Ένα χρόνο και δύο μέρες πριν ακριβώς, το Βέλγιο προχωρούσε στην κήρυξη τριήμερου εθνικού πένθους μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις που σημειώθηκαν στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών και σε δύο σταθμούς του μετρό. Εξήντα χρόνια πριν, στις 25 Μαρτίου 1957, έξι χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες και Λουξεμβούργο) θα υπέγραφαν τη Συνθήκη που που προέβλεπε την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, με σκοπό την ολοκλήρωση και οικονομική ανάπτυξη μέσω του εμπορίου.
Σήμερα, τρεις μέρες πριν, στον απόηχο του περσινού τρομοκρατικού χτυπήματος (και πού να το ξέραμε, ενός νέου, του πρόσφατου χτυπήματος στο Λονδίνο), σε μια πόλη περικυκλωμένη με οπλισμένους στρατιώτες ανά ζεύγη, με το χέρι στο όπλο και το αυτί στον ασύρματο, η Ευρώπη (η απρόσωπη για πολλούς αυτή έννοια που εκφράζεται μέσα από τα επίσημα θεσμικά της όργανα), φόρεσε το καλό -μα πικρό- της χαμόγελο και κάλεσε Ευρωπαίους πολίτες και αρκετούς από τους 751 Ευρωβουλευτές της σε ένα «Κοινοβούλιο Πολιτών» (Citizen's Parliament). Μια δίωρη συνάντηση όπου απλοί πολίτες θα έπαιρναν το λόγο για δύο λεπτά, εκφράζοντας τους προβληματισμούς τους για απλά, καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν μέσα στα σύνορα της Ευρώπης, με την ελπίδα να πάρουν πειστικές απαντήσεις από τους παριστάμενους Ευρωβουλευτές. Αφορμή, τα 60 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης και ένας τίτλος να πλανιέται σαν αιτιολογία για αυτό το αντάμωμα: «Το μέλλον της Ευρώπης: Εποχές που αλλάζουν, αξίες που διαρκούν».
Ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Αντόνιο Ταγιάνι, που κήρυξε την έναρξη της ημερίδας, στάθηκε από την αρχή στα προβλήματα που απασχολούν τη σημερινή Ευρώπη: μετανάστευση, οικονομική κρίση, ανεργία (ιδιαίτερα των νέων) και κυρίως, μια έντονη απογοήτευση προς τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. «Προσπαθούμε να βρούμε απαντήσεις, να εξηγήσουμε τι κάνουμε ανάμεσα στους πολίτες, να τους προσεγγίσουμε, να δείξουμε ότι δεν είμαστε απλώς κλεισμένοι στα κτήρια των Βρυξελλών...», είπε στην εναρκτήρια ομιλία του.
Τέσσερις ήταν οι θεματικοί άξονες ανάπτυξης της συζήτησης που ακολούθησε. Πρώτος και αρκετά σημαντικός άξονας, η ανεργία των νέων ανά την Ευρώπη. Γιατί η διαδρομή από την εκπαίδευση στην ανεργία έχει μετατραπεί σε ένα ατέρμονο κυνήγι μιας θέσης εργασίας; Τι μπορούν να κάνουν τα κράτη-μέλη της για να μηδενίσουν, ή έστω να μειώσουν σημαντικά την ανεργία των νέων; Ποιο ρόλο θα έπρεπε να παίζουν τα ευρωπαϊκά προγράμματα και οι ευρωπαϊκές επενδύσεις για να διευκολύνουν το έργο αυτό; Όταν έπαιρναν το λόγο οι Ευρωπαίοι πολίτες, ο ένας μετά τον άλλο, είχες την αίσθηση πως άκουγες Έλληνες γονείς να μιλάνε για τα ίδια ακριβώς προβλήματα. Η ίδια αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους για το πού θα βρουν εργασία τα παιδιά τους, με ποιο τρόπο θα μπορέσουν να κρατήσουν τους νέους στην επαρχία που ερημώνει, πώς θα παραμείνει δυνατός ο αγροτικός τομέας, ένας τομέας που αποτελεί βαρόμετρο για την οικονομία της Ένωσης.
Ενδιαφέροντα στοιχεία παρουσίασε στην επόμενη ενότητα η Natalia Alonso από την Oxfam, μιλώντας για το κομμάτι της Παγκοσμιοποίησης και το πώς αυτή θα έπρεπε να λειτουργεί θετικά για όλους. «Πώς όμως γίνεται αυτό όταν στην Ευρώπη κινδυνεύουν από φτώχεια περίπου 103,3 εκατομμύρια άνθρωποι, την ίδια στιγμή που εκεί φιλοξενούνται περίπου 342 δισεκατομμυριούχοι;», αναρωτήθηκε. Μπορεί η Ευρώπη να διαμορφώσει την παγκοσμιοποίηση και να διασφαλίσει μια δίκαιη κατανομή στα οφέλη της; Θα πρέπει άραγε να πάρει τα ηνία στο ελεύθερο και το δίκαιο εμπόριο;
Επόμενο θέμα και πάλι άμεσα συνδεδεμένο με το μέλλον της συνεχώς διαμορφούμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρώπη των 27, η Ευρώπη του μέλλοντος. Με το Brexit να παίρνει σάρκα και οστά, το κεντρικό ερώτημα ήταν αν οι συνέπειές του μπορούν να αποσταθεροποιήσουν ή να αναζωογονήσουν το εξηκονταετές ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αν ενδέχεται κι άλλες χώρες να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας,
Το ζήτημα της ασφάλειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι άλλο ένα διαρκές ζήτημα προς αντιμετώπιση, όπως απέδειξαν και τα γεγονότα της 23ης Μαρτίου στο Λονδίνο. Η μεγάλη πρόκληση στην παρούσα στιγμή για την Ευρώπη, είναι το πώς μέσα από την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος θα μπορέσει να προστατεύσει τις ευρωπαϊκές αξίες του Αντενάουερ, του Μονέ, του Σουμάν και άλλων μεγάλων ιδρυτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπιστούν και να εξαλειφθούν τέτοιου είδους επιθέσεις; Πώς μπορούν να συνεργαστούν τα κράτη-μέλη για καλύτερα αποτελέσματα ενάντια στον κίνδυνο της τρομοκρατίας; Πώς θα βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα σε περισσότερη ασφάλεια αλλά και περισσότερη ιδιωτική ζωή;
Τέλος, πάντα επίκαιρη ήταν η κουβέντα για την κλιματική αλλαγή και την προστασία του πλανήτη, τη βιώσιμη ανάπτυξη και τους περιορισμένους πόρους που συχνά αμελούμε. Ευχάριστα ειλικρινής ήταν η ερώτηση ενός φοιτητή, που ρώτησε πολύ απλά τι κάνει η Ευρώπη για τα πυρηνικά όπλα, αλλά και τι κάνουν οι ίδιοι οι Ευρωβουλευτές όσον αφορά το περιβάλλον, όταν οι ίδιοι χρησιμοποιούν για τις μετακινήσεις τους μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητα που ρυπαίνουν, αντί να δώσουν το παράδειγμα για το αντίθετο.
Ένας χαμογελαστός Ευρωβουλευτής (του οποίου μου διαφεύγει το όνομα) ανακουφισμένος απάντησε πως είναι από τους λίγους που χρησιμοποιούν ποδήλατο στις μετακινήσεις τους. Είναι αυτό αρκετό; Όχι, αλλά είναι μια καλή αρχή. Το ίδιο δηλαδή που θα μπορούσε να πει κάποιος για το θέμα του αν τέτοιες ημερίδες έχουν στο τέλος της μέρας ένα θετικό αντίκτυπο, αν φέρνουν την Ευρώπη λίγο πιο κοντά μας ή μας αφήνουν αδιάφορους -και ορισμένους απογοητευμένους ή δυσφορούντες- απέναντι στους «κλεισμένους γραφειοκράτες στα κτήρια των Βρυξελλών», που ανέφερε και ο πρόεδρος Ταγιάνι στην αρχή. Ίσως αυτό και να αποδεικνύει τελικά αυτή η εξηκονταετής επέτειος: ότι μια καλή αρχή από μόνη της δεν είναι αρκετή.