Τα κλισέ και οι συμψηφισμοί στον πολιτικό λόγο

Περί πολιτικής αντιπαράθεσης
|
Open Image Modal
Vector illustration of blue and red hands pointing at each other.
JakeOlimb via Getty Images

Πολύ συχνότερα παλαιά, ιδιαίτερα τις δεκαετίες του ΄80 και ΄90 αλλά και σε μικρότερο βαθμό μετέπειτα, τα κλισέ στον πολιτικό λόγο κυριαρχούσαν, ειδικά όταν αυτός εκφερόταν ενώπιον μεγάλου ακροατηρίου και η μάχη των εντυπώσεων ήταν το κυρίως, αν όχι το μόνο, ζητούμενο. Αφορμές δίνονταν πάντα από την επικαιρότητα της κάθε εποχής, η οποία ακριβώς λόγω του χαρακτήρα της προσέλκυε το ενδιαφέρον του κοινού και κατ’ επέκταση των ψηφοφόρων. Προνομιακό πεδίο χρήσης τους ήταν τα λεγόμενα σκάνδαλα κάθε φύσεως. Πόσες φορές δεν είχαμε ακούσει τους υπέρμαχους της ηθικής κάθε πολιτικού χώρου, να διατείνονται διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους ότι «πρέπει να μπει το μαχαίρι στο κόκκαλο», «να σπάσει το απόστημα», ή ότι «ο κόμπος έφτασε στο χτένι». Εκτός των ιδίων που υποκριτικά τα εκστόμιζαν, οι υποψιασμένοι ουδέποτε πίστεψαν αυτού του είδους τα συνθήματα.

Κάπως έτσι διανύθηκαν, από το ’80 και μετά, δύο-τρεις δεκαετίες κατά τη διάρκεια των οποίων αποδείχθηκε και εκ του αποτελέσματος, ότι ούτε το μαχαίρι μπήκε ποτέ στο κόκκαλο, ούτε ασφαλώς έσπασε κάποιο απόστημα. Μοιραία λοιπόν και συν τω χρόνω, τα συνθήματα αυτά απέκτησαν το χαρακτήρα του τραγέλαφου, μεταπίπτοντας λόγω της αδυναμίας ή καλύτερα, απροθυμίας υλοποίησής τους, στο επίπεδο της ανεφάρμοστης θεωρητικολογίας. Για το μέσο πολίτη, κατάντησαν ένα είδος ανεκδότου και οι πολιτικοί που μέχρι πρότινος τα χρησιμοποιούσαν, αναγκάστηκαν να τα αφαιρέσουν από το λεξιλόγιό τους φοβούμενοι ότι θα χαρακτηρίζονταν και οι ίδιοι από αυτά. Αυτό που άρχισε να εδραιώνεται σταδιακά στη συνείδηση του κόσμου όταν άκουγε να εκστομίζονται τέτοια συνθήματα, ήταν ότι αντιθέτως, δεν πρόκειται να γίνει απολύτως τίποτα.

Οι πρόσφατες αποκαλύψεις για την υπόθεση της Σοφίας Μπεκατώρου, επανέφεραν στο προσκήνιο, εκείνα τα ξεχασμένα και ξεθωριασμένα συνθήματα του παρελθόντος που αντανακλαστικά και μόνο, προκαλούν ανησυχία. Ήδη, ειδησεογραφικά sites και πολιτικοί άρχισαν ξανά να τα αναπαράγουν, προκαλώντας συνειρμικά την εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι υπάρχει ενδεχόμενο να επιβεβαιωθεί για ακόμη μια φορά, η πρακτική της αδράνειας, ειδικά όταν απομακρυνθούν τα φώτα της δημοσιότητας και το συμβάν ξεχαστεί. Κυρίως όμως ότι, αν όχι υποκριτικά, τουλάχιστον ευκαιριακά αντιμετωπίζεται και αυτό το περιστατικό, χωρίς να υπάρχει ειλικρινής πρόθεση αντιμετώπισης του ευρύτερου φαινομένου που αναδείχθηκε με αφορμή το πρώτο. Είναι αυτό που κατ’ αντιστοιχία φαντάζεται ο μέσος πολίτης όταν αντηχούν στα αυτιά του δηλώσεις του τύπου «οι υπουργοί έχουν σηκώσει μανίκια». Η μετεξέλιξη δε των κλισέ με τα μαχαίρια και τα αποστήματα στο σύγχρονο πολιτικό λόγο, ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες που τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα και οποιαδήποτε σαφής θέση ενέχει το κίνδυνο ατοπήματος, συνοψίζεται στις πολυφορεμένες και ήδη φθαρμένες φράσεις «όλα στο φως» και «να λάμψει η αλήθεια». Ύστερα από δεκαετίες εξοικείωσης με τις αντίστοιχες φράσεις παλαιότερων εποχών, κάθε υποψιασμένος πολίτης μπορεί πια να διακρίνει σχετικά εύκολα την υποκρισία και τον ξύλινο πολιτικό λόγο που εμπεριέχεται στις σύγχρονες εκδοχές τους.

Η υποτιθέμενη στηλίτευση της υποκρισίας από την άλλη, αποτελεί τα τελευταία χρόνια προτιμητέο τρόπο διεξαγωγής πολιτικού διαλόγου και αντιπαράθεσης. Πίσω από αυτήν κρύβεται τεχνηέντως η τακτική του συμψηφισμού. «Γιατί εσείς τότε που…» και οι αντίστοιχές της που εκτοξεύονται εναντίον πολιτικών αντιπάλων είναι οι φράσεις που κατά κόρον χρησιμοποιούνται στο πολιτικό πεδίο.

Το φαινόμενο ασφαλώς δεν είναι ελληνικό και ο σκοπός παραμένει διεθνώς ο ίδιος: να απαξιωθεί η πολιτική θέση του αντιπάλου, όχι επιχειρηματολογώντας εναντίον αυτής καθεαυτής, αλλά κατηγορώντας τον υπερασπιστή της για υποκρισία. Ας πάρουμε για παράδειγμα, τη θέση που διατυπώνει ένας βουλευτής ότι το να υβρίζει κανείς μέσα στην αίθουσα του Κοινοβουλίου είναι κατακριτέο. Ο βουλευτής του αντιπάλου κόμματος που απαντώντας, τον κατηγορεί ότι αυτό ακριβώς διαπράττει συνεχώς μέσα στη Βουλή, εμμέσως υποστηρίζει την άποψη ότι επειδή ο πρώτος βουλευτής είναι υποκριτής, είναι τελικά επιτρεπτό να εκστομίζονται ύβρεις στο Κοινοβούλιο. Σε μία τόσο απλή περίπτωση, είναι δύσκολο να παραπλανηθεί το κοινό, όμως όταν η τακτική του συμψηφισμού ακολουθείται σε περιπτώσεις που δεν είναι τόσο ξεκάθαρες όσο η παραπάνω, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο.

Όσοι, για παράδειγμα, τάχθηκαν εναντίον της βίας που ξέσπασε το περασμένο καλοκαίρι στις ΗΠΑ από την οργάνωση Antifa και το κίνημα Black Lives Matter, οφείλουν εξίσου να καταδικάσουν την πρόσφατη εξέγερση που προκλήθηκε με ευθύνη Τραμπ στο Καπιτώλιο. Διότι αν απαιτείς από τους πολιτικούς σου αντιπάλους να σέβονται κάποιες αρχές, αλλά εσύ ο ίδιος εξαιρείς εκείνους που υποστηρίζεις από την απαίτηση να τις σέβονται, τότε στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για αρχές. Δεν πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα κώδικα συμπεριφοράς που οφείλεται να τηρείται από όλους, αλλά για μια ακόμη σοφιστεία στην υπηρεσία της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Σωτήρης Μηλιώνης – Πολιτικός Σύμβουλος