Τα μηνύματα των Ευρωεκλογών που δεν ελήφθησαν

Η ελπίδα εναπόκειται στην προσδοκία ότι οι περιστασιακοί ψηφοφόροι των ακροδεξιών κομμάτων σύντομα θα αντιληφθούν τους κινδύνους.
Open Image Modal
via Associated Press

Οι εκπλήξεις κι οι ανακατατάξεις, που επιφύλαξαν τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών άρχισαν να σχολιάζονται από το ίδιο το βράδυ της διενέργειας των εκλογών. Ο πρωθυπουργός και διάφοροι υπουργοί έσπευσαν να δηλώσουν ότι πήραν το μήνυμα. Και ποιο ήταν το μήνυμα, που κατ’ αυτούς έστειλαν οι ψηφοφόροι; Ότι πρέπει να επιταχύνουν τις μεταρρυθμίσεις. Τα κυβερνητικά στελέχη δηλαδή κατασκεύασαν ένα φανταστικό μήνυμα, το μόνο, που στην πραγματικότητα δεν τους έστειλαν και όσοι ψήφισαν και όσοι απείχαν. Η ίδια προσέγγιση αποτυπώθηκε και στις μεταγενέστερες τοποθετήσεις τους και προς την ίδια κατεύθυνση δρομολογήθηκε ο μικρός ανασχηματισμός της κυβέρνησης.

Ποιο ήταν το πραγματικό μήνυμα, που απέφυγε να αναγνωρίσει η κυβερνητική παράταξη; Η δυσαρέσκεια των πολιτών προήλθε από τον τρόπο διαχείρισης του εγκλήματος των Τεμπών, από την αδυναμία ελέγχου της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας, από το φορολογικό νόμο με τα τεκμήρια για τους ελεύθερους επαγγελματίες, από το γάμο των ομοφυλοφίλων, από την κατάσταση του συστήματος υγείας, από τα άλυτα προβλήματα των αγροτών και για κάποιους από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια κυρίως λόγω της παράκαμψης του συντάγματος. Αντίθετα δεν φαίνεται να λειτούργησαν θετικά ούτε τα καλάθια της νοικοκυράς, ούτε η επιστολή στην κ. φον ντερ Λάιεν για τις πολυεθνικές, ούτε οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, ούτε η ηρεμία στα ελληνοτουρκικά, ούτε η πολυδιαφημισμένη πάταξη της εγκληματικότητας και της ατιμωρησίας με τους νέους ποινικούς κώδικες.

Στην αντίπερα όχθη διαγκωνίστηκαν τα δύο εμφανιζόμενα ως κόμματα της κεντροαριστεράς, τα οποία μαζί συγκεντρώνουν περίπου ίσο ποσοστό με την κυβερνητική παράταση, επομένως, αν αποτελούσαν ένα κόμμα, θα μπορούσαν να διεκδικούν την κυβέρνηση. Με τις παρούσες ηγεσίες δεν διαφαίνεται εφικτή μία τέτοια εξέλιξη. Η ανασυγκρότηση ενός νέου ισχυρού κεντροαριστερού-σοσιαλδημοκρατικού χώρου θα μπορούσε να εμπνεύσει σημαντικά στρώματα των ψηφοφόρων μόνο υπό την ηγεσία ενός δυναμικού προσώπου εκτός των μηχανισμών και των δύο κομμάτων.

Η αισθητή αύξηση της δύναμης των κομμάτων, που κατατάσσονται στην ακροδεξιά, δεν έπρεπε να εκπλήσσει. Οι πολίτες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι απογοητευμένοι από το γεγονός ότι αδυνατεί τόσο να λειτουργήσει ως Ένωση, όσο και να διαδραματίσει ρόλο παγκόσμιας δύναμης, που η παρέμβασή της θα έχει ειδικό βάρος για την επίλυση διεθνών κρίσεων. Ταυτόχρονα όμως νιώθουν ότι επιβάλλεται στα κράτη τους η ενωσιακή νομοθεσία και οι κανόνες διαχείρισης των οικονομιών τους, με αποτέλεσμα τα τελευταία να αδυνατούν σε μεγάλο βαθμό να ασκήσουν ανεξάρτητη πολιτική. Παράλληλα βλέπουν να αυξάνεται η άνιση και άδικη κατανομή του πλούτου, η υποτίμηση των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων από τις ελίτ, όπως γλαφυρά περιγράφει ο Σάντελ στην «Τυραννία της Αξίας», νιώθουν ανασφάλεια από τη αύξηση των μεταναστευτικών ρευμάτων και βιώνουν μία ριζική ανατροπή παραδοσιακών αξιών και τρόπων ζωής, ιδίως ως προς τις οικογενειακές σχέσεις.

Απέναντι σ’ αυτή την απογοήτευση και την ανασφάλεια η αριστερά, είτε σταλινική, είτε δημοκρατική, μοιάζει ανήμπορη να  εμπνεύσει. Τα ακροδεξιά κόμματα εκμεταλλεύονται αυτήν ακριβώς την αδυναμία των παραδοσιακών υποστηρικτών των ασθενέστερων λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας και σπεύδουν να καλύψουν το κενό, συνθηματολογώντας ακριβώς πάνω στα ζητήματα, που καίνε τους απογοητευμένους ευρωπαίους, υποσχόμενα την εθνική υπερηφάνεια, την αντίσταση στις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, την ασφάλεια, την επιστροφή στην παραδοσιακή κοινωνική και οικογενειακή ηθική και κάποια απ’ αυτά και στη θρησκευτική πίστη.

Οι εξελίξεις αυτές δεν φαίνεται εύκολο να αντιστραφούν. Και τούτο γιατί τα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα των ευρωπαϊκών κρατών δεν είναι διατεθειμένα να επανεξετάσουν τα ιδεολογήματά τους και να αφουγκρασθούν τις αγωνίες των λαών και ιδίως των νεότερων γενεών. Οι παραδοσιακές ισχυρές πολιτικές δυνάμεις της κεντροδεξιάς της κεντροαριστεράς και της αριστεράς αδυνατούν να προβάλλουν καινούργια οράματα, που θα συνεγείρουν τους λαούς και κυρίως τη νεολαία. Συνεπακόλουθη της αδυναμίας αυτής είναι και η απουσία σε όλους τους πολιτικούς χώρους χαρισματικών ηγετών, που θα εμπνεύσουν και θα πείσουν τους λαούς ότι αξίζει να αγωνισθούν για ένα καλύτερο και ειρηνικό κόσμο, για μία δικαιότερη κοινωνία και για πραγματική δημοκρατία,  όπως συνέβαινε σε όλες τις εποχές, όταν πραγματοποιούνταν ριζικές αλλαγές στα έως τότε κοινωνικοοικονομικά δεδομένα.

Η ελπίδα εναπόκειται στην προσδοκία ότι οι περιστασιακοί ψηφοφόροι των ακροδεξιών κομμάτων σύντομα θα αντιληφθούν τους κινδύνους, που ελλοχεύουν, για την ελευθερία και τον αυτοπροσδιορισμό τους και θα αναζητήσουν εκείνες τις πνευματικές αφετηρίες, που θα διαμορφώσουν τις συνθήκες για τη γέννηση σύγχρονων οραμάτων, τα οποία θα είναι ικανά να οδηγήσουν  στην ανασυγκρότηση των κοινωνιών σε ένα πλαίσιο ευημερίας με κοινωνική δικαιοσύνη, πλουραλιστικής και συμπεριληπτικής δημοκρατίας και παγκόσμιας ειρήνης θεμελιωμένης στο διεθνές δίκαιο και την αυτοδιάθεση των λαών.

***

Παναγιώτης Νικολόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ