Οι ελληνικές προσπάθειες για τη διοργάνωση συνόδου νοτιοευρωπαϊκών χωρών στις αρχές του Νοεμβρίου, λίγο πριν την προγραμματισμένη σύνοδο της Ε.Ε. στη Μπρατισλάβα, βρίσκονται στο επίκεντρο ανάλυσης της Stratfor, με τίτλο «The Limits of a Southern European Alliance» (τα όρια μιας νοτιοευρωπαϊκής συμμαχίας).
Μέχρι τώρα, η Ελλάδα έχει στείλει προσκλήσεις στους ηγέτες της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Κύπρου και της Μάλτας, με τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία – όπως αναφέρει η Stratfor – να αποτελεί ένδειξη μιας τάσης που δείχνει να αναδεικνύεται στην Ευρώπη μετά τη νίκη του Brexit στη Βρετανία, η οποία δημιούργησε ερωτηματικά για το μέλλον της ένωσης. «Τα μέλη της στρέφονται στους γείτονες, όχι στις Βρυξέλλες, για απαντήσεις. Χώρες στην κεντρική Ευρώπη- τα μέλη της Ομάδας Βίζεγκραντ, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία και η Τσεχία- πραγματοποίησαν τη δική τους σύνοδο τον Ιούλιο προκειμένου να αξιολογήσουν τις επιπτώσεις του δημοψηφίσματος και να συντάξουν προτάσεις για μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ. Οι λύσεις τους, τις οποίες θα παρουσιάσουν στη Μπρατισλάβα, μάλλον θα επικεντρωθούν σε ένα αίτημα για επιστροφή κάποιων εξουσιών στις εθνικές κυβερνήσεις από τις Βρυξέλλες. Ως εκ τούτου, η ελληνική πρωτοβουλία θα είναι η δεύτερη προσπάθεια μιας ευρωπαϊκής περιοχής να παρουσιάσει μια κοινή θέση πριν τη σύνοδο της ένωσης τον Σεπτέμβριο- μία ένδειξη που δημιουργεί προβληματισμούς για τη δυνατότητα της ηπείρου να επιτυγχάνει ομοφωνία όσον αφορά στα θέματα που απειλούν την ύπαρξή της» αναφέρεται στην ανάλυση.
Όπως σημειώνει η Stratfor, γενικά μιλώντας, η Ελλάδα και οι άλλες νότιες χώρες μοιράζονται σε γενικές γραμμές παρεμφερείς απόψεις για το ποιον δρόμο θα έπρεπε να ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. «Όλες στηρίζουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση, αν αυτό σημαίνει χρηματοδότηση της γεωργίας, αναπτυξιακές επιδοτήσεις και διαμοιρασμό του κινδύνου για τις τράπεζες και το δημόσιο χρέος, και στηρίζουν την επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Οι περισσότερες νότιες χώρες, έχοντας βρεθεί στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης της Ευρώπης και έχοντας εφαρμόσει δυσάρεστα στους πολίτες μέτρα λιτότητας, επίσης θέλουν οι Βρυξέλλες να δώσουν μεγαλύτερο περιθώριο στις κυβερνήσεις να ξοδεύουν και να δανείζονται όπως κρίνουν αυτές».
Οι νοτιοευρωπαϊκές χώρες, συμπληρώνεται, έχουν συμφέροντα επίσης όσον αφορά στα τεκταινόμενα στη Μεσόγειο: Η αστάθεια στη βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή τις προβληματίζει, καθώς επηρεάζονται από την προσφυγική κρίση, και υποστηρίζουν την πρόταση κατανομής των προσφύγων ανά την ήπειρο. Για τις χώρες της Μεσογείου, σημειώνεται, το Brexit δημιούργησε μια ευκαιρία να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, παίρνοντας τον έλεγχο των πολιτικών διαδικασιών της ΕΕ: Όταν η Μ. Βρετανία βγει από την ένωση, η ΕΕ θα χάσει ένα φιλικό προς τις αγορές και τις μεταρρυθμίσεις μέλος, που ιστορικά υποστήριζε τους πιο «αυστηρούς» προϋπολογισμούς και την προστασία της εσωτερικής του αγοράς έναντι της δημιουργίας μια πιο ομοσπονδιακού χαρακτήρα Ευρώπης. Η Γερμανία μία από τις πιο σημαντικές της συμμάχους ως προς τον έλεγχο των δαπανών της ΕΕ και την αντιστάθμιση των τάσεων προστατευτισμού της νότιας Ευρώπης. Ακόμη, χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης, οι οποίες επί μακρόν αντιστέκονταν στην παραχώρηση περισσότερων εξουσιών στις Βρυξέλλες, χάνουν έναν από τους πιο σημαντικούς συμμάχους τους.
Το πρόβλημα ωστόσο για τη νότια Ευρώπη, συμπληρώνεται στην ανάλυση, είναι πως οι κοινές θέσεις σε ζητήματα της ΕΕ δεν επαρκούν για να αμφισβητηθεί το status quo. Πολλές από τις χώρες της περιοχής αυτής αντιμετωπίζουν εσωτερικά ζητήματα που έχουν αποδυναμώσει τις θέσεις τους στην ένωση, όπως η Γαλλία, όπου η δημοτικότητα της σοσιαλιστικής κυβέρνησης έχει καταβαραθρωθεί, η Ιταλία, όπου το πολιτικό μέλλον της κυβέρνησης συνδέεται με ένα δημοψήφισμα τον Νοέμβριο που μπορεί να χάσει, και η Ισπανία όπου υπάρχει ακόμα αδιέξοδο όσον αφορά στη δημιουργία κυβέρνησης. Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα για την Ελλάδα και την Πορτογαλία, λόγω των μικρών οικονομιών τους- και αντίστοιχα είναι τα δεδομένα για τη Μάλτα και την Κύπρο.
Επίσης, οι χώρες της νότιας Ευρώπης σίγουρα θα αντιμετωπίσουν σκληρή αντίσταση από άλλες χώρες της ΕΕ σε προτάσεις για ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις: Η βόρεια Ευρώπη χωρίς αμφιβολία θα αντισταθεί σε μέτρα που θα μεταφέρουν πλούτο στον νότο, και η κεντρική και η ανατολική Ευρώπη είναι μάλλον απίθανο να αντιμετωπίσουν θετικά την παραχώρηση περισσότερων εξουσιών στις Βρυξέλλες. Οπότε, κατά τη σύνοδο στη Μπρατισλάβα, και τον επόμενο χρόνο αυτό στο οποίο μπορεί να προσβλέπει η νότια Ευρώπη κυρίως είναι μικρές «τακτικές» νίκες, περιορισμένων επιπτώσεων.
Το δίλημμα της Γαλλίας
Όπως εκτιμάται στην ανάλυση, ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις μπορούν να λάβουν χώρα στην ΕΕ μόνο αφού η Γαλλία και η Γερμανία κάνουν τις εκλογές τους το 2017- αλλά ακόμα και τότε, η νότια Ευρώπη θα δυσκολεύεται να επιβάλει τις απόψεις της. «Η μεγαλύτερη γεωπολιτική επιταγή της Γαλλίας είναι να συγκρατεί τη Γερμανία. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτό σήμαινε διατήρηση στενών πολιτικών και οικονομικών δεσμών με το Βερολίνο, μέσω της δημιουργίας της ΕΟΚ. Μετά την επανένωση της Γερμανίας το 1990, η δημιουργία ενός κοινού νομίσματος είχε αποτέλεσμα να συνδεθούν ακόμα πιο στενά η Γερμανία και η Γαλλία, κάτι που τις αναγκάζει να συντονίζουν πολιτικές και να επιδιώκουν συμβιβασμούς».
Αυτό ωστόσο, όπως αναφέρεται στην ανάλυση, δεν σημαίνει πως η Γαλλία είναι ικανοποιημένη με την κατάσταση στην Ευρώπη, καθώς η Γερμανία έχει αναδειχθεί και πάλι στον πιο ισχυρό «παίκτη» της Ευρωζώνης, αλλά το Παρίσι δεν είναι ακόμα έτοιμο να συνταχθεί με τους πολιτικούς και οικονομολόγους που έχουν παρουσιάσει την ιδέα της διάσπασης της Ευρωζώνης σε δύο κομμάτια: ενός βορείου υπό τη Γερμανία και ενός νοτίου υπό τη Γαλλία. Μια τέτοια κίνηση, καθαρά οικονομικά μιλώντας, θα είχε λογική για τη Γαλλία, αναφέρεται στην ανάλυση, καθώς θα επέτρεπε στο Παρίσι υποτίμηση του νομίσματός του, αύξηση της ανταγωνιστικότητας και αντιστροφή του εμπορικού ελλείμματος. Αλλά γεωπολιτικά, οι συνέπειες θα ήταν πολύ επικίνδυνες- πιο επικίνδυνες από διάλυση της Ευρωζώνης, καθώς, ακόμα και αν η γαλλογερμανική συμμαχία δεν έσπαγε, η Γερμανία θα επικεντρωνόταν στους εταίρους της στα βόρεια, και μακροπρόθεσμα θα προέκυπτε αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών. Παράλληλα, η Γαλλία θα «φορτωνόταν» τις οικονομικά ευάλωτες χώρες του νότου, που πιθανότατα θα χρειαστούν και άλλη στήριξη. Το δίλημμα αυτό σε γενικές γραμμές αντικατοπτρίζεται στην αντιπαράθεση εν όψει των προεδρικών εκλογών. Αξίζει να σημειωθεί πως ούτε καν το FN, με τις ευρωσκεπτικιστικές του θέσεις, έχει προτείνει αντικατάσταση της γαλλογερμανικής συμμαχίας με μια ένωση μεσογειακών χωρών. Κατά την άποψή του, η συνεργασία στην Ευρώπη θα έπρεπε να γίνεται μεταξύ κυρίαρχων κρατών, όχι μεταξύ μελών μιας ομοσπονδίας, ακόμα και αν τα μέλη της μοιράζονται τους ίδιους στόχους.
Στα προσεχή χρόνια η Γαλλία θα συνεχίσει να βασίζεται στη σύμπραξη με τις νοτιοευρωπαϊκές χώρες για να επηρεάζει την πολιτική της ΕΕ και να ασκεί πίεση στη Γερμανία, ωστόσο αυτή η στρατηγική έχει τα ρίσκα της, καθώς στη Γερμανία υπάρχουν δυνάμεις που θέλουν το Βερολίνο να ακολουθήσει γραμμή απομονωτισμού, συνεργαζόμενο με «έμπιστους» εταίρους στον βορρά. Αυτό θα δημιουργήσει δυσκολίες για το Παρίσι, που θα προσπαθεί να προσεταιρίζεται τον νότο χωρίς να αποξενώνεται από τη Γερμανία. Παράλληλα, καταλήγει η ανάλυση, ο ευρωσκεπτικισμός κερδίζει έδαφος σε Γαλλία και Γερμανία, οπότε η αποφυγή ενός ρήγματος στις γαλλογερμανικές σχέσεις θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
«Ενώ οι μεγαλύτεροι παίκτες της Ευρώπης προσπαθούν να διατηρήσουν τις όλο και πιο δύσκολες σχέσεις τους, οι εντάσεις μεταξύ των βορείων και των νοτίων χωρών θα αυξάνονται. Και η Γαλλία, τόσο βορειοευρωπαϊκή όσο και μεσογειακή χώρα, θα είναι παγιδευμένη στη μέση».