Με τις παγκόσμιες θερμοκρασίες να φτάνουν σε νέα υψηλά ρεκόρ αυτό το καλοκαίρι, ίσως θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τα όσα πιστεύουμε σε σχέση με ποιο αντηλιακό που χρησιμοποιούμε, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Τα αντηλιακά δεν είναι όλα ίδια. Οι δύο κύριοι τύποι - ορυκτό και χημικό - χειρίζονται με διαφορετικό τρόπο τις υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου (UV) και κατά τη διάρκεια εξαιρετικά υψηλών θερμοκρασιών, αυτές οι διαφορές μπορεί να έχουν σημασία.
Πώς λειτουργούν τα αντηλιακά
Τα ορυκτά αντηλιακά περιέχουν οξείδιο ψευδαργύρου ή διοξείδιο του τιτανίου. Δημιουργούν ένα φράγμα που αντανακλά την υπεριώδη ακτινοβολία πριν αυτή διεισδύσει στο δέρμα. Επειδή τα ορυκτά αντηλιακά δεν απορροφώνται, παλαιότερα η σύστασή τους προκαλούσε συχνά μια λιπαρή αίσθηση και είχε λευκή εμφάνιση.
Τα νεότερα σκευάσματα, φτιαγμένα με μεταλλικά νανοσωματίδια, «απλώνονται όμορφα στο δέρμα», δηλώνει η δρ Γιακουελίν Γουότσμέικερ, δερματολόγος στο Scottsdale της Αριζόνα και εκπρόσωπος της Αμερικανικής Ακαδημίας Δερματολογίας (AAD).
Οι άνθρωποι που δεν τους αρέσει η παχύτερη υφή των ορυκτών αντηλιακών συχνά χρησιμοποιούν χημικά αντηλιακά σε κρέμες ή σπρέι. Τα συστατικά σχηματίζουν ένα λεπτό προστατευτικό στρώμα που απορροφά τις ακτίνες UV και αλλάζει τη δομή τους, μετατρέποντάς τες σε θερμότητα πριν διεισδύσουν στο δέρμα.
Τελικά, οι ίδιες οι χημικές ουσίες απορροφώνται μέσα στην κυκλοφορία του αίματος και οι υπεύθυνοι υγείας λένε ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να κατανοηθούν οι επιπτώσεις της μακροχρόνιας χρήσης στην ασφάλεια.
Ορυκτά ή χημικά αντηλιακά στον καύσωνα;
Συνήθως, «ο καλύτερος τύπος αντηλιακού είναι αυτός που χρησιμοποιούμε ξανά και ξανά», συμβουλεύει η AAD στον ιστότοπό της.
Η ομάδα συνιστά τη χρήση οποιουδήποτε αδιάβροχου αντηλιακού, με δείκτη προστασίας από τον ήλιο (SPF) 30 ή μεγαλύτερο, που προσφέρει προστασία ευρέος φάσματος από τις ακτίνες UVA (οδηγούν στο μαύρισμα και τα σημάδια γήρανσης) και τις ακτίνες UVB (οδηγούν σε ηλιακό έγκαυμα).
Αλλά κατά τη διάρκεια ακραίων κυμάτων καύσωνα, όταν οι θερμοκρασίες ξεπερνούν τους 32 βαθμούς Κελσίου, με ταυτόχρονη υψηλή υγρασία, για τουλάχιστον μερικές ημέρες, προτιμώνται τα ορυκτά αντηλιακά, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Τα χημικά αντηλιακά μπορεί να χάσουν τις ικανότητές τους στο φιλτράρισμα της υπεριώδους ακτινοβολίας, όταν εκτίθενται σε εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες, αναφέρει εκπρόσωπος της AAD.
Η υπερβολική ζέστη σημαίνει επίσης περισσότερη εφίδρωση και ο ιδρώτας μπορεί να συμβάλει στον κνησμό και στην εμφάνιση εξανθημάτων από τα συστατικά των χημικών αντηλιακών. Ακόμη και αν δεν υπάρχει υπερβολική ζέστη, τα άτομα με ευαίσθητο δέρμα θα πρέπει να επιλέξουν αντηλιακά ορυκτά, συμβουλεύει η AAD.
Περισσότερο αντηλιακό και συχνότερη χρήση
Πολλά άτομα εφαρμόζουν μόνο περίπου το 20%-50% της ποσότητας αντηλιακού που απαιτείται για να επιτευχθεί η αναγραφόμενη ποσότητα SPF στην ετικέτα, λέει η AAD.
«Ένας ενήλικας χρειάζεται μια ουγγιά αντηλιακό, που είναι περίπου ένα ”σφηνάκι”», λέει η Γουότσμέικερ. «Συνιστώ την εφαρμογή διπλής στρώσης αντηλιακού σε περιοχές του σώματος που εκτίθενται περισσότερο στον ήλιο, όπως το πρόσωπο, το στήθος και οι ώμοι».
Τα αντηλιακά πρέπει να εφαρμόζονται τουλάχιστον ανά δύο ώρες και μετά το κολύμπι ή την εφίδρωση, αλλά «κατά τη διάρκεια ενός καύσωνα ιδρώνουμετε περισσότερο», επομένως χρειάζονται πιο συχνές επαναλήψεις, προσθέτει η ίδια.
Τα αντηλιακά να παραμένουν μακριά από θερμότητα
Οι θερμοκρασίες μέσα στα αυτοκίνητα ή τις τσάντες παραλίας μπορεί να είναι πολύ υψηλότερες από ό,τι σε εξωτερικούς χώρους, επομένως χρειάζεται προσοχή στο πού αποθηκεύεται το αντηλιακό.
Οκτώ ώρες έκθεσης σε θερμοκρασίες από 30 έως 60 C - συνηθισμένη όταν τα αντηλιακά αφήνονται εκτεθειμένα στον ήλιο ή μέσα στα οχήματα - μπορεί να μεταβάλει αμετάκλητα τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός αντηλιακού, με αποτέλεσμα τη μειωμένη αποτελεσματικότητα, σύμφωνα με μελέτη του 2012 στο Journal της Αμερικανικής Ακαδημίας Δερματολογίας.
«Ας φροντίσουμε να διατηρούμε το αντηλιακό σε ένα πιο δροσερό, πιο σκοτεινό περιβάλλον και κοντά σε ψυγείο ή παγοκύστες εάν πρόκειται να μείνουμε χωρίς κλιματισμό για μεγάλο χρονικό διάστημα», λέει ακόμα ο σρ Ρος Ραντάσκυ του Κέντρου Θεραπείας και Ερευνας Δερματολογίας στο Τέξας.
(Πηγή: Reuters)