Tα δύο πρόσωπα του αντιφατικού Ιωάννη Μεταξά

Μια αντιφατική και μοιραία προσωπικότητα της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας.
|
Open Image Modal
1937 - Ο Μεταξάς ασκεπής σε στάση προσοχής στις σκάλες της Παλαιάς Βουλής πιθανώς σε ανάκρουση Εθνικού Ύμνου.με τους παριστάμενους να αποδίδουν τον φασιστικό χαιρετισμό. Κοντά του είναι οι Κ. Κοτζιάς και ο π. Υπουργός Τουρκοβασίλης.
(Photo by Berliner Verlag/Archiv/picture alliance via Getty Images

Μια από τις πλέον αντιφατικές προσωπικότητες (και μοιραίες παράλληλα) του 20ου αιώνα είναι ο Ιωάννης Μεταξάς. Η αντιφατικότητά του μπερδεύει συνεχώς τους οπαδούς του οι οποίοι δεν έχουν ξεκαθαρίσει τις διαφορετικές φάσεις του ανδρός. 

Η γερμανική του περίοδος 

Την περίοδο του Α′ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) πρακτόρευε τα γερμανικά συμφέροντα. Κύρια αποστολή του ήταν η αποτροπή της συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ με άμεσα ανταλλάγματα: Κύπρο, Β. Ήπειρο, Μικρά Ασία.

Για να αποτρέψει τότε την μεταπολεμική απόδοση της Μικράς Ασίας στην Ελλάδα, έγραψε (1915) το ”περίφημο” Υπόμνημα με το οποίο η επέμβαση στη Μικρά Ασία χαρακτήριζαν ”αποικιοκρατική δράση”. Έτσι κατάφερε να προστατεύσει την σύμμαχο της Γερμανίας Τουρκία, από την συμμαχική επίθεση, προκαλώντας παράλληλα στην Ελλάδα τον Εθνικό Διχασμό.

Να σημειώσουμε ότι αυτή τη θέση του Μεταξά για τη Μικρά Ασία την υιοθέτησε το ΣΕΚΕ-ΚΚΕ μετά την ένταξή του στην Κομιντέρν παραβιάζοντας την απόφαση του Α΄ Συνεδρίου του που υποστήριζε την αποκέντρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την καταξίωση των δικαιωμάτων όλων των κοινοτήτων. Γι αυτό και έως σήμερα φιλομοναρχικοί και φιλοΚΚΕ ιστορικοί (με ή χωρίς εισαγωγικά) επικαλούνται ως ορθή τη μεταξική άποψη του 1915. 

Κορυφαία πράξη του Μεταξά της γερμανικής του περιόδου, υπήρξε η παράδοση της Ανατολικής Θράκης στους Βούλγαρους το 1916 και η εθελούσια παράλληλη αναίμακτη αιχμαλωσία του 4ου Σώματος Στρατού απ′ τους Γερμανούς. 

Η φιλοβασιλική Κυβέρνηση Σκουλούδη, ο αναπληρωτής επιτελάρχη του στρατού Ιωάννης Μεταξάς με τη σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου Α’, αποφάσισαν την παράδοση του οχυρού Ρούπελ στις 26 Μαΐου 1916 και ακολούθως την παράδοση της Καβάλας, χωρίς να υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. 

Κατά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχή 42.000 Έλληνες εκτοπίσθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Βουλγαρία. Από τους εκτοπισμένους επέστρεψαν οι 30.000. 

Το ελληνικό 4ο Σώμα Στρατού -ήτοι 7.000 αξιωματικοί και οπλίτες- οδηγήθηκε από τους Γερμανούς στο Γκέρλιτς (σήμερα ανήκει στην Πολωνία και λέγεται Zgorzelec), όπου και παρέμειναν αιχμάλωτοι έως και το 1919. Τότε οι απελπισμένοι αιχμάλωτοι στρατιώτες πήραν μέρος στη γερμανική επανάσταση των Σπαρτακιστών που ηγούντο οι Λούξεμπουργκ και Λίμπνεχτ, με αίτημα την επιστροφή στην πατρίδα. Τετρακόσιοι Έλληνες στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους στην άδικη εκείνη αιχμαλωσία. 

Όσον αφορά τη στάση του Ιωάννη Μεταξά στη Μικρασιατική Εκστρατεία -μετά τη νίκη των συμμάχων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο τέλος του 1918- μπορφεί να χαρακτηριστεί ως συνέχιση της θέσης του 1915. Έτσι ο ρόλος του υπήρξε από ουδέτερος έως αρνητικός. Ειδικά με την άρνησή του να αναλάβει την αρχηστρατηγία στο μικρασιατικό μέτωπο την Άνοιξη του 1922 και να περισώσει ότι μπορούσε να περισωθεί. Στη συνέχεια η ανίκανη κυβέρνηση Γούναρη-Πρωτοπαπαδάκη (που έχει την κυρία ευθύνη για την Καταστροφή) όρισε στη θέση αυτή τον εντελώς ανεπαρκή Χατζηανέστη. 

Εάν είχε δεχτεί ο Μεταξάς να αναλάβει την αρχιστρατηγία στη Μικρά Ασία μετά την αποπομπή του Αν. Παπούλα, θα είχαμε την ίδια δραματική εξέλιξη; Πιστεύω πως όχι! Δεδομένου ότι κάποιοι στρατιωτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι είχε ικανότητα στο χειρισμό δύσκολων στρατιωτικών ζητημάτων. 

Να σημειώσουμε ότι η άρνησή του είχε προκαλέσει την οργή των ομοϊδεατών του με αποτέλεσμα ο Βλάχος να γράψει εκείνη την εντελώς απαξιωτική αναφορά:

«Φύγε απ’ εδώ, Ανθρωπε μικρέ, που περίμενες να κατασκευάσης πρωθυπουργικόν φράκον από τα ράκη. Φύγε από εδώ, ανυπότακτε στρατιώτα των αναγκών μου, αυτόκλητε κηδεμόνα της ατυχίας μου, τέκνον άχρηστον, άνθρωπε μηδέν. Αυτό θα έλεγε εις τον Αντιστράτηγον κ. Μεταξάν, δακρύουσα η Ελλάς, αν έστρεφε ποτέ προς τον κ. Μεταξάν η Ελλάς τα βλέμματα». [Γεώργιος Βλάχος, εφημ. «Καθημερινή», 25 Αυγούστου 1922] 

Η βρετανική του περίοδος 

Η ”φιλοβρετανική” του φάση θα ξεκινήσει μετά την παλιννόρθωση του 1935. Τότε ο πρώην βενιζελικός Ι. Κονδύλης, έχοντας μεταστραφεί σε σκληρό φιλομοναρχικό κατήργησε με στρατιωτικό πραξικόπημα την την Αβασίλευτη Δημοκρατία υπέρ της Βασιλευομένης. Έτσι, μετά από 13 έτη Αβασίλευτης Δημοκρατίας ο πρώην βενιζελικός Κονδύλης που έχει αυτοχρισθεί «αντιβασιλέας» επαναφέρει τη μοναρχία και τον Γεώργιος Β’ στο θρόνο. Όμως ο φιλοβρεττανός Γεώργιος δεν φαίνεται να αναγνωρίζει την ύψιστη υπηρεσία που του προσέφερε ο Κονδύλης. Αντ’ αυτού, επιλέγει ως έμπιστο άνθρωπό του τον Ιωάννη Μεταξά, έναν πειθήνιο φιλοβασιλικό που ηγείτο του μικρού κόμματος των Ελευθεροφρόνων (12% των ψήφων), που τον διορίζει αρχικά στη θέση του υπουργού Στρατιωτικών. Έκτοτε ο προσανατολισμός του Μεταξά αλλάζει αποδεχόμενος το παλιό βενιζελικό αξίωμα: ότι δηλαδή η εξυπηρέτηση των ελληνικών συμφερόντων επέβαλε την σύμπλευση με την Μεγ. Βρετανία.

Στη συνέχεια ο Μεταξάς κινήθηκε έξυπνα εκμεταλλευόμενος τη συγκυρία που δημιουργούσε η μεγάλη οικονομική κρίση και το ανερχόμενο εργατικό κίνημα. Ψευδόμενος και υπερτονίζοντας τον κίνδυνο κομμουνιστικής εξέγερσης, κηρύσσει στις 4 Αυγούστου 1936 - με την απόλυτη έγκριση του Γεωργίου Β’ και με δύο παράνομα βασιλικά διατάγματα― δικτατορία.

Έτσι στη μεσοπολεμική Ευρώπη του ναζισμού και του φασισμού υπήρξε το ελλαδικό παράδοξο της δημιουργίας μιας φασιστικής φιλοβρετανικής δικτατορίας. Απόρροια αυτής της εξάρτησης υπήρξε η αντίθεσή του στον ιταλικό ιμπεριαλισμό, όπως ο ίδιος παραδέχτηκε σε ομιλία του στους Έλληνες δημοσιογράφους μετά την κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου. Ακριβώς αυτό το ανελαστικό του γεωπολιτικού ρόλου, οδήγησε στην άρνηση του ιταλικού τελεσιγράφου.

Είναι γεγονός ότι ο Μεταξάς προσπάθησε να ενισχύσει την αμυντική ικανότητα της Ελλάδας και σ’ αυτή την προσπάθεια μαζί με την απαράμιλλη λαϊκή διάθεση οφείλεται το θετικό στρατιωτικό αποτέλεσμα στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Είναι γνωστό ότι η διάθεση του επιτελείου ήταν αρκετά ηττοπαθής, και κάποιοι από αυτούς το εξέφρασαν λίγο αργότερα μετά τη γερμανική επίθεση, με την παράνομη συνθηκολόγηση και τη μετατροπή τους σε κουίσλιγκ, δηλαδή σε υπηρέτες των κατακτητών. Ο υποστράτηγος Πετρουτσόπουλος, διευθυντής τότε του ΙΙΙ γραφείου επιχειρήσεων της VIII Μεραρχίας –που κύρια αυτή η μεραρχία αντιμετώπισε την ύπουλη επίθεση της φασιστικής Ιταλίας στην Ήπειρο- γράφει: «Η ηγεσία δεν επίστευε εις την νίκην, αλλά ήθελε να ρίψωμεν μερικούς πυροβολισμούς δια την τιμήν των όπλων μας».

Ακριβώς γι αυτό θα πρέπει να προσμετρηθεί το υψηλό φρόνημα του ελληνικού λαού, που χωρίς αυτό η νίκη επί των Ιταλών θα ήταν αβέβαιη. 

Στα θετικά του Μεταξά κατά την περίοδο της προετοιμασίας για τον πόλεμο εντάσσεται και η μέριμνα για την προστασία των αρχαίων γλυπτών, τα οποία τοποθετήθηκαν σε κρύπτες, ώστε να μην λεηλατηθούν σε μια ενδεχόμενη κατάκτηση της χώρας. 

«Ναι» ή « Όχι» 

Θα μπορούσε ο Μεταξάς να πει «Ναι» στο ιταλικό τελεσίγραφο και να επιμείνει στο δρόμο της ουδετερότητας; Το ότι το «Όχι» ήταν μονόδρομος το ανακοίνωσε ο ίδιος ο Μεταξά «προς τους ιδιοκτήτας και αρχισυντάκτας του Αθηναϊκού Τύπου εις το Γενικόν Στρατηγείον» στις 30 Οκτωβρίου 1940, όπου παρουσίασε την πραγματική κατάσταση και τις συνομιλίες που είχαν προηγηθεί με τον Αξονα.

Μεταξύ των πολλών που ανέφερε είναι ότι ο ίδιος ο Χίτλερ του είχε διαμηνύσει ότι ήθελε την εκούσια προσχώρηση της Ελλάδας στο στρατόπεδό του με την προϋπόθεση ότι θα προέβαινε η Ελλάδα «….εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν, δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς τη Βουλγαρίαν, ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς.

«Δηλαδή θα έπρεπε: διά να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Αγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των…».

Εν κατακλείδι μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Ιωάννης Μεταξάς είναι μια αντιφατική και μοιραία προσωπικότητα της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. 

――――――

(*) Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Ιστορίας του ΑΠΘ με βασικές σπουδές τα μαθηματικά