πρωτοστάτησε η Ουάσινγκτον, όπως επίσης ποια ήταν η τροπή των γεγονότων την εικοσαετία που μεσολάβησε. Η πρόγνωση, ότι ο εξευρωπαϊσμός της γείτονος και η «ισχύς» των νομικών μας ερεισμάτων θα επιφέρει την επίλυση των διμερών ζητημάτων, αφίσταται της διάγνωσης. Αναμφίβολα, συνιστά θετική εξέλιξη για την Ελλάδα και την Κύπρο, η επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων κατά την τελευταία δεκαετία. 

Ταυτόχρονα, εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες, η τουρκική διπλωματία πορεύεται θεωρώντας -όχι άδικα- πως  η Αθήνα έχει απολέσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, ικανοποιημένη απλώς με την αποφυγή κάποιας νέας κρίσης και έναν πιθανό επιζήμιο συμβιβασμό. Βέβαια, με την συγκεκριμένη πρακτική η Ελλάδα απέτυχε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της, προσδιορίζοντάς τα ως αναφαίρετα δικαιώματα που θα τα ασκήσει συν τω χρόνω. 

Οι ορθολογικές διπλωματικές πρωτοβουλίες και συνεργασίες με το Τελ Αβίβ και το Κάιρο -με την συμμέτοχη και της Λευκωσίας-, είναι προς την σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν πρέπει να αυτοϋπονομεύονται από εμπεδωμένες πρακτικές. Η εκκωφαντική απουσία της Αθήνας από την κυπριακή ΑΟΖ, δεν συνάδει με το πνεύμα των δομών ασφαλείας που συγκροτήσαμε. Θα είναι εξόχως επιζήμιο, ως και καταστροφικό, αν τα Ισραήλ και η Αίγυπτος θεωρήσουν ότι βλέπουμε τις συγκεκριμένες στρατηγικές συμπράξεις ως μέσο «μεταφοράς βαρών» (ορολογία του John Mearsheimer ) δηλαδή να επωμιστούν κυρίως τα δύο κράτη το βάρος του τουρκικού αναθεωρητισμού. 

Τα επιμύθια της προηγούμενης περιόδου, σχετικά με την ερμηνεία της τουρκικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, όχι μόνο δεν εξυπηρέτησαν τα συμφέροντα της ελληνικής και κυπριακής κοινωνίας, αλλά θέτουν σε κίνδυνο την σταθερότητα στην ανατολική Μεσόγειο. 

Οι εταίροι και σύμμαχοί μας πιθανόν «να μακαρίζουν την αθωότητά μας» σίγουρα όμως  «δε ζηλεύουν την αφροσύνη μας», σύμφωνα με την γνωστή φράση των Αθηναίων προς τους Μηλίους στον γνωστό και ιστορικά επαναλαμβανόμενο μεταξύ τους διάλογο. (Θουκυδίδου, Ιστορία, Βιβλίο Ε΄,105

Η νεοεκλεγείσα ελληνική κυβέρνηση, για να μπορέσει να εφαρμόσει της διατάξεις του δικαίου της θάλασσα ώστε να εξυπηρετήσει τα ελληνικά και κυπριακά συμφέροντα, οφείλει να τα εντάξει σ’ ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο, στο οποίο θα εξυπηρετούνται συμφέροντα και άλλων κρατών, όχι όμως μόνο από άλλα κράτη. Η ευρύτερη αμερικανική στρατηγική στην ανατολική Μεσόγειο, προκρίνει περισσότερο την διατήρηση του υπάρχοντος status quo, το οποίο προφανώς εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά της. Η ελληνική εξωτερική πολιτική θα ήταν επωφελέστερο να εκμεταλλευτεί την επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, παρά να επιζητά ή να εύχεται την βελτίωσή τους. Επίσης, εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου ας αντλούμε τα οφέλη τα οποία αντικειμενικά δύναται να μας παρέχει, και να μην έχουμε αβάσιμες προσδοκίες.  

Οι ελληνικές και κυπριακές ζώνες κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, εκτός από διατάξεις του διεθνούς δικαίου, δύνανται να λειτουργήσουν ως μέσο παρακώλυσης ρωσικών και άλλων αναθεωρητισμών, ποσό μάλλον αν εντός τους υπάρχουν σημαντικοί ενεργειακοί πόροι. 

Ας αδράξουμε την ευκαιρία, διότι αν αναταχθούν οι σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας θα διαφοροποιηθούν και τα υπόλοιπα πλαίσια άσκησης της ελληνικής και κυπριακής εξωτερικής πολιτικής. Εκτός κι αν θεωρούμε ότι αν αποκατασταθούν οι σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών–Τουρκίας θα μείνουν ανεπηρέαστες οι δομές ασφάλειας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, καθώς επίσης και η όψιμη προθυμία των εταίρων μας στην ΕΕ να επιβάλουν κυρώσεις στην Άγκυρα. Τότε πάλι, θα «δείχνουν ολοφάνερα ότι θεωρούν τα ευχάριστα έντιμα και τα συμφέροντα δίκαια».(Κατηγορία των Αθηναίων για τους Σπαρτιάτες, προσπαθώντας να πείσουν τους Μηλίους να αποδεχθούν την ηγεμονία των πρώτων, Θουκυδίδου, Ιστορία, Βιβλίο Ε΄,105) και μέρος της ελληνικής κοινωνίας θα μυκτηρίζει τον αμερικανικό παράγοντα, την ευρωπαϊκή απροθυμία και τους επιτήδειους συμμάχους.