«Γιατί η τουρκική αντιπολίτευση δεν θα έπρεπε να υποτιμά τον Ερντογάν» είναι ο τίτλος ανάλυσης της Stratfor, στον απόηχο των δημοτικών εκλογών στη γείτονα, όπου το κόμμα του Τούρκου προέδρου έχασε την Άγκυρα, την Κωνσταντινούπολη και άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, πυροδοτώντας σενάρια περί αποδυνάμωσής του.
Όπως σημειώνεται στην ανάλυση, ο Ερντογάν βρίσκεται μπροστά σε έναν δύσκολο δρόμο, καθώς θα πρέπει να διαχειριστεί την «πολιτική διάβρωση» στη βάση της δύναμής του, ενώ η επικέντρωση στα αποτελέσματα των εκλογών απειλεί να αποσπάσει την προσοχή από πιεστικά προβλήματα όπως η πορεία της τουρκικής οικονομίας. Ωστόσο, ακόμα και έτσι, όπως υπογραμμίζεται, ο Τούρκος πρόεδρος εξακολουθεί να διαθέτει μεγάλη δύναμη – και, αν και με απώλειες, παραμένει ισχυρός.
Κατά κανόνα οι δημοτικές εκλογές στην Τουρκία δεν παρουσίαζαν μεγάλο διεθνές ενδιαφέρον στο παρελθόν, ωστόσο ο Ερντογάν επέλεξε να δώσει μεγαλύτερη έμφαση φέτος, παρουσιάζοντας το αποτέλεσμά τους ως ζωτικής σημασίας για την «επιβίωση και συνέχεια της Τουρκίας».
«Με αυτόν τον τρόπο, πρακτικά ρώτησε πρακτικά τους ψηφοφόρους εάν εγκρίνουν τον ίδιο και το κόμμα του. Στο παρελθόν, οι ψηφοφόροι επέλεγαν το ΑΚΡ για να διοικεί τις πόλεις και τις γειτονιές τους επειδή θεωρούσαν τους υποψηφίους του ως ικανούς τοπικούς κυβερνήτες πάνω από όλα. Αλλά με τη δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση να αυξάνεται, λόγω του αυξανόμενου πληθωρισμού, της ανόδου της ανεργίας και μιας πολύ αποδυναμωμένης οικονομίας, ο Ερντογάν αποφάσισε να διεξάγει μια πολύ πολωτική καμπάνια για να διατηρήσει το ΑΚΡ στην εξουσία στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ήταν λάθος. Οι επόμενες τουρκικές εκλογές είναι το 2023. Αυτό ίσως να είναι το καλύτερο νέο για τον Ερντογάν και το ΑΚΡ».
Οι απώλειες
Το αντιπολιτευόμενο CHP κέρδισε στην Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη, διατήρησε τη Σμύρνη και πήρε επίσης την Αττάλεια, τα Άδανα και άλλα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα, η απώλεια των οποίων είναι μεγάλο πρόβλημα για το ΑΚΡ και τον Ερντογάν, καθώς ο έλεγχός τους είναι κομβικής σημασίας για το «ερντογανικό» πελατειακό σύστημα, που ανταμείβει τους φίλους της κυβέρνησης: Οι δήμοι εκδίδουν, μεταξύ άλλων, οικοδομικές άδειες και άδειες λειτουργίας επιχειρήσεων. Επιπλέον, το ΑΚΡ βασιζόταν στις τοπικές κυβερνήσεις για να διανέμει πόρους και να κάνει χάρες στους ψηφοφόρους, δημιουργώντας μια ισχυρή εκλογική βάση, θολώνοντας τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ του κράτους και του κυβερνώντος κόμματος. Από αυτή την άποψη, σύμφωνα με την ανάλυση, πρόκειται για πλήγμα σε έναν κύκλο: Οι ψηφοφόροι και οι τοπικοί αξιωματούχοι βασίζονται στην υποστήριξη του Ερντογάν, που με τη σειρά του βασίζεται στην πολιτική τους στήριξη για να παραμείνει στην εξουσία. Επίσης, η αποδοχή της ήττας θα αποτελούσε παραδοχή αποδυνάμωσης. Ακόμα και το ΑΚΡ πήρε τις περισσότερες ψήφους, η ήττα σε πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη και η Άγκυρα θα ενθάρρυνε αντιπολιτευόμενα κόμματα να προωθήσουν το αφήγημα πως ο Τούρκος πρόεδρος δεν είναι ανίκητος.
«Η μείωση της λαϊκής στήριξης σε τοπικό επίπεδο επιβεβαιώνει τις υποψίες πολλών αναλυτών πως οι αστικοί πληθυσμοί εμπιστεύονται όλο και λιγότερο το ΑΚΡ... όλη η στρατηγική του ΑΚΡ βασιζόταν στο ότι οι εκλογές είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για τη δημοκρατία και ότι ο Ερντογάν ήταν ο καλύτερος για να την προστατέψει. Όσο και αν ο Ερντογάν ήθελε να είναι αυτό το καθοριστικό ζήτημα, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν πως τους ψηφοφόρους απασχολούσε πάνω από όλα η οικονομία».
Οι δυνατότητες «αντεπίθεσης»
Παρόλα αυτά, μέχρι τώρα το Ανώτατο Συμβούλιο Εκλογών (YSK) δεν έχει επικυρώσει τα αποτελέσματα των εκλογών. «Πόσο πιθανό είναι το YSK να επικυρώσει τις νίκες του CHP και, το σημαντικότερο, πόσο πιθανό είναι ο Γιαβάς να γίνει πραγματικά δήμαρχος της Άγκυρας και ο Ιμάμογλου δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα πιθανότατα έχει να κάνει με τη θέση του Ερντογάν- όσο περίεργο και αν είναι αυτό. Ο Ερντογάν δεν έχει επίσημα λόγο στο αποτέλεσμα των τοπικών εκλογών. Πολλαπλές πηγές έχουν αναφέρει πως ο ίδιος είναι διχασμένος και οργισμένος για το αποτέλεσμα. Εάν αποδεχτεί την ήττα, ανησυχεί πως είναι θέμα χρόνου μέχρι να αμφισβητηθεί η νομιμότητα και η δημοτικότητά του. Επίσης ανησυχεί για τις προκλήσεις στη βάση της ισχύος του, εξαιτίας της πιθανής δημιουργίας ενός νέου αντιπολιτευόμενου κόμματος, από δύο πρώην συνεργάτες του, τον πρώην πρωθυπουργό Αχμέτ Νταβούτογλου και τον πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης (αναπληρωτή πρωθυπουργό) Αλί Μπαμπακάν».
Όπως αναφέρεται στην ανάλυση, ο Τούρκος πρόεδρος θα μπορούσε να προσπαθήσει να βρει έναν τρόπο να βγάλει άκυρα τα αποτελέσματα στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. «Ήδη τα ΜΜΕ που στηρίζουν το ΑΚΡ αμφισβητούν την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων, χαρακτηρίζοντάς τα “πραξικόπημα”. Η πολιτική αντιπολίτευση υποψιάζεται πως δεν θα επιτραπεί στους Γιαβάς και Ιμάμογλου να αναλάβουν καθήκοντα, ή, αν ανακηρυχθούν κινητές, πως η ελεγχόμενη από το ΑΚΡ Βουλή θα περάσει νόμους που θα περιορίζουν τις εξουσίες των δημάρχων. Η απώλεια των εσόδων από το πελατειακό σύστημα πιθανότατα δεν είναι το μόνο το μόνο πράγμα που ανησυχεί το ΑΚΡ: Όταν αναλάβει καθήκοντα, η αντιπολίτευση θα είναι σε θέση να ελέγξει τα βιβλία και να πραγματοποιήσει έρευνες για να εντοπίσει και να εκθέσει περιπτώσεις διαφθοράς».
Πάντως, συμπληρώνεται στην ανάλυση, το αν το CHP τελικά πάρει τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας ή όχι δεν αλλάζει το ότι τα αποτελέσματα δεν ήταν καλά για τον Ερντογάν και το ΑΚΡ: «Η διεθνής κοινότητα και η κοινή γνώμη σε μεγάλο βαθμό έχουν αποδεχτεί πως το CHP “κέρδισε”. Μια “βίαιη” ανατροπή αυτής της νίκης θα έκανε ακόμα πιο αρνητική τη σημερινή εικόνα της Τουρκίας. Ο Ερντογάν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα αποτελέσματα των εκλογών για να πει στους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς εταίρους πως η Τουρκία είναι ακόμα μια ανθεκτική δημοκρατία, παρά τις διαδεδομένες αμφιβολίες ως προς τα τελευταία έξι χρόνια. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να επιταχύνει τη μείωση της ισχύος του, καθώς θα χάσει τα μέσα να προσελκύσει υποστηρικτές». Επιπρόσθετα, σημειώνεται, η επικέντρωση στις εκλογές αποσπά την προσοχή του από πιεστικά προβλήματα, όπως η διόρθωση μιας οικονομίας που χειροτερεύει μέρα με τη μέρα και η διαχείριση σημαντικών διμερών σχέσεων- ειδικά με τις ΗΠΑ, που θα μπορούσαν να επιβάλουν κυρώσεις ακόμα και το καλοκαίρι, εάν η Τουρκία προχωρήσει και αγοράσει τους S-400 από τη Ρωσία.
«Δεν τίθεται θέμα, οι απώλειες στις δημοτικές εκλογές αποτελούν την πιο σημαντική πολιτική πρόκληση που έχει αντιμετωπίσει ο Ερντογάν από τις διαδηλώσεις στο Πάρκο Γκεζί. Αν και είναι αποδυναμωμένος, είναι ακόμα πρόεδρος, με τεράστιους πόρους και ένα κράτος που παραμένει συνδεδεμένο σε αυτόν. Το να υποτιμήσει τον Ερντογάν ενώ απειλείται είναι ένα λάθος που η πολιτική αντιπολίτευση στην Τουρκία θα ήταν καλύτερα να αποφύγει» καταλήγει η ανάλυση.