Τα ερωτήματα που προκύπτουν από μια αμφιλεγόμενη προεδρική απόφαση

Έχουμε έναν γείτονα που έχει αποφασίσει -εκμεταλλευόμενος και την ισχύ του- να θέσει ταυτόχρονα το σύνολο των στόχων του προς όλες τις κατευθύνσεις...
|
Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Είναι γεγονός ότι οι αιφνίδιες μεταστροφές και μεταλλάξεις των διαθέσεων του Αμερικανού Προέδρου όχι μόνο εκπλήσσουν φίλους, συμμάχους και αντιπάλους των ΗΠΑ αλλά δημιουργούν και μια γενικότερη αστάθεια στο διεθνές περιβάλλον. Εμπρηστικές δηλώσεις, αντικρουόμενες αποφάσεις, δραματικά tweets και αντικαταστάσεις στενών συνεργατών, αντικαθιστούν πλέον την άλλοτε συνεπή και εν πολλοίς προβλέψιμη και δύσκολα μεταβαλλόμενη αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η αναφορά του ιδίου Προέδρου Τραμπ στην «απαράμιλλη σοφία του», ως του εγγυημένου οργάνου της ορθής κατανόησης των τεκταινόμενων, ανακαλεί στη μνήμη μας ανάλογες εξάρσεις δικτατόρων. Ομολογουμένως χρειάζονται ιδιαίτερες ικανότητες ώστε να μπορεί ένας ηγέτης να απορρίπτει τις εισηγήσεις των υπουργείων εξωτερικών και αμύνης και να συσπειρώνει εναντίον των επιλογών του το σύνολο του πολιτικού κόσμου! Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι η υπερατλαντική δημοκρατία των θεσμών, των checks and balances, εν ονόματι του λαϊκίστικου συνθήματος «America first», φαίνεται να εγκαταλείπει τον σταθεροποιητικό της ρόλο (καίτοι κατακριτέος σε πολλές περιπτώσεις).

Προφανώς αφορμή για τις παραπάνω παρατηρήσεις είναι το «πράσινο φως» που έδωσε το βράδυ της Κυριακής, 06 Οκτωβρίου, ο Τραμπ στον Τούρκο ομόλογο του για εισβολή στη Βόρεια Συρία με σκοπό την εγκαθίδρυση ζώνης ασφαλείας στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας. Πραγματικός στόχος της επικείμενης τουρκικής εισβολής, αντιληπτός από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, η εξουδετέρωση των κουρδικών δυνάμεων που έχουν δημιουργήσει μια de facto αυτόνομη οντότητα με τη βοήθεια της Ουάσιγκτον και των συμμάχων της, εξαργυρώνοντας τη αιματηρή συμμετοχή τους στην εκστρατεία κατά των τζιχαντιστών.

Το πρωταρχικό ερώτημα που ανακύπτει είναι οι σκοπιμότητες που οδήγησαν τον Πρόεδρο Τραμπ να λάβει αυτήν την αμφιλεγόμενη απόφαση. Αναμφίβολα η εκπλήρωση της προεκλογικής υπόσχεσης περί επιστροφής όλων των αμερικανών στρατιωτών στην πατρίδα αποτέλεσε βασικό κριτήριο της επιλογής του. Μη ξεχνάμε ότι σε ένα σχεδόν έτος έχουμε τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές με τον σημερινό κάτοικο του Λευκού Οίκου να ελπίζει σε μια νέα θητεία.

Επιπρόσθετα, ίσως να θεωρεί ότι η συγκεκριμένη υποχώρηση έναντι της Άγκυρας, θα καταστήσει την τελευταία πιο συνεργάσιμη σε άλλα θέματα που κρίνονται περισσότερο σημαντικά για την Ουάσιγκτον.

Ενδεχομένως να εκτιμά ότι η τουρκική επέμβαση στη Συρία θα φέρει την Άγκυρα σε τροχιά ρήξεως με τη Μόσχα, δίδοντας τέλος σε αυτή την αφύσικη συμμαχία. Αναμφισβήτητα, ενδεχόμενη απώλεια της Τουρκίας για τη Δύση, θα αποτελέσει τεκτονικό σεισμό στην ευρύτερη περιοχή με συνέπειες, ακόμη μεγαλύτερες από την πτώση του Σάχη, 40 χρόνια πριν. Πιθανόν ο Τραμπ να έλαβε και ορισμένες θολές διαβεβαιώσεις από τον Τούρκο Πρόεδρο για μια σταδιακή εξομάλυνση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Ο τελευταίος φαίνεται ότι έχει κατορθώσει να δημιουργήσει μια «σχέση εμπιστοσύνης» έως και «έλξη» με τον Τραμπ, απόρροια των εγωκεντρικών χαρακτηριστικών αμφοτέρων. Τις παραπάνω, δικαιολογημένες μέχρι ενός σημείου, απόψεις δεν συμμερίζεται το σύνολο σχεδόν της αμερικανικής γραφειοκρατίας καθόσον, αφενός η σταδιακή αυτονόμηση της Άγκυρας φαίνεται αναπόφευκτο γεγονός στο εγγύς μέλλον και αφετέρου, κρίνεται ότι κατευναστικές πολιτικές έναντι της Τουρκίας δεν παράγουν αποτελέσματα.

Το δεύτερο ερώτημα αφορά την αποφασιστικότητα της Άγκυρας να προχωρήσει σε μια ευρεία εισβολή στη Βόρειο Συρία. Η γενικότερη συνέπεια λόγων και πράξεων του τουρκικού καθεστώτος και οι δύο προηγηθείσες επιχειρήσεις («Ασπίδα του Ευφράτη» το 2015 και «Κλάδος Ελαίας» το 2019) προϊδεάζουν για την πραγματοποίηση της. Η τουρκική πολεμική μηχανή απέδειξε ότι έχει τις δυνατότητες και τα μέσα ενώ έγκαιρα ενσωμάτωσε τα lesson learned από τις προηγούμενες επιχειρήσεις. Παράλληλα εκτιμάται ότι θα αποφύγει ακρότητες ενώ δυστυχώς διαθέτει την «τεχνογνωσία» για χαμηλής έκτασης σιωπηλή εθνοκάθαρση, ικανής όμως να μεταβάλλει δραματικά την εθνοτική σύνθεση της περιοχής.

Βασικό το ερώτημα της στάσεως που θα κρατήσει η Μόσχα, το πλήρως εξαρτώμενο από αυτή καθεστώς της Δαμασκού αλλά και η Τεχεράνη. Προφανώς ο Ασάντ δεν διαθέτει τις δυνατότητες για να αντιταχθεί σε μια τουρκική εισβολή αλλά και δεν αποτελεί προτεραιότητα του καθεστώτος του μια τέτοια εμπλοκή. Ίσως μια κουρδική εξασθένιση να εμφανίζεται μεσοπρόθεσμα ως ενισχυτικό του επιθυμητού για τον Ασάντ, πλήρους επανελέγχου της συριακής επικράτειας. Το σίγουρο είναι ότι ο Σύρος Πρόεδρος θα υπακούσει στα κελεύσματα της Μόσχας. Η Τεχεράνη μάλλον θα είναι ικανοποιημένη από τον περιορισμό των κουρδικών φιλοδοξιών καίτοι κάθε ενίσχυση της σουνιτικής Άγκυρας της προκαλεί ανησυχίες και προβληματισμό. Το κλειδί όμως των εξελίξεων το κρατάει η Ρωσία, μια χώρα που τα σωρευτικά σφάλματα των ΗΠΑ και της Δύσεως γενικότερα, της επέτρεψαν τα τελευταία χρόνια, να «βάλει ξανά πόδι» στη Μέση Ανατολή.

Έντονο λοιπόν το ενδιαφέρον της Μόσχας για στήριξη του καθεστώτος Ασάντ και μαζί με αυτό για την εδραίωση της ρωσικής παρουσίας αλλά και του ρωσικού γοήτρου ως πιστής και αποτελεσματικής συμμάχου. Ενδεχομένως όμως εντονότερη η επιθυμία της να δει, ΗΠΑ και Τουρκία σε αποκλίνουσες πορείες και τη δεύτερη να εξελίσσεται σε ένα νέο Ιράν, παρά το ασυμβίβαστο των επιδιώξεων Μόσχας και Άγκυρας και των τριβών που μελλοντικά θα (ξανα) δημιουργηθούν. Σε αυτό το σχεδιασμό, ίσως και μια ενδοατλαντική σύγκρουση στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, να εξυπηρετούσε τα σχέδια της Μόσχας που μέχρι στιγμής αποφεύγει να λάβει θέσεις, αρκούμενη σε εκκλήσεις ψυχραιμίας.

Δυστυχώς ουδείς λόγος γίνεται για προθέσεις, κοινές θέσεις, κοινές δράσεις και στρατηγικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της πολυτάραχης και δαιδαλώδους Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Άμυνας. Σημαντικός όμως -αλλά και αδιευκρίνιστος ακόμη- ο ρόλος του Ισραήλ που διέρχεται περίοδο αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης μετά από μια δεύτερη εκλογική προσπάθεια. Αναμφίβολα η καχυποψία έναντι της Άγκυρας εξακολουθεί να έχει κυρίαρχο ρόλο στη στρατηγική του Τελ-Αβίβ και μάλλον αισθάνεται εγγύτερα σε πεδία συνεννόησης με την Μόσχα παρά με την Άγκυρα. Επιπλέον έχει εμπλακεί με μια πολυεπίπεδη ενίσχυση και συνεργασία με τους Κούρους της Συρίας τους οποίους και θεωρεί χρήσιμο «πιόνι» στη στρατηγική αντιμετώπισης των εχθρών του (κυρίως Ιράν). Εκτιμάται ότι σε περίπτωση τουρκικής εισβολής, οποιαδήποτε ενέργεια του Ισραήλ θα κινηθεί στο παρασκήνιο, ανασχετική τυχόν υπέρμετρα φιλόδοξων στόχων της Άγκυρας.

Δεν αναφέρθηκα στις θέσεις του Ελληνισμού στο επιμέρους ζήτημα, καθόσον αφενός φιλοδοξώ να επανέλθω με ανάλυση επί αυτού και μόνο του θέματος αλλά και αφετέρου εκτιμώ ότι ένεκα των φλεγόντων προβλημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο, παρακαλάμε για μια βαθύτατη και αδιέξοδο τουρκική εμπλοκή στον «βάλτο» της Συρίας. Λογική προσέγγιση μέχρι ενός σημείου, αλλά μάλλον ανεδαφική με έναν γείτονα που έχει αποφασίσει -εκμεταλλευόμενος και την ισχύ του- να θέσει ταυτόχρονα το σύνολο των στόχων του προς όλες τις κατευθύνσεις, εφαρμόζοντας (εναλλασσόμενες) πολιτικές πειθαναγκασμού και περιορισμένης έκτασης (και ρίσκου) στρατιωτικές επιχειρήσεις.