Τα Χριστούγεννα των παιδικών μου ματιών…

Μου χει λείψει εκείνη η ζεστασιά των ανθρώπων που με αγαπούσαν ακόμη κι αν έκανα... «σκανταλιές».
|
Open Image Modal
A-Digit via Getty Images

Δεν ήταν πλούσια χρόνια. Φτωχικά μα ευτυχισμένα, στις  μικρογειτονιές όπου ακόμη τα παιδιά έπαιζαν σε χωματένια στενέ και αλάνες. Την εποχή που η Ελλάδα αναζητούσε το ευρωπαϊκό της προφίλ, με έπαιρνε γιορτινές μέρες ο πατέρας από το χέρι και με σεργιανούσε στις γειτονιές. Συνταίριαζα ασθμαίνοντας το μικρό μου βάδισμα με το δικό του. Άκουγα τις «κουβέντες των μεγάλων» καταγράφοντας ένα-ένα τα «τι» και τα «γιατί», ώστε να τα ρωτήσω στο σπίτι: Τι είναι «απεργία», «δικαιώματα», «υπερωρία», τι σημαίνει «οκτάωρο» και ποιά είναι αυτή η κυρία που όλο τη συζητάνε, η «εργοδοσία». 

Λουστρινένια απαστράπτοντα παπούτσια, κόκκινο ζεστό παλτουδάκι ραμμένο στη σίνγκερ της μάνας, μαλλιά στολισμένα με έναν υφασμάτινο φιόγκο. Η καθιερωμένη περιήγηση στο κεντρικό βιβλιοπωλείο κι ένα ακόμη βιβλίο, αγαπημένο απόκτημα, τυλιγμένο σε πολύχρωμο χαρτί, γέμιζε το μυαλό μου προσδοκίες. Ερχόταν να ντύσει και πάλι με φαντασία και λέξεις, τις κρύες νύχτες των χριστουγεννιάτικων ημερών. 

Βιτρίνες ολόφωτες με ρούχα και παιχνίδια που έμοιαζαν στα παιδικά μου μάτια απολύτως μαγικά. Μαλακές καραμέλες πασπαλισμένες με ζάχαρη, λαμπάκια πολύχρωμα αλλά με φως ζεστό κι ας καίγονταν διαρκώς, μικροπωλητές που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, ημερολόγια και φτηνοδώρα σε καρότσια και στη γωνιά, ο καστανάς  να τυλίγει σε χωνάκι εφημερίδας, τους καυτούς καρπούς. 

Και στο σπίτι ψήναμε κάστανα. Πάνω στη σόμπα πετρελαίου. Χάραζε μ’ ένα σουγιαδάκι ο πατέρας με τα τραχιά του χέρια τη σκούρα καφετιά επιφάνεια κι όπως τα άπλωνε πάνω στη μαντεμένια επιφάνεια, άφηναν κρότο σύγκρουσης. Εκείνες τις εποχές, οι κοινωνικές συγκρούσεις άλλαζαν άρδην την Ελλάδα. Αποκάλυπταν τις ιδεολογικές αποκλίσεις και δε συγκάλυπταν τις υπερμεγενθυμένες ασημαντότητες που κορδακίζονταν τους ηγήτορες. Δημιουργούσαν συνθήκες ανάπτυξης μιας αγωνιστικότητας που ξεσήκωνε η ανάγκη και διαπότιζε η ελπίδα. Ο πνευματικός κόσμος της χώρας, που ξεροψηνόταν σα κάστανο στη φωτιά των κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων, άφηνε τη στιβαρή σάρκα του λόγου άλλοτε να μελώνει κι άλλοτε να ξεροψήνεται. Για να τη γεύονται, εκείνοι που πεινούσαν…

Δεν είχαν αναγάγει ακόμη τότε το κασσιτερωμένο τους τίποτα σε άπαν, οι πειθήνιοι κομματικοί γραφιάδες. Δεν εξαργυρωνόταν η κομματική ταυτότητα με... βιλίτσες κι η ωραία μούρη, με... βαλίτσες. Τότε, οι οι αριστερές και προοδευτικές ιδέες ήταν προνόμιο των μαχητών κι όχι των αγορητών. Οι ιδεολογίες δεν ήταν μια ταυτότητα κίβληλη που την επιδείκνυαν τα πρόσωπα που καταλάμβαναν έδρανα στη Βουλή, ήταν στάση ζωής. Κι εκείνοι που υπερασπίζονταν τη δημοκρατία, την τιμούσαν με αγώνες. Δεν ήταν ανακόλουθοι των λόγων  και ακόλουθοι της συναλλαγής που προελαύνει παγκοσμίως, αδηφάγα, τυραννική, παντοκρατόρισσα. 

Ό,τι της αντιστάθηκε, γονάτισε ή συνθηκολόγησε. Συναλλάχθηκε ή μεταλλάχθηκε. Σαν καμένο κάστανο στη φουφού, μαύρισε και μύρισε άσχημα. Αχρήστευσε και αχρηστεύθηκε, όταν στέφθηκε «μηχανισμός εξουσίας». Όταν η δύναμη που φόβιζε τους εξουσιαστές, άρχισε να εξουσιάζει…

Στην «εξουσία» της κουζίνας, πρωτοκαθεδρία είχε τότε η μάνα. Ζύμωνε με τα χέρια φουσκωμένα από τα πλυσίματα και τα καθαρίσματα σε μια μεγάλη πήλινη λεκάνη τα μελομακάρονα, ενώ από το φούρνο αναδύονταν ευωδιές από κανελογαρύφαλλα… Του πατέρα η ματιά με χάιδευε  όταν  με αντίκριζε να τρυπώνω στη βουερή κουζίνα ξυπόλητη, αγουροξυπνημένη  και με τα μονίμως ατίθασα μαλλιά ανάκατα, να χώνω μουσούδα στο ζυμάρι για «να μυρίσω»… Να γκρινιάζω και να διεκδικώ συμμετοχή στο «πλάσιμο», με τα πιο κακοφτιαγμένα μου γλυκά να δέχονται τα πιο επαινετικά σχόλια, μόνο και μόνο επειδή τα είχε πλάσει η… «μικρή».

Τα βράδια είχαν χρώμα γιορτινό και μαζωσυνάξεις σπιτικές, αν και με λιγοστά «καλούδια». Για μας τα παιδιά κάνα φτηνοπαίχνιδο, φερμένο από τους συγγενείς και μπόλικα «μη» όταν ξεσηκώναμε τον κόσμο από τις φωνές. Το κονιάκ σε ποτηράκια κρυστάλλινα για τους «μεγάλους», ένα περίεργο λικέρ σε βαθύ μωβ χρώμα για τις «κυρίες», φουντούκια και καρύδια, γυάλινες πιατέλες γεμάτες γλυκά πάνω στο κομό. Συζητήσεις ακατανόητες, τα «σόγια» με τα ετερόκλητα χαρακτηριστικά και τις οικογενειακές υποβόσκουσες αντιπαραθέσεις, μπηχτές και πειράγματα. 

Τα καλά σερβίτσια στο γιορτινό τραπέζι, λευκό τραπεζομάντηλο με κεντίδια, βελούδινες κουρτίνες, έπιπλα που μύριζαν κερί και προσδοκία. Κι ύστερα μουσική, χορευτικές φιγούρες, ο θείος να κοιμάται μονίμως καθιστός στον καναπέ, η θεία με το κραγιόν να σκαρφαλώνει στο δόντι και μια βαριά μυρωδιά πούδρας που απεχθανόμουν να μυρίζω όταν μου επέβαλαν να τη φιλήσω. Κρυβόμουν πίσω από τον αδερφό μου κι έλεγα την κολλημένη επαναστατικά στο στόμα μου φράση: «Δε θέλω…»

Τίποτα από εκείνα τα «δεν  θέλω» σήμερα δεν το αναπολώ με μια γλυκιά αίσθηση απώλειας της παιδικής μου ματιάς. Εκείνης που σε όλα έβαζε μια πινελιά προσμονής, φωτεινά λαμπάκια ενθουσιασμού και την ελπίδα να μένει ζεστή στη φάτνη του αύριο.

Μου έχει λείψει εκείνο το χαλαρό γιορταστικό ξύπνημα, σε ένα σπίτι φτωχικό μα ζεστό από γέλια και αγάπη. Που έμπαζε από τις χαραμάδες κρύο αέρα μα και ανθρώπινη επαφή. Το αγκάλιασμα του πατέρα και το χαϊδευτικό του «ξύπνα τεμπελίτσα…»  Η κόκκινη καρό κουβερτούλα, μισοτριμμένη στις άκρες μα τόσο απαλή-σαν τα χέρια της μάνας που ζύμωνε μερόνυχτα στη πήλινη λεκάνη. Η φτωχική φάτνη στη μικρή πλατεία και η αγωνία μου αν ο μικρός Χριστός κρύωνε τις νύχτες...

Μου χει λείψει εκείνη η ζεστασιά των ανθρώπων που με αγαπούσαν ακόμη κι αν έκανα... «σκανταλιές».  Χάθηκε κι εκείνη η πεποίθηση πως όταν μεγάλωνα θα ήμουν πάντα ζεστή και προστατευμένη -όπως στην αγκαλιά του πατέρα- και πως όλα θα ήταν απλόχερα, σαν της καρδιάς του το μοίρασμα από το «μη έχειν» του.

Γιατί, άλλο είναι να ρίχνεις με το σταγονόμετρο το ανθόνερο στον κουραμπιέ κι άλλο να ζεις μετρώντας τα όλα με το σταγονόμετρο! Άλλο, το να ρίχνεις μέλι στα μελομακάρονα κι άλλο να μελώνεις με προσδοκίες και... ”κουπόνια”, την οικονομική απόγνωση ενός ολόκληρου λαού. Άλλο, το να κοπανάς στο γουδί το καρύδι για το σπιτικό μπακλαβά κι άλλο το να κοπανάς το μέσο πολίτη μέχρι να γίνει… τρίμματα. Είναι διαφορετικό το να στρώνεις τραπέζι με εδέσματα φτιαγμένα για να χορτάσουν την ανάγκη των ανθρώπων να μοιράζονται-όχι μόνο γεύσεις και αρώματα, αλλά την καρδιά τους και συναισθήματα. Κι άλλο το να στρώνεις το τραπέζι στα λυκόρνια για να ροκανίσουν ό,τι έχει απομείνει από τις διεκδικήσεις μας…

Μου λείπει η απλότητα και εγκαρδιότητα στις ανθρώπινες σχέσεις. Τα ανοιχτά σπίτια κι οι ολάνοιχτες  καρδιές. Μου λείπουν τα αυθόρμητα αγκαλιάσματα, η χαρά που δίνει τέμπο μικρού τυμπανιστή στην καρδιά, οι στιγμές που νιώθεις ευτυχισμένος απλά κρατώντας ένα χέρι ή γιατί φωτίζει τη νύχτα σου, ένα χαμόγελο…

Μου λείπουν οι φίλοι που σου χτυπούν την εξώπορτα τρεις τα μεσάνυχτα για να σε ξεσηκώσουν σε ξεφάντωμα ή για να μοιραστούν τον πόνο τους κι ένα μισοάδειο  μπουκάλι κρασί κι ύστερα να κοιμίσουν στον καναπέ σου τη μοναξιά τους. Μου λείπουν οι φίλοι που θέλουν να με δουν κι όχι να με διαβούν…

Άραγε είμαστε ακόμη με κάποιο τρόπο αληθινά «ευτυχισμένοι»; Ή η ευτυχία των γιορτινών ημερών είναι μόνο μια λάμψη που κάνει μεγάλα τα μικρά και όμορφο το κάθε τι, μόνο σαν το κοιτούν τα ενθουσιώδη -μέσα στην αφέλειά τους- παιδικά μάτια;