Πρόσφατη μελέτη που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Φινλανδίας, ανακάλυψε πως σε ασθενείς που υποφέρουν από διαταραχές του μεταβολισμού της γλυκόζης ή στεφανιαία νόσο, η κατανάλωση λιπαρών ψαριών υπόσχεται να μειώσει τον λιπόφιλο δείκτη.
Ως λιπόφιλος ορίζεται ο δείκτης ρευστότητας των κυτταρικών μεμβρανών. Όσο χαμηλότερος είναι ο λιπόφιλος δείκτης, τόσο μεγαλύτερη είναι των μεμβρανών. H ρευστότητα των μεμβρανών έχει μεγάλη σημασία για τη λειτουργία τους. Μεμβράνες που έχουν «στερεοποιηθεί» παύουν να είναι λειτουργικές, γιατί πολλές από τις πρωτεΐνες τους αδρανοποιούνται.
Συν τοις άλλοις, η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nutrition, Metabolism & Cardiovascular Diseases, συνδέει τον μειωμένο λιπόφιλο δείκτη και με την υψηλότερη συγκέντρωση και το αυξημένο μέσο μέγεθος των σωματιδίων της HDL χοληστερόλης - που μας είναι γνωστή και ως «καλή» χοληστερίνη - και πάει χέρι-χέρι με πολλαπλά καρδιαγγειακά οφέλη.
Προηγούμενες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα στα ψάρια περιορίζουν σημαντικά τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Πλούσιο σε ωμέγα-3 λιπαρά είναι και το λάδι Καμελίνας, ενός ποώδους φυτού της οικογένειας των σταυρανθών. Το λάδι Καμελίνας περιέχει επίσης λινολενικό οξύ, ουσία εξίσου απαραίτητη για τη διατήρηση της ρευστότητας των κυτταρικών μεμβρανών.
Προκειμένου να καταλήξουν στα πολύτιμα συμπεράσματά τους, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από δύο τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές, ώστε να μελετήσουν τις επιδράσεις της πρόσληψης ωμέγα-3 λιπαρών στον λιπόφιλο δείκτη. Η πρώτη μελέτη περιελάμβανε 79 συμμετέχοντες, άνδρες και γυναίκες, με μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη. Η δεύτερη μελέτη περιελάμβανε 33 συμμετέχοντες, και πάλι άνδρες και γυναίκες με καρδιαγγειακή νόσο.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη 12 εβδομάδων, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: Μια ομάδα στην οποία χορηγήθηκε λάδι Καμελίνας, μια δεύτερη στην οποία χροηγήθηκαν γεύματα με λιπαρά ψάρια και μια τρίτη στην οποία προσφέρθηκαν πιάτα με άπαχα ψάρια.
Το συμπέρασμα που προέκυψε ήταν ότι η κατανάλωση τεσσάρων γευμάτων με βάση το λιπαρό ψάρι σε εβδομαδιαία βάση μειώνει τον λιπόφιλο δείκτη. Ο μειωμένος λιπόφιλος δείκτης είναι συνώνυμος της μεγαλύτερης ρευστότητας των κυτταρικών μεμβρανών και ως εκ τούτου, του περιορισμένου καρδιαγγειακού κίνδυνου.
Η κατανάλωση λιπαρών ψαριών συνδέθηκε μεταξύ άλλων και με αυξημένα επίπεδα «καλής» χοληστερόλης (HDL), τα οποία επίσης σχετίζονται με την καλύτερη υγεία της καρδιάς.
Τέλος, η κατανάλωση άπαχου ψαριού ή λαδιού Καμελίνας, δεν επηρέασε σημαντικά τον λιπόφιλο δείκτη.
Με πληροφορίες από scitechdaily .