Της συγγραφέως -δημοσιογράφου Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη
Μού γράφεις πως πλήττεις θανάσιμα στις Βρυξέλλες , πως ασφυκτιάς, πως σε πλακώνουν οι ουρανοί που δε λένε να πάρουν ούτε μια τόση δά λιγοστή απόχρωση γαλάζιου σαν αυτού της Αίγινάς μας. Μου λες πως τα Χριστούγεννα είναι μια απίστευτη μιζέρια, εκεί στο κέντρο της Ευρώπης. Μού λές πως αυτή η διαρκής απουσία του ήλιου κοντεύει να σε τρελλάνει, πως θέλεις να βρεθείς στο νησί να βρέξεις τη σάρκα σου μέσα στα διάφανα νερά του. Πως θέλεις να μπαρκάρεις στο καΐκι του Αντρέα να πάμε για ψάρεμα έστω κι αν είναι να πιάσουμε σπαράκια, όπως τότε παιδιά με τα σκελετωμένα καλαμίδια στην παραλία του νησιού.
Θέλεις, λές, να τα τηγανίσουμε, να βουήξει το σπίτι απ’ την ψαρίλα αυτά τα Χριστούγεννα. Θέλεις να βρεθείς κατάσαρκα με τον ήλιο μέσ’ στην καρδιά του χειμώνα και να γευτείς βαθειά στους πόρους σου αυτό που ορίστηκε σαν ακλυονίδα μέρα. Πως σού λείπει παράφορα η Ελλάδα. Πως οι λέξεις: έλλειψη, έλλειμμα, μού λείπει, μούλειψε, είναι οι μόνες που αναγνωρίζεις στο ιδιότυπο λεξικό σου. Πως τριγυρνάει ο νούς σε όσα ζήσαμε σε τούτο το νησί όταν μεγαλώναμε ξένοιαστες με το νού στραμμένο μόνο στα μαθήματά μας και στα παιχνίδια μας.
Μού λές πως έπαψες να νιώθεις οποιαδήποτε επιθυμία για την παλέτα με τα χρώματα αφότου έστρεψες την πλάτη στη γή σου. Πως δεν σε συγκινεί τίποτε για ν’ αρχίσεις να ζωγραφίζεις πάλι. Πως τα Χριστούγεννά σου είναι ασπρόμαυρα και όχι χρωματιστά και λαμπερά σανστολισμένα τα δέντρα στο κέντρο της πόλης σου. Και πως τα ψήγματα των αναμνήσεων που κουβαλάς, για να ενεργοποιηθούν πρέπει ν’ αγγίζουν την Αίγινα δώδεκα μήνες το χρόνο. Μού λές πως στέρεψαν οι αισθήσεις σου και πως τρελλαίνεσαι στην προοπτική ότι μπορεί το χώμα των Βρυξελλών να σκεπάσει το τέλος της ύπαρξής σου, γιατί αυτό δεν είναι ελαφρύ σαν το δικό μας. Εχει βαρύνει αμετάκλητα από την υγρασία της βροχής, μού γράφεις.
Μού μολογάς πως έφτασες μέχρι τα σκαλοπάτια του ψυχιάτρου να μάθεις πώς σού συμβαίνει να ζείς σε μιά πόλη που τη νιώθεις ξένη, μακρινή, κάδρο μιάς άλλης φωτογραφίας. Πώς είναι δυνατόν να αισθάνεσαι διαρκώς απούσα απ’ τη ζωή σου. Πώς το μυαλό σου διαρκώς σού παίζει αυτό το αδιάκοπο κρυφτούλι με τις παραστάσεις απο την πατρίδα. Πώς δεν σού φτάνουν καριέρα, σπίτι-μεγαλείο, άντρας δίμετρος και δυό παιδιά.
Μού εμπιστεύεσαι πως δεν είναι ικανό αυτό το πλέγμα της κοινωνικής καταξίωσης να σε ολοκληρώσει γιατί εσύ θέλεις ν’ ανοίγεις το παράθυρο και να ακούς κοκκόρια να σε ξυπνάνε ανήμερα Πρωτοχρονιά. Να σού χαμογελούνε ανθισμένες αμυγδαλιές μεσ’ στο Φλεβάρη. Και αντ’ αυτού αντικρύζεις δακρύεντα ουρανό, μού γράφεις, και σπίτια πολυόροφα σ’ ένα αρχιτεκτονικό στύλ που εξακολουθεί να σε ξενίζει. Πως εσύ ήσουν καμωμένη να κατοικείς στο δίπατο πατρικό σου το νεοκλασσικό που έχει ξεθωριάσει απ΄τη φθορά μιά και κανείς δεν το φροντίζει.
Τόσα χρόνια μού απαρριθμείς τα παράπονά σου για τον τόπο όπου διάλεξες να διαπράξεις τη φυγή σου, να κάνεις την καριέρα σου και τη ζωή σου. Κι εγώ τα διαβάζω και τα ξαναδιαβάζω προσπαθώντας ν’ ανιχνεύσω πίσω απο τις γραμμές τί σού συμβαίνει. Πολλές φορές τ’ απογεύματα όταν έχω ησυχία ανατρέχω στα γράμματά σου που έχουν αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του παράπονου και της νοσταλγίας. Αλλοτε μού φέρνουν δάκρυα στα μάτια κι άλλοτε προκαλούν την έκρηξή μου. Ομως, έχουν πάντα το ίδιο αποτέλεσμα. Να με οδηγούν στην αναζήτηση του τόπου που νιώθεις πως σε φυλακίζει.
Πρέπει, λοιπόν, να σού αποκαλύψω πως όσα χρόνια εσύ μού αράδιαζες τις θυμωμένες σου γραφές για την πόλη σου, εγώ εξερευνούσα μέσα από βιβλία και ντοκυμαντέρ τις Βρυξέλλες. Και κατάφερα να τις αγαπήσω. Όχι από αντίδραση αλλά από μια βαθειά ανάγκη να εξερευνήσω το τοπίο που σε πνίγει, μπήκα στο ταξίδι της πόλης σου. Κι ανακάλυψα πως είναι μια μικροσκοπική πρωτεύουσα της Ευρώπης, μια αρχιτεκτονική μινιατούρα με πάρκα ολοπράσινα και λιμνούλες στην καρδιά της. Με κτίρια στενά και πολυόροφα που έλκουν την αρχιτεκτονική καταγωγή τους από το μεσαίωνα.
Με μια Grande Place κεντημένη γύρω γύρω απο οικοδομήματα φτιαγμένα περίτεχνα σαν δαντέλλες. Με χιλιάδες λαμπόνια και φώτα από την αρχή του Δεκέμβρη, που και να θέλεις να τα δεις ασπρόμαυρα σε τυφλώνουν από το φώς και δεν γίνεται να μην παρασυρθείς στη χαρά τους! Με στενά δρομάκια όπου ξεπροβάλλουν οι μπυραρίες και τα φίνα εστιατόρια. Οπου σε ατμόσφαιρα πνιγμένη από λάμπες και βιτρό απολαμβάνεις μπύρα παγωμένη ζωντανή απο το βαρέλι σε όποια απόχρωση και γεύση επιθυμείς. Όπου οι συνδαιτυμόνες δεν μιλούν φωναχτά ούτε γελάνε με αναίδεια.
Η μόνη ασχήμια της,διαβάζω και βλέπω στα ντοκυμαντέρ, είναι τα μεγαθήρια της Ευρωπαϊκής διοίκησης που της τρυπούν τα σπλάγχνα και την πληγώνουν. Αλλά κι αυτά συγχωρητέα είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη γιατί υπηρετούν τη νέα εποχή. Κι έτσι είναι πάντα οι νέες εποχές, γεωμετρικές, σημαδεμένες απο την ανάγκη να στεγάσουν κόσμο, να εξοικονομήσουν χρήμα και χώρο. Κι αυτά τα κτήρια στολισμένα είναι με Χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια και φώτα που μοιάζουν με ζαχαρωτά.
Πώς γίνεται εγώ να συγχωρώ στην πόλη σου τα ελάχιστα ελαττώματά της κι εσύ να μη βλέπεις ούτε μιά πτυχή της ομορφάδας της; Πώς σού γλυστρούνε απο τα μάτια όλα αυτά που εγώ διακρίνω φευγαλέα στην τηλεόραση ως φόντο ακόμη και των δηλώσεων της Ούρσουλα Βαντερλάιεν;
Την ώρα που εσύ μάχεσαι τον ουρανό των Βρυξελλών αυτά τα Χριστούγεννα εγώ προσπαθώ να δώ μια χαραμάδα του, να καταλάβω απο μακριά πώς ζεί ο άλλος κόσμος, ο ευρωπαϊκός, αυτός ο πέρα απο την Αίγινα.
Πολλές φορές αναρρωτιέμαι αν ξέμενες πίσω στην πατρίδα μας πώς θάσουν σήμερα. Περίπου όπως εγώ. Μια καθηγήτρια φιλολογίας διορισμένη στο Λύκειο της Αίγινας με τελειωμένο ενδιαφέρον για το επάγγελμα. Ούτε ένα ποίημα του Καβάφη δεν ξυπνάει το φιλολογικό μου οίστρο πλέον. Εξάντλησα τα αποθέματα της γνώσης μου και της υπομονής μου στους αχάριστους έφηβους που σφυρίζουν όταν μιλάω. Που περιμένουν να γυρίσω το κεφάλι για να χαχανίσουν επιδεικτικά και προσβλητικά.
Περιφρονώ τα λιγνά δέντρα που στολίζουν με μιμητισμό τις πλατείες μας και τα φτωχά λαμπιόνια στις λιγοστές βιτρίνες μας. Μισώ τα επανλαμβανόμενα ποιήματα της Χριστουγεννιάτικης γιορτής στο σχολείο. Παντρεμένη κι αφρατούλα, όπως με λές κι εσύ χαϊδευτικά τα καλοκαίρια όταν έρχεσαι λεπτή και καλοδιατηρημένη με τα κομψά καλοκαιρινά σου συνολάκια, αυτά που αγοράζεις από την Avenue Louise, που κατά τα άλλα μισείς θανάσιμα. Μυρίζεις Ευρωπαία με στράς κι ας προσποιείσαι την Αιγινίτισσα με τα σόρτς και τα μακό μλπουζάκια.
Σού τόπα πως ο ήλιος της Αίγινας μού είναι παγερά αδιάφορος; Η μάλλον απίστευτα ενοχλητικός γιατί δεν ταιριάζει με τα Χριστούγεννα και τα παγωμένα τοπία που αχόρταγα ρουφάω βλέποντας τις καρτ ποστάλ που μου στέλνεις. Ο ήλιος με καίει όταν διασχίζω τους δρόμους για να κάνω τα ψώνια μου και τις μικροδουλειές μου. Με καταδυναστεύει απο τις αρχές της άνοιξης έτσι όπως ανελέητος προκαλεί σταγόνες ιδρώτα στο δυσκίνητο σώμα μου. Και τις ρυτίδες που μού έχει σκάψει ,τις βλέπεις να βαθαίνουν κάθε καλοκαίρι. Ενώ εσύ έχεις ένα κατάλευκο πρόσωπο με ελάχιστη απόκλιση απο τη νεότητα.
Σού είπα πως και τη θάλασσα έχω πάψει από χρόνια να την παρατηρώ; Προπάντως τα Χριστούγεννα που κανείς δεν την πλησιάζει . Δεν ξέρω ούτε τη μυρωδιά της. Δεν μπαίνω ούτε για μια βουτιά τα καλοκαίρια. Τη βαριέμαι τη θάλασσα και τη μισώ όταν αγριεύει τους χειμώνηδες οπότε διακόπτεται η συγκοινωνία προς τον Πειραιά. Τότε μόνο διακρίνω το γκρίζο ανατρεπτικό χρώμα της που μού στερεί τη χαρά να επισκεφτώ τα παιδιά μου στην Αθήνα.
Το ξέρεις πως με τα χρόνια δε μού κάνει κέφι να τηγανίζω ψάρια; Αφού δεν είναι του ψαρά, από το ιχθυοτροφείο τα φέρνουν χαράματα για να μην τους πάρουμε χαμπάρι. Δεν έχουν γεύση κι άλλωστε η καινούρια κουζίνα μας στη μεζονέτα που χτίσαμε με αντιπαροχή πάνω στα ερείπια του πατρικού , δεν επιτρέπει τηγανίσματα. Θα μυρίζει το σπίτι μια βδομάδα. Ούτε να το σκέφτομαι σαν ιδέα, δε θέλω.
Αλήθεια, ξέχασα να σού πώ και για τις αλκυονίδες μέρες. Δεν έρχονται όπως παλιά, απρόσμενες και λαμπερές. Τις φοβίζουν τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως λέει η μετεωρολογία. Α! Οι αλκυονίδες δεν είναι πλέον ίδιες. Από το βαρύ χειμώνα ξαφνικά πέφτουμε στο καλοκαίρι. Δεν υπάρχουν μέσες εποχές λένε οι επιστήμονες.
Ξέρεις, ήθελα από καιρό να σού εκμυστηρευτώ πως όνειρό μου να επισκεφθώ τις Βρυξέλλες. Εσύ δεν μού το πρότεινες ποτέ κι έτσι πάντα ντρεπόμουνα να σ’ το ζήτήσω. Δε θέλω να σού γίνω βάρος. Τα οικονομικά μου κι αυτά δεν ήταν ποτέ ανθηρά για να το αποφασίσω. Ασε που προηγούνταν πάντα οι σπουδές των παιδιών, κι αυτή η ανάγκη του Παύλου να με νιώθει καρφωμένη δίπλα του. Αν με καλούσες αυτά τα Χριστούγεννα, που πάλι διαμαρτύρεσαι για τις ομορφοστόλιστες Βρυξέλλες σου, ενώ μπορείς να πάρεις την πτήση και να έρθεις στην Αίγινα, θα έμπαινα στο αεροπλάνο για να αφιχθώ στις Βρυξέλλες. Να σου δείξω με τα δικά μου νησιώτικα μάτια πόσο όμορφη, λαμπερή και γοητευτική είναι η καρδιά της Ευρώπης.
Παρασκευούλα μου ή μάλλον Εύη μου επί το ευρωπαϊκότερον, δεν είχα πρόθεση να σε κουράσω με το μονόλογό μου. Αλλά νιώθω πως δεν ανήκω πιά στον τόπο μου. Πως η Αίγινα δεν είναι το νησί των παιδικών μας χρόνων. Εσύ έχεις την πολυτέλεια να την αναπολείς μ’ ένα ρομαντισμό που τον χτίζει η μακρινή και διαρκής απουσία σου. Και οι ελάχιστες επισκέψεις σου μέσα στο χρόνο αναβιώνουν μόνο τις επιλεκτικές αναμνήσεις σου σαν ένα άλλοθι για την φύση σου, που της καλλιεργείς το ανικανοποίητο απο καπρίτσιο πιότερο παρά απο ανάγκη.
Εγώ πάλι πρέπει να σού ομολογήσω πως ο ιστός μου με το παρελθόν έχει δεχτεί ρήγματα. Είναι τα ρήγματα που προκαλεί η συνέχεια και η επαναληπτική καθημερινότητα. Αυτή η πραγματικότητα δυναμιτίζει ακόμη και τον έρωτα. Τον τόπο της γέννησής μας θα λυπόνταν; Γι αυτό σού λέω. Θέλω να πετάξω. Να πάω να γνωρίσω Χριστουγεννιάτικες πολιτείες, να εκσφενδονισθώ στη Νορβηγία, την Σουηδία, τον Καναδά. Αρνούμαι να ταφώ στα σκονισμένα κυπαρίσσια της Αίγινας. Οταν έρθει η ώρα μου,θα πώ στον άντρα μου και στα παιδιά μου, να με αποτεφρώσουν και να εκτοξεύσουν τη τέφρα μου προς τον ουρανό. Μπορεί σαν ένα μονοδιάστατο μόριο να φτάσω μέχρι τις Βρυξέλλες. Θέλω να γνωρίσω ποιός είναι ο τόπος που σε πλήγωσε, που στέγνωσε τις αντοχές σου.
Να ξέρεις πάντα πως σε σκέφτομαι και σ΄αγαπώ. Καλά Χριστούγεννα εκεί στον τόπο που δεν αγάπησες αλλά με έκανες εμένα να αγαπήσω!
Η φιλενάδα σου Αγγελική Μουσούρη Καθηγήτρια Φιλολογίας Αίγινα 2023