Ήμουν σχεδόν ευτυχισμένη καθώς περπατούσα στην 5η Λεωφόρο και μάζευα εικόνες από τα υπέροχα λαμπιόνια, τους στολισμούς, το μεγάλο φωτισμένο αστέρι, τις βιτρίνες με τα λαμπερά ρούχα. Περνούσα με δυσκολία στα πεζοδρόμια που ήταν στοιβαγμένοι χιλιάδες άνθρωποι από όλα τα μέρη της γης.
Γενικά οι γιορτές στη Νέα Υόρκη μού βγάζουν μια απροσδόκητη χαρά, που δεν έχει να κάνει με τους στολισμούς, αλλά με την κυριότερη στιγμή της Χριστιανοσύνης, τη Γέννηση του Χριστού, τη γέννηση της ελπίδας για περισσότερες μέρες αγάπης και ανεκτικότητας στο ανθρώπινο γένος. Είναι σαν να συνωμοτεί η αμερικανική καταναλωτική κοινωνία σε ένα κρεσέντο κραυγαλέων σκηνών που συνθέτουν την ευημερία στο απόγειο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Περπατούσα ανέμελη και χάζευα στις βιτρίνες, κυριολεκτικά ρουφώντας εντυπώσεις που ανέβαζαν το ηθικό μου. Παρότι δεν είμαι οπαδός των φώτων, αυτές οι χριστουγεννιάτικες σκηνές με συναρπάζουν για έναν απροσδιόριστο λόγο.
Στη γωνία, στρίβοντας, καθόταν ένας άστεγος που ήταν τυλιγμένος σε βρώμικες κουβέρτες καθότι το κρύο ήταν τσουχτερό. Είχε απλωμένο το χέρι του με ένα σκουριασμένο τσίγκινο δοχείο για να ρίχνουν λεφτά οι περαστικοί. Αραιά και πού πλησίαζε κάποιος να ρίξει κανένα 25άρι.
Ξαφνικά βλέπω ένα ολόξανθο κοριτσάκι περίπου πέντε χρονών να πετάγεται προς το μέρος του. Γύρισα και είδα ότι ξέφυγε από τα χέρια των γονιών της, που κρατούσαν πολλές σακούλες από ακριβά καταστήματα. Ήταν ένα πανέμορφο ζευγάρι, ξανθιά εκείνη με μακριά μαλλιά μέχρι τη μέση της. Καστανός εκείνος με ένα ωραίο ιταλικό παλτό. Έφτασε προς το μέρος του άστεγου και άρχισε να τον ρωτάει:
- Γιατί είσαι στη μέση του δρόμου; Κρυώνεις;
- «Κρυώνω πολύ. Είμαι εδώ γιατί προσπαθώ να μαζέψω χρήματα να φάω. Δεν έχω να φάω, πεινάω... Κρυώνω και πεινάω».
Καθώς πλησίασαν οι γονείς της, έτοιμοι να την αρπάξουν από το χέρι για να συνεχίσουν την ανέμελη βόλτα τους, εκείνη αντιστάθηκε. Τους ζήτησε να της δώσουν χρήματα να βάλει στο τσίγκινο δοχείο του τσιγγάνου.
Η μητέρα της τη μάλωσε έντονα. «Δεν έχουμε λεφτά», της είπε, «αυτός ο κύριος δεν θα ήταν εδώ αν είχε πάει να δουλέψει».
Η μικρή έβαλε τα κλάματα, ζητούσε επίμονα χαρτονομίσματα να βάλει μέσα στο δοχείο του άστεγου. Η μητέρα της την τραβούσε από τη γωνιά του κοιτάζοντάς τον άνθρωπο με αποτροπιασμό. Η μικρή έκλαιγε απαρηγόρητα. Η παιδική κραυγή της γενναιοδωρίας προς τον άπορο άγνωστο τρυπούσε τον δρόμο με τα πολυτελή καταστήματα, κάλυπτε τις σειρήνες των ασθενοφόρων, σκέπαζε τις συζητήσεις των περαστικών.
Ο πατέρας της την έβαλε στην αγκαλιά του προσπαθώντας να την παρηγορήσει. Της επανέλαβε με αυστηρότητα πως δεν είχαν λεφτά να βάλουν στο κουτί του ανθρώπου.
- Μα πώς αγοράσαμε τόσα πράγματα αφού δεν έχουμε λεφτά; απόρησε το παιδί μέσα στα κλάματα.
«Τα αγοράσαμε με τραπεζικές κάρτες, δεν κρατάμε χαρτονομίσματα επάνω μας», της απάντησε ο πατέρας της προσπαθώντας να την καθησυχάσει. Αλλά εκείνη δεν άκουγε. Το κλάμα της είχε γίνει ένας λυγμός που σερνόταν έξω από τις πολυτελείς βιτρίνες των μαγαζιών, ταράζοντας την ατμόσφαιρα των φώτων και της χαράς.
Οι γονείς προσπαθούσαν να της εξηγήσουν, αλλά εκείνη δεν άκουγε. Επέμενε να αγοράσουν χαρτονομίσματα για να βάλουν στο κουτί του ανθρώπου. Ξαφνικά ο πατέρας της την άφησε κάτω κι άρχισε να τρέχει ασθμαίνοντας. Η μικρή, κρατώντας τη μαμά της από το χέρι, πλησίασε τον άστεγο και του είπε: «Ο μπαμπάς μου πάει να αγοράσει λεφτά να σου δώσουμε. Θα έχεις να τρως κάθε μέρα και να πας στο σπίτι σου να μην κρυώνεις. Δεν πρέπει να κρυώνεις και να πεινάς».
Σε λίγο κατέφθασε ο πατέρας της με ένα πάκο χαρτονομίσματα που είχε τραβήξει από ένα ΑΤΜ. Της τα έδωσε κι εκείνη τα έβαζε ένα-ένα στο κουτί του αργά και σταθερά για να χωρέσουν όλα. Το χαμόγελο είχε πάρει τη θέση των δακρύων.
Ο άστεγος παρατηρούσε το κοριτσάκι. Η συμπόνια ζωγραφισμένη στο όμορφο προσωπάκι της ήταν καλοδεχούμενη, του ζέσταινε την καρδιά. Είχε καιρό να νιώσει την ανθρώπινη βοήθεια με έναν τέτοιο σπαρακτικό τρόπο. Οι περαστικοί περνούσαν και έριχναν νομίσματα στο μισογεμάτο κουτί του, λες και η αυθόρμητη γενναιοδωρία του κοριτσιού είχε προκαλέσει ένα κύμα συμπαράστασης στην ένδειά του.
Η μικρή ήταν ικανοποιημένη όταν τελείωσε με όλα τα χαρτονομίσματα που στρίμωξε στο τσίγκινο κουτί του ανθρώπου. Αλλά δεν έφευγε, παρότι η μαμά της προσπαθούσε να της εξηγήσει πως ήταν η ώρα να επιστρέψουν στο σπίτι τους.
Κι όσο έβλεπαν οι περαστικοί το κοριτσάκι να κάθεται δίπλα στον ζητιάνο, τόσο περισσότερο έβαζαν χρήματα στο κουτί του. Ώσπου γέμισε και τότε εκείνη, πλημμυρισμένη από ευτυχία, έπιασε τα χέρια των γονιών της και ξεκίνησαν να πάνε στον προορισμό τους.
Ήταν χαρούμενη κι αυτή η απροσποίητη χαρά του ενστίκτου της σκορπίστηκε στη λεωφόρο. Έκανε τα φώτα να λάμπουν περισσότερο, τις βιτρίνες να αποκτούν νόημα, τα Χριστούγεννα να φωτίζονται από την άδολη γενναιοδωρία της. Κι όλα έμοιαζαν μαγικά και προπαντός Χριστουγεννιάτικα!
Καλά Χριστούγεννα!