Τα σκουλήκια που ζουν στη ζώνη του Τσερνόμπιλ έχουν αποκτήσει ανοσία στην ακτινοβολία

Αυτό δεν υποδηλώνει ότι η εν λόγω περιοχή είναι ασφαλής, αλλά μάλλον ότι τα σκουλήκια είναι ανθεκτικά και ικανά να προσαρμοστούν σε συνθήκες που μπορεί να είναι αφιλόξενες για άλλα είδη.
Open Image Modal
Εγκαταλελειμμένο σπίτι στη ζώνη του Τσερνομπίλ, Pripyat, Ουκρανία
Anton Petrus via Getty Images

Τα μικροσκοπικά σκουλήκια που ζουν στο εξαιρετικά ραδιενεργό περιβάλλον της Ζώνης Αποκλεισμού του Τσερνόμπιλ φαίνεται να έχουν αποκτήσει ανοσία στην ακτινοβολία, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη.

Την τελευταία δεκαετία, η περιοχή αυτή αποτελεί ένα είδος εργαστηρίου για τους επιστήμονες που ανακαλύπτουν τις μεταλλάξεις και τις γενετικές ανωμαλίες οι οποίες προκαλούνται από τη συνεχή έκθεση σε υψηλά επίπεδα ακτινοβολίας. Για παράδειγμα, οι δεντροβάτραχοι που θα έπρεπε να είναι πράσινοι είναι μαύροι, ενώ οι λύκοι φαίνεται να έχουν αναπτύξει ανθεκτικά στον καρκίνο γονιδιώματα.

Ωστόσο, δεν ισχύει το ίδιο για τα νηματώδη– μικροσκοπικά σκουλήκια με απλή γενετική σύνθεση, τα οποία αναπαράγονται ταχύτατα. Επιστήμονες από τις ΗΠΑ και την Ουκρανία επισκέφτηκαν τη Ζώνη Αποκλεισμού του Τσερνόμπιλ προκειμένου να μελετήσουν τις επιπτώσεις της παρατεταμένης έκθεσης στην ακτινοβολία στα σκουλήκια που ζουν στην περιοχή.

Αφού συνέλεξαν σκουλήκια του είδους Oschieus tipulae από διάφορες περιοχές με διαφορετικές ποσότητες έκθεσης σε ακτινοβολία, οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το γονιδίωμα των σκουληκιών δεν παρουσίαζε σημάδια βλάβης.

Ωστόσο, οι ερευνητές σημειώνουν πως αυτό δεν υποδηλώνει ότι η εν λόγω περιοχή είναι ασφαλής, αλλά μάλλον ότι τα σκουλήκια είναι ανθεκτικά και ικανά να προσαρμοστούν σε συνθήκες που μπορεί να είναι αφιλόξενες για άλλα είδη.

 

 

Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τη διεθνή ομάδα βιολόγων με επικεφαλής την Σοφία Τιντόρι από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, το εύρημα αυτό θα μπορούσε να δώσει νέες πληροφορίες σχετικά με τους μηχανισμούς επιδιόρθωσης του DNA.

«Τώρα που γνωρίζουμε ποια στελέχη του O. tipulae είναι πιο ευάλωτα ή πιο ανεκτικά, μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να δούμε γιατί ορισμένα άτομα είναι πιο πιθανό να υποστούν τις επιπτώσεις των καρκινογόνων ουσιών», εξήγησε η ερευνήτρια.

Η έρευνα δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences.