Yπάρχουν «πεπαιδευμένα», πνευματώδη αστεία (κατά την Τέχνη Ρητορική του Αριστοτέλη), υπάρχουν και λιγότερο πνευματώδη, μερικά από τα οποία μπορεί να είναι άκαιρα. Τα αστεία για τη σύλληψη του Ιησού δεν είναι κάτι το καινούργιο—απ’ εναντίας κυκλοφόρησαν νωρίς στην ιστορία της Εκκλησίας.
Ο ειδωλολάτρης Κέλσος ήταν από τους πρώτους οι οποίοι εξαπέλυσαν συγκροτημένη πολεμική κατά του Χριστιανισμού εν ονόματι του ορθολογισμού. Ο μονοθεΐζων αυτός πλατωνιστής (ίσως καταγόταν από την Αλεξάνδρεια) συνέγραψε έναν αντιχριστιανικό λίβελλο πιθανώς ανάμεσα στο 177 και 180. Το έργο αυτό με τίτλο Αληθής Λόγος δεν διασώθκε.
Ο αλεξανδρινός χριστιανός φιλόσοφος Ωριγένης—ο πολυγραφότερος συγγραφέας της αρχαιότητος— συνέθεσε γύρω στο έτος 240 μια οκτάτομη ανασκευή των συγκεκριμένων αμφισβητήσεων και γελοιοποιήσεων του Κέλσου. Επιγραφομένη Κατά Κέλσου, η τιτανική σε έκταση και επιχειρήματα απολογία του Ωριγένη υπέρ της θρησκείας του διασώζει σε σημαντικό βαθμό τη διάταξη του Αληθούς Λόγου. Σε γενικές γραμμές αναπαράγει επίσης τις προτάσεις και τις παραγράφους του Αληθούς Λόγου, άλλοτε παραφράζοντας και άλλοτε παραθέτοντας τα λόγια του Κέλσου και ενός συγκαιρινού αλεξανδρινού Ιουδαίου λογίου, τον οποίο χρησιμοποίησε αφειδώς.
Απηχώντας την εβραϊκή πηγή αυτή (μάλλον ήταν πραγματεία), ο Κέλσος ξεκίνησε την επίθεσή του, ως φαίνεται, με τον έλεγχο των ευαγγελικών αφηγήσεων περί του «παραδόξου» τής «από του αγίου πνεύματος σύλληψεως» του Ιησού. Πλήττοντας την αειπαρθενία της Μαρίας, προσπαθούσε να ξεριζώσει τον ακρογωνιαίο λίθο της νέας θρησκείας, δηλ. την πεποίθηση ότι ο Χριστός ήταν ο ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού.
Επιστράτευσε λοιπόν τη διάδοση ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε από μια παρθένο αλλά, στην πραγματικότητα, από μια φτωχή υφάντρα από τον Ιουδαία η οποία είχε μια παράνομη σχέση με έναν στρατιώτη (ρωμαίο ή εβραίο;) ονόματι Πανθήρα. Ο μαραγκός μνηστήρας της (ο Ιωσήφ) όταν ανεκάλυψε τη μοιχεία της Μαρίας τη χώρισε. Διωγμένη από το σπίτι της, περιπλανήθηκε «ατίμως» μέχρι που γέννησε τον Ιησού κρυφά («σκότιον»). Εκείνος λόγω φτώχειας μετανάστευσε στην Αίγυπτο, όπου δούλεψε ως μεροκαματιάρης («μίσθαρνος») και παράλληλα κατέκτησε την αιγυπτιακή τέχνη της μαγείας. Έπειτα γύρισε στην πατρίδα του επαιρόμενος ότι ήταν θεός (Κατά Κέλσου Ι, 28 και 32).
Έπεσε ο Κέλσος—κατά τον Ωριγένη― πολύ χαμηλά όταν (στηριζόμενος ενδεχομένως στον ανώνυμο Ιουδαίο) διακωμώδησε την άσπορη σύλληψη (Ι, 39): «Άραγε ήταν», ρώτησε ειρωνικά ο Κέλσος, «τόσο όμορφη η μητέρα του Χριστού που γοήτευσε τον Θεόν, παρόλο που από τη φύση του δεν ενώνεται με φθαρτά σώματα; Άλλωστε δεν ήταν πιθανό (εἰκός) ο Θεός να την ερωτεύθηκε, γιατί η γυναίκα αυτή δεν ήταν ούτε πλούσια ούτε βασιλικής καταγωγής. Δεν την ήξεραν ούτε οι γείτονές της!»
Καταλήγει ο Ωριγένης ως εξής (Ι, 39): «Σε τι διαφέρουν αυτά από τις λοιδορίες που λέγονται χωρίς καμία σοβαρότητα στα τρίστρατα;».
Το χιούμορ είχε ανέκαθεν, ως φαίνεται, τα όριά του.