Τα αληθινά μαθήματα για κάθε στρατό από τον πόλεμο στην Ουκρανία: Μύθοι και πραγματικότητα

Ανάλυση από το Royal United Services Institute σχετικά με τους πρώτους μήνες του πολέμου.
Open Image Modal
STRINGER via REUTERS

Η εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί την πρώτη μεγάλης κλίμακας συμβατική πολεμική σύγκρουση στην Ευρώπη εδώ και πολλές δεκαετίες, και ως εκ τούτου τίθεται στο «μικροσκόπιο» στρατών από όλο τον κόσμο με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τις σύγχρονες συγκρούσεις «υψηλής έντασης». Εκ πρώτης όψεως και κρίνοντας από την ειδησεογραφία και τις εικόνες που κατέκλυζαν και κατακλύζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φάνηκαν να προκύπτουν κάποια πρόωρα «μαθήματα» ως προς το τι συμβαίνει σε έναν γενικευμένο πόλεμο εν έτει 2022- ωστόσο, αρκετούς μήνες μετά την έναρξη της εισβολής, πολλά από αυτά μπορούν να εξεταστούν πιο ψύχραιμα, με πολλά εξ αυτών να αναθεωρούνται.

Τα μαθήματα αυτά εξετάζονται στο πλαίσιο εκτενούς αναφοράς του Royal United Services Institute (RUSI), think tank στο Λονδίνο- και σε πολλές περιπτώσεις οδηγούν σε αναθεώρηση αντιλήψεων σε πολλά θέματα- όπως για παράδειγμα ο ρόλος των τουρκικών drones Bayraktar TB2, αυτό που πολλοί εξέλαβαν ως «αποτυχία» των αρμάτων μάχης, ο ρόλος των δυτικών αντιαρματικών όπλων κλπ. Οι ερευνητές- μεταξύ των οποίων ένας Ουκρανός υποστράτηγος ε.α. και αναλυτές του RUSI- παρουσιάζουν μια εικόνα η οποία φαίνεται αρκετά πιο πολύπλοκη και διαφορετική από αυτήν που φάνηκε στα ΜΜΕ και στα κοινωνικά δίκτυα ως μια γενικότερη αποτυχία/ αναποτελεσματικότητα των ρωσικών δυνάμεων απέναντι σε μια «ευέλικτη» ουκρανική άμυνα- ειδικά ως προς την επίθεση εναντίον του Κιέβου στις αρχές της εισβολής.

Όπως υπογραμμίζεται στην έρευνα, η οποία τιτλοφορείται «Preliminary Lessons in Conventional Warfighting from Russia’s Invasion of Ukraine: February-July 2022» (προκαταρκτικά μαθήματα στον τρόπο διεξαγωγής συμβατικού πολέμου από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία: Φεβρουάριος- Ιούλιος 2022), πολλά συμπεράσματα τα οποία φάνηκαν να εξάγονται δημόσια ήταν αποτελέσματα έλλειψης επαρκών δεδομένων ή πληροφόρησης ως προς τους ουκρανικούς επιχειρησιακούς σχεδιασμούς και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Το εν λόγω report αντλεί στοιχεία με βάση επιχειρησιακά δεδομένα που συγκέντρωσε το ουκρανικό γενικό επιτελείο κατά την περίοδο Φεβρουαρίου- Ιουλίου 2022- και υπογραμμίζεται πως, με βάση τα σημερινά δεδομένα και τις απαιτήσεις για επιχειρησιακή ασφάλεια, υπάρχουν και πάλι ελλείψεις.

Το αρχικό ρωσικό σχέδιο

Open Image Modal
via Associated Press

 

Όπως τονίζεται στο πλαίσιο της αναφοράς, η Ρωσία φαίνεται να σχεδίαζε να εισβάλει στην Ουκρανία σε μια περίοδο 10 ημερών, καταλαμβάνοντας εδάφη ώστε να ασκήσει κατοχή και να προχωρήσει σε προσάρτηση ως τον Αύγουστο του 2022. Το ρωσικό σχέδιο έδινε πολύ μεγάλη βάση στην ταχύτητα και στη χρήση παραπλάνησης ώστε οι ουκρανικές δυνάμεις να μείνουν μακριά από το Κίεβο, κάτι που θα επέτρεπε τη γρήγορη κατάληψη της ουκρανικής πρωτεύουσας και την πρακτική υποταγή της Ουκρανίας.

Σύμφωνα με την έρευνα, το ρωσικό σχέδιο παραπλάνησης σε μεγάλο βαθμό ήταν επιτυχές, καθώς οι Ρώσοι ήταν σε θέση να επιτύχουν υπεροπλία δυνάμεων/ ισχύος 12 προς 1 βόρεια του Κιέβου- ωστόσο, η ίδια η επιδίωξη επιχειρησιακής ασφάλειας που επέτρεψε την επιτυχή παραπλάνηση λειτούργησε και σε βάρος των ίδιων των Ρώσων, καθώς οι ρωσικές δυνάμεις αποδείχτηκαν ελλιπώς προετοιμασμένες σε τακτικό επίπεδο για την αποτελεσματική υλοποίηση του σχεδίου.

Ως κύριο πρόβλημα του ρωσικού σχεδίου παρουσιάζεται η έλλειψη αναστρέψιμων/ ανακλητών επιλογών: Κοινώς, όταν η ταχύτητα δεν απέδωσε τα επιθυμητά αποτελέσματα, δεν υπήρχαν άλλες εναλλακτικές επιλογές, με αποτέλεσμα οι ρωσικές δυνάμεις να «βαλτώσουν» με τις θέσεις τους να αποδυναμώνονται σταδιακά, ενώ αντίστοιχα οι Ουκρανοί κινητοποιούνταν.

Παρόλα αυτά, η Ρωσία εστίασε μετά στο Ντονμπάς, και αρχικά φάνηκε να σημειώνει επιτυχίες, καθώς η Ουκρανία είχε εξαντλήσει μεγάλο μέρος των αποθεμάτων πυρομαχικών της- με την επιβράδυνση των ρωσικών επιθέσεων να αποδίδεται περισσότερο στην αποφασιστικότητα, την επιμονή και τη θέληση των ουκρανικών στρατευμάτων παρά στις δυνατότητές τους αυτές καθαυτές. Από τον Απρίλιο και μετά η Δύση κατέστη το «στρατηγικό βάθος» της Ουκρανίας, με τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις να αποκτούν σταδιακά την πρωτοβουλία, καθώς η δυνατότητα για πυρά και πλήγματα μακράς εμβέλειας άρχισε να απειλεί τις ρωσικές γραμμές ανεφοδιασμού/ επιμελητείας.

 

Open Image Modal
Gleb Garanich via Reuters

 

Αναλυτικότερα, στην έκθεση σημειώνονται τα εξής: Τα ρωσικά σχέδια για την εισβολή ήταν λεπτομερή και είχαν λύσεις για τα πιο πολλά πρακτικά προβλήματα που η Ρωσία θα αντιμετώπιζε κατά την κατοχή της Ουκρανίας. «Αν εκτελούνταν αποτελεσματικά, τα σχέδια θα μπορούσαν να είχαν επιτύχει...έφτασαν πιο κοντά από ό,τι πιστεύεται. Αν και υπόθεση πως θα υπήρχε ελάχιστη αντίσταση ήταν λανθασμένη, η κατοχή της νότιας Ουκρανίας δείχνει πως η ταχύτητα όντως παρείχε μια ρεαλιστική οδό προς την κατάληψη εδαφών, ακόμη και χωρίς τη λαϊκή στήριξη. Επιπλέον, παρά την αντίσταση των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, η Ρωσία είχε τη μαχητική ισχύ στην αρχή του πολέμου να υπερνικήσει πολλούς ουκρανικούς σχηματισμούς. Πέρα από τις ελλείψεις στην εκτέλεση του σχεδίου και τις κακές επιδόσεις των ρωσικών μάχιμων μονάδων, υπάρχουν θεμελιώδεις πτυχές του σχεδίου που πρέπει να γίνουν κατανοητές για να γίνουν αντιληπτές οι ιδιαιτερότητες των επιχειρήσεων της Ρωσίας στην Ουκρανία κατά την πρώτη φάση του πολέμου. Τα σχέδια αυτά καταστρώθηκαν από μια πολύ μικρή ομάδα αξιωματούχων και τον σκοπό διεύθυνε ο Πούτιν. Πολλοί αξιωματούχοι που εκτελούσαν στοιχεία των προετοιμασιών δεν γνώριζαν τον ευρύτερο σκοπό. Το ρωσικό στρατιωτικό προσωπικό...δεν ήταν ενήμερο για την πρόθεση εισβολής και κατοχής μέχρι ημέρες πριν την εισβολή, και οι τακτικές μονάδες μάχης δεν έλαβαν εντολές παρά μέχρι λίγες ώρες πριν μπουν στην Ουκρανία».

Αξιολογώντας τις ρωσικές επιδόσεις

Open Image Modal
via Associated Press

 

Οι δυνατότητες των ρωσικών δυνάμεων αποδείχτηκαν σημαντικά κατώτερες από ό,τι αναμενόταν από τους περισσότερους παρατηρητές, εντός και εκτός της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζεται στο πλαίσιο της αναφοράς, τα ρωσικά οπλικά συστήματα αποδείχτηκαν σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματικά, και οι μονάδες με μεγαλύτερη εμπειρία έδειξαν πως οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις έχουν όντως σημαντικές στρατιωτικές δυνατότητες- αλλά υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις σε επίπεδο εκπαίδευσης, μα και στον τρόπο αξιοποίησης των ίδιων των δυνατοτήτων τους.

Λαμβάνοντας υπόψιν τις ιδιαιτερότητες του πολέμου, υπάρχουν πέντε σημεία- κλειδιά τα οποία επισημαίνονται ως προς το κατά πόσον οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις επιλύοτν τα προβλήματά τους.

Α) Οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις, σε επίπεδο ιεράρχησης, βάζουν πρώτα τις προτεραιότητες των χερσαίων δυνάμεων, ενώ οι ένοπλες δυνάμεις στο σύνολό τους φαίνονται να υπάγονται/ είναι υφιστάμενες σε αυτό που χαρακτηρίζεται «ειδικές υπηρεσίες». Αυτό θεωρείται ότι είναι σε βάρος της σωστής αξιοποίησης των άλλων όπλων/ κλάδων των ρωσικών δυνάμεων.

Β) Το μοντέλο παραγωγής ισχύος (force generation model) των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων κρίνεται ως προβληματικό, καθώς αφ’ενός προτείνει/ θέλει τη δημιουργία διακλαδικών σχηματισμών (combined arms- που συνδυάζουν διάφορα όπλα και μέσα), αλλά απουσιάζει η επαρκώς ικανή ηγεσία για κάτι τέτοιο σε κατώτερο/χαμηλόβαθμο επίπεδο ώστε οι μονάδες αυτές να έχουν συνοχή και να μπορούν να «δένουν» ώστε να λειτουργούν αποτελεσματικά.

Γ) Φαίνεται να υπάρχει μια κουλτούρα «ενίσχυσης της αποτυχίας», εντός και αν οι εντολές αλλάζουν σε ανώτερα/ υψηλόβαθμα επίπεδα- αν και αυτό φαίνεται να ισχύει λιγότερο στη ρωσική αεροπορία και στο ναυτικό.

Δ) Οι ρωσικές δυνάμεις είναι ευάλωστες στην παραπλάνηση, επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα για ταχεία «σύντηξη»/ «ενοποίηση» των διαθέσιμων πληροφοριών, ενώ υπάρχει μια κουλτούρα στο πλαίσιο της οποίας δεν ενθαρρύνεται η παροχή του απαιτούμενου ευρύτερου πλαισίου πληροφόρησης/ εικόνας (context) σε αυτούς που εκτελούν διαταγές ώστε να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη δική τους κρίση (κοινώς, δεν γνωρίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό γιατί κάνουν αυτό που διατάσσονται να κάνουν, ώστε να κινούνται και να κάνουν επιλογές ανάλογα, κατά την κρίση τους, όταν αυτό χρειάζεται) . Επίσης, αυτό είναι κάτι που ενισχύει μια κουλτούρα στην οποία δεν ενθαρρύνεται η ειλικρινής αναφορά/ παρουσίαση δεδομένων.

Ε) Οι δυνατότητες και οι σχηματισμοί των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων παρουσιάζουν τάσεις «αδελφοκτονίας»: Υπάρχουν προβλήματα σε συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου (εμποδίζουν/προκαλούν προβλήματα σε φιλικά συστήματα), ενώ οι διαδικασίες διάκρισης εχθρικών από φιλικές δυνάμεις κρίνονται ως ανεπαρκείς. Αυτό σημαίνει πως οι δυνατότητες που θα είχαν ως αποτέλεσμα οι μονάδες να ενισχύουν η μία την άλλη δεν αξιοποιούνται επαρκώς.

Τα μαθήματα για τους στρατούς της Δύσης και του κόσμου γενικότερα

Open Image Modal
via Associated Press

 

Πάντα στο πλαίσιο της ανάλυσης των διαθέσιμων δεδομένων, υπάρχει μια σειρά από μαθήματα που μπορούν να εξαχθούν από τον πόλεμο, ακόμα και σε προκαταρκτικό επίπεδο. Ωστόσο υπογραμμίζεται πως, καθώς οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις ξοδεύουν μεγάλους όγκους πυρομαχικών και εξαρτώνται από τους διεθνείς εταίρους τους για εξοπλισμό, «είναι σημαντικό αυτοί οι εταίροι να πάρουν τα κατάλληλα μαθήματα από τον πόλεμο ως τώρα, ώστε να μπορούν να προετοιμαστούν για την αντιμετώπιση μελλοντικών απειλών και να είναι σε θέση να υποστηρίξουν καλύτερα την Ουκρανία. «Η νίκη της Ουκρανίας είναι δυνατή, μα απαιτεί σημαντικά σκληρές μάχες. Με την κατάλληλη υποστήριξη, η Ουκρανία μπορεί να επικρατήσει» σημειώνεται σχετικά.

Ακολουθούν τα βασικά συμπεράσματα:

Α) Δεν υπάρχει «άσυλο/ καταφύγιο»/ ασφαλές σημείο στον σύγχρονο πόλεμο: Ο εχθρός μπορεί να πλήξει στόχους σε όλο το επιχειρησιακό βάθος. Η επιβιωσιμότητα βασίζεται στη διασπορά των αποθεμάτων πυρομαχικών, της διοικήσεως και ελέγχου, των περιοχών συντήρησης και των αεροσκαφών. Η Ουκρανία απέφυγε επιτυχώς το αρχικό κύμα πληγμάτων της Ρωσίας διασπείροντας τα αποθέματα όπλων της, τα αεροσκάφη της και τις αεράμυνές της. Στην άλλη πλευρά, οι Ρώσοι κατάφεραν να χτυπήσουν το 75% των σημείων στατικής άμυνας στις πρώτες 48 ώρες του πολέμου. Επίσης, το να στηθεί ένας σταθμός διοίκησης σε ένα πολιτικό κτίριο δεν επαρκεί για να τον κάνει ικανό να επιβιώσει.

Β) Η διεξαγωγή πολέμου απαιτεί μεγάλα αρχικά αποθέματα και ύπαρξη σημαντικών περιθωρίων. Παρά την εικόνα που κυριάρχησε στα ΜΜΕ σχετικά με τα κατευθυνόμενα αντιαρματικά όπλα (Javelin, NLAW κλπ), στο report υπογραμμίζεται πως αυτό που ανέκοψε τη ρωσική απόπειρα κατάληψης του Κιέβου ήταν η χρήση μαζικών πυρών από δύο ταξιαρχίες πυροβολικού. Η διαφορά στους αριθμούς μεταξύ του ρωσικού και του ουκρανικού πυροβολικού δεν ήταν τόσο μεγάλη κατά την αρχή του πολέμου, με πλεονέκτημα μόλις 2 προς 1: 2.433 πυροβόλα έναντι 1.176 και 3.547 πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών έναντι 1.680. Η Ουκρανία διατήρησε «ισότητα» πυροβολικού (artillery parity) για τον πρώτο ενάμιση μήνα, και μετά άρχισε να ξεμένει από πυρομαχικά, έτσι ώστε, μέχρι τον Ιούνιο, το πλεονέκτημα των Ρώσων σε όγκο πυρός ήταν 10 προς 1. Καμία χώρα στο ΝΑΤΟ, εκτός από τις ΗΠΑ, δεν έχει επαρκή αρχικά αποθέματα όπλων για τη διεξαγωγή πολέμου ή τις βιομηχανικές δυνατότητες για να συντηρεί επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας.

Γ) Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (UAV ή drones- στο report χρησιμοποιείται ο όρος UAS, uncrewed aerial systems) και τα συστήματα αντιμετώπισής τους (CUAS) είναι απαραίτητα σε όλους τους τομείς. Αν και κρίσιμης σημασίας ως προς την παροχή αντίληψης/ εικόνας της κατάστασης (situational awareness), το 90% των μη επανδρωμένων που χρησιμοποιούνται, χάνονται. Ως επί το πλείστον, τα UAS πρέπει να είναι φθηνά και αναλώσιμα. Για τις χερσαίες δυνάμεις, πρέπει να είναι οργανικά στις μονάδες για σκοπούς situational awareness και στοχοποίησης- γενικότερα το συμπέρασμα που προκύπτει συνοπτικά είναι πως οι στρατοί χρειάζονται περισσότερα drones από ό,τι νομίζουν- και πρέπει να είναι φθηνά και αναλώσιμα. Ως προς την αντιμετώπισή τους, τονίζεται πως κύριος τρόπος πρέπει να είναι ο ηλεκτρονικός πόλεμος (αντί για τη χρήση όπλων για την κατάρριψή τους). Επίσης, πολύ σημαντική ανάγκη σε τακτικό επίπεδο είναι ο εντοπισμός της παρουσίας UAS.

 

Open Image Modal
via Associated Press

 

Δ) Μία δύναμη πρέπει να επιδιώκει υψηλά επίπεδα ακριβείας: Η ακρίβεια δεν έχει σημασία μόνο ως προς το αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται, μα επίσης μειώνει το βάρος στις γραμμές ανεφοδιασμού και την επιμελητεία, αυξάνοντας τον βαθμό επιβιωσιμότητάς της. Τα όπλα ακριβείας, ωστόσο, είναι περιορισμένης διαθεσιμότητας και μπορούν να «νικηθούν» μέσω ηλεκτρονικού πολέμου. Για να μπορούν να λειτουργούν αποτελεσματικά και γρήγορα τα «kill chains» (η δομή μιας επίθεσης- ταυτοποίηση στόχου, αποστολή δυνάμεων εναντίον του, έναρξη επίθεσης, καταστροφή του) είναι κρίσιμης σημασίας η χρήση ηλεκτρονικού πολέμου για σκοπούς επίθεσης, προστασίας και κατεύθυνσης. Η χρήση πυρών για πρόκληση προβλημάτων στα εχθρικά μέσα ηλεκτρονικού πολέμου και τη δημιουργία «παραθύρων» για πλήγματα ακριβείας θεωρείται κρίσιμης σημασίας, και είναι κάτι που απαιτεί εκπαίδευση. Στον σύγχρονο πόλεμο το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα είναι πολύ δύσκολο να «αποκλειστεί» στο σύνολό του, ωστόσο υπάρχουν συνέχεια διαταραχές σε αυτό- και μια δύναμη πρέπει να προσπαθεί να αποκτήσει πλεονέκτημα εντός του.

Ε) Για τις χερσαίες δυνάμεις, οι εκτεταμένες δυνατότητες ISTAR (Intelligence, surveillance, target acquisition, reconnaissance- πληροφορία, παρατήρηση, στόχευση, αναγνώριση) και η παρουσία πολλαπλών στρωμάτων αισθητήρων σε τακτικό επίπεδο καθιστούν πολύ δύσκολη τη διατήρηση της κάλυψης/ απόκρυψης. Η επιβιωσιμότητα συχνά προκύπτει από την επαρκή διασπορά, ώστε οι στόχοι να γίνονται «αντιοικονομικοί» (να μη «συμφέρει» η χρήση ισχύος εναντίον τους από άποψης αποτελέσματος) από τις γρήγορες κινήσεις ώστε να διαταράσσεται το «kill chain» του αντιπάλου και ως εκ τούτου να αποφεύγεται η εμπλοκή, ή μέσω της εισόδου σε κτίρια/ δομές υψηλής αντοχής (προετοιμασμένα από πριν καταφύγια, bunkers κλπ). Οι βιαστικά κατασκευασμένες άμυνες και οχυρώσεις μπορούν να αυξήσουν άμεσα την επιβιωσιμότητα, μα υπάρχει κίνδυνος μια δύναμη να καθηλωθεί εκεί, ενώ επίσης τα πυρά/ όπλα ακριβείας δεν επιτρέπουν την επιβιώσή τους για πολύ. Οι δυνάμεις, υπογραμμίζεται, θα έπρεπε να δίνουν προτεραιότητα στη συγκέντρωση αποτελέσματος (πυρών), ενώ, από την άλλη πλευρά, συγκεντρώνονται ως μάζα μόνο υπό ευνοϊκές συνθήκες, με τη δυνατότητα αλληλοϋποστήριξης και πέρα από το οπτικό πεδίο. Επίσης, μεγάλη έμφαση πρέπει να δίνεται στην κινητικότητα ως βασικός πυλώνας της επιβιωσιμότητας.

Άλλα ενδιαφέροντα συμπεράσματα και παρατηρήσεις

 

Open Image Modal
Leah Millis via Reuters

 

Μεταξύ άλλων, αξίζει να αναφερθεί πως κατά την επίθεση στο Κίεβο μια ρωσική κυβερνοεπίθεση προκάλεσε προβλήματα στις δορυφορικές επικοινωνίες της Ουκρανίας, ενώ η διασπορά των ουκρανικών αποθεμάτων όπλων είχε γίνει εκ των προτέρων- μια εβδομάδα πριν την εισβολή, με επιτάχυνση των προσπαθειών τρεις ημέρες πριν. Στα αεροσκάφη και τα συστήματα αεράμυνας έγινε διασπορά εντός ωρών πριν την εισβολή, και ως αποτέλεσμα επλήγη μόνο το 1/10 των κινητών θέσεων αεράμυνας. Εάν η στοχοποίηση από πλευράς των Ρώσων ήταν ταχύτερη, τα πράγματα ίσως ήταν διαφορετικά, μα, όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του Economist, σε άλλο paper του RUSI σημειώνεται χρειάζονταν δύο ημέρες ή και παραπάνω για να στείλουν οι ρωσικές στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών στοιχεία στόχευσης σε κέντρο διοίκησης στη Μόσχα και να λάβει χώρα πλήγμα.

Επίσης, όπως σημειώνεται στο σχετικό δημοσίευμα του Economist, ο ρόλος των Javelin και των NLAW που προμήθευαν οι ΗΠΑ και η Βρετανία δεν ήταν τόσο μεγάλος, παρά την εικόνα που προβλήθηκε- ενώ, όσον αφορά στα τουρκικά drones Bayraktar TB2, σχολιάζεται πως, αν και έπαιξαν ρόλο, δυσκολεύονταν να επιβιώσουν μετά την τρίτη ημέρα. Πολύ σημαντικός χαρακτηρίζεται ο ρόλος του πυροβολικού, και αυτός είναι λόγος προβληματισμού για πολλούς δυτικούς στρατούς, που έχουν μειώσει την ισχύ πυρός τους σημαντικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Open Image Modal
Valentyn Ogirenko via Reuters

Ως προς την επιβίωση της ουκρανικής αεροπορίας, υπογραμμίζεται πως η ρωσική αεροπορία (VKS) είχε συντριπτική υπεροχή σε κάθε επίπεδο από τεχνικής άποψης, ωστόσο ήταν η εκπαίδευση στην ουκρανική πλευρά που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην επιβίωση της ουκρανικής αεροπορίας- και ειδικά η εντατική εκπαίδευση ως προς τη διασπορά και υποστήριξη των αεροσκαφών. Επίσης, «επειδή οι Ουκρανοί πιλότοι κατανοούσαν τους τεχνικούς περιορισμούς των αεροσκαφών τους και τις φοβερές δυνατότητες των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων, είχαν εκπαιδευτεί εκτενώς για χαμηλές πτήσεις πάνω από το ουκρανικό έδαφος, και ήξεραν καλά να εκμεταλλεύονται το γεωγραφικό ανάγλυφο για να αποφεύγουν τον εντοπισμό από τα ραντάρ». Παράλληλα σημειώνεται πως η Ουκρανία πριν την εισβολή δυσκολευόταν να διατηρεί πιλότους και τεχνικούς, μα ως αποτέλεσμα είχε πολύ μεγάλη εφεδρεία εκπαιδευμένου προσωπικού. «Ο κρίσιμος περιορισμός ήταν τα αεροσκάφη και η δυνατότητα υποστήριξής τους, όχι τα εκπαιδευμένα πληρώματα».

Παράλληλα, κρίσιμης σημασίας ως προς τις επιδόσεις των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων χαρακτηρίζεται η αδυναμία σωστής αξιολόγησης της πρόκλησης ζημιάς/ καταστροφής από τα πλήγματά τους, με αποτέλεσμα οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις να καθίστανται «πολύ ευάλωτες στην παραπλάνηση...η υπόθεση της επιτυχίας έκανε τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις να πάρουν πολλά αδικαιολόγητα ρίσκα ως προς τη διάθεση των δυνάμεών τους κατά τις πρώτες 72 ώρες του πολέμου. Αεροσκάφη πετούσαν χωρίς ατρακτίδια ηλεκτρονικού πολέμου κατά την εναρκτήρια φάση, καθώς δεν θεωρούνταν απαραίτητα...αντίστοιχα, οι ρωσικές δυνάμεις ελιγμού δεν υποστηρίζονταν επαρκώς από μονάδες αεράμυνας, και οι ρωσικές μονάδες αεράμυνας έλαβαν οδηγία να θεωρούν ότι τα αεροσκάφη ήταν φιλικά. Αυτό επέτρεψε έναν σημαντικό αριθμό εξορμήσεων από την ουκρανική αεροπορία». Πάντως, σημειώνεται πως η ρωσική αεροπορία παρουσίασε την ταχύτερη προσαρμογή μεταξύ του συνόλου των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, αλλάζοντας τακτικές προκειμένου πχ να προκαλεί τις ουκρανικές αεράμυνες ώστε να ενεργοποιούνται και να εντοπίζονται, ώστε να πληγούν αργότερα.

 

Open Image Modal
via Associated Press

 

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται επίσης στην επανεστίαση στο Ντονμπάς μετά την αποτυχία της επίθεσης στο Κίεβο, όπου σημειώνεται ότι οι Ρώσοι εφάρμοσαν όντως τα μαθήματα που είχαν πάρει, και για αυτό σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες- ωστόσο παρά το ότι είχαν επιτύχει μεγάλη υπεροπλία, η πρόοδος ήταν αργή. «Αν και το ρωσικό σύστημα επιμελητείας ήταν χαοτικό στην πρώτη φάση, η δομική αποτελεσματικότητα της προσέγγισης διασφάλισε συνεπή ανεφοδιασμό κατά την επίθεση στο Ντονμπάς. Ωστόσο η εξάρτηση από στατικές σιδηροδρομικές υποδομές...και η έλλειψη ευελιξίας μονάδων λόγω της φιλοσοφίας επιχειρήσεων που ήταν “βαριά” σε υλικό, εξέθεσαν τη δύναμη σε συστηματικά ευάλωτα σημεία. Η χαρτογράφηση αποθηκών και περιοχών υποστήριξης μονάδων, όταν η Ουκρανία απέκτησε δυνατότητα πληγμάτων μακράς εμβέλειας...επέτρεψε τη συστηματική στόχευση των υποδομών επιμελητείας, και ως εκ τούτου την “άρνηση” της ρωσικής φιλοσοφίας επιχειρήσεων».

Συνοψίζοντας, στο report τονίζεται εκ νέου πως υπάρχει έλλειψη δεδομένων σχετικά με πολλά θέματα – μεταξύ των οποίων και οι ουκρανικές απώλειες, ενώ δεν αξιολογείται η σχετική αποτελεσματικότητα των ουκρανικών τακτικών επιδόσεων. Ωστόσο, ως ασφαλή σχετικά συμπεράσματα συνοψίζονται τα εξής:

Α) Οι βαθμοί κατανάλωσης στις συγκρούσεις υψηλής έντασης παραμένουν πολύ υψηλοί, και σε αυτό το πλαίσιο απαιτούνται υψηλές δυνατότητες δημιουργίας νέων μονάδων, παραγωγής ανταλλακτικών και πυρομαχικών και συγκέντρωσης αποθεμάτων.

 

Open Image Modal
Gleb Garanich via Reuters

 

Β) Οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις αποδείχτηκαν ανταγωνιστικές απέναντι στις ρωσικές όχι λόγω ανώτερου εξοπλισμού στις αρχές του πολέμου, μα λόγω των δυνατοτήτων προσαρμογής τους, ειδικά σε τακτικό επίπεδο, και της δυνατότητας να καινοτομούν ως προς νέες φιλοσοφίες σε τομείς όπου οι Ρώσοι υπερείχαν. «Για τις χώρες του ΝΑΤΟ, το κρίσιμο ερώτημα ως εκ τούτου δεν είναι εάν ένα συγκεκριμένο οπλικό σύστημα παρέχει πλεονέκτημα...μα αν οι πολιτικές, οι άδειες και οι βιομηχανικές διαδικασίες επιτρέπουν την ταχεία ανάπτυξη, τον πειραματισμό, την εξέλιξη, την απόκτηση σε κλίμακα και τη χρήση νέων συστημάτων και τακτικών».

Γ) Υπάρχουν μεγάλες διαφωνίες σχετικά με το αν ο πόλεμος αποδεικνύει ότι κάποια συστήματα είναι παρωχημένα απέναντι σε άλλα- ωστόσο οι διαφωνίες αυτές χαρακτηρίζονται ως άνευ σημασίας, καθώς ακόμα και παλιά συστήματα έχουν αποδείξει την αξία τους. «Η βασική προτεραιότητα είναι να γίνει κατανοητό το πώς νέες δυνατότητες όχι απλά προσφέρουν ευκαιρίες από μόνες τους, μα επίσης επιτρέπουν και μεγαλώνουν τα αποτελέσματα από τα παλιά συστήματα. Ίσως το πιο σημαντικό είναι να εκτιμηθεί το πώς η σωστή χρήση εξελιγμένων δυνατοτήτων μπορεί να μεγαλώσει την επίδραση φθηνού και “χοντροκομμένου” εξοπλισμού...η συγκέντρωση τεθωρακισμένων ως εφεδρεία, για χρήση υπό ευνοϊκές συνθήκες, για παράδειγμα, μπορεί να έχει μεγαλύτερο νόημα από τη διασπορά τους στην πρώτη γραμμή των δυνάμεων επιθετικού ελιγμού. Είναι επίσης πολύ πιθανό οι συνέργειες μεταξύ παλαιών και νέων δυνατοτήτων να αλλάξουν την ισορροπία των απαιτήσεων για την επόμενη γενιά τεθωρακισμένων πλατφορμών. Μα η διαρκής χρησιμότητα αυτών των εργαλείων δεν υποβαθμίζεται από αυτές τις αλλαγές. Στον εκσυγχρονισμό, οπότε, οι δυνάμεις πρέπει να εξετάζουν πώς το παλιό και το νέο σχηματίζουν νέους συνδυασμούς συστημάτων μάχης, αντί να αντιμετωπίζουν τον εκσυγχρονισμό ως μια διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με το τι θα πρέπει να αποκτηθεί και τι να πεταχτεί. Και εν τέλει, παρά όλες τις νέες δυνατότητες στο πεδίο της μάχης, ο πόλεμος στην Ουκρανία χαρακτηρίζεται από τους συνήθειες λάθος υπολογισμούς, τις αβεβαιότητες και τα ανθρώπινα σφάλματα. Για την Ουκρανία, η νίκη είναι απαραίτητη, μα μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη συνεχιζόμενη στήριξη των διεθνών εταίρων».