Ταξιδεύοντας τον Αύγουστο με 10 βιβλία ξένης λογοτεχνίας

Αντόνια Σούζαν Μπάιατ και Ζορζ Σιμενόν, το μυθιστόρημα που απέσπασε το Διεθνές Βραβείο Booker 2024, «Ο χαμένος πίνακας του Ρέμπραντ» και άλλες ιστορίες.
Open Image Modal
miljko via Getty Images

«Κλυταιμνήστρα», ένα mythology retelling από την Costanza Casati, «Η νέα Βαβέλ» από τον μετρ του σασπένς Μισέλ Μπυσσί που διαδραματίζεται σε έναν όχι και τόσο μακρινό μελλοντικό κόσμο, Σαντιάγο Ρονκαλιόλο και Μαριάνα Ενρίκες με δύο ιστορίες από τη Λατινική Αμερική, το πρώτο μυθιστόρημα της «Τετραλογίας της Φρεντερίκα Πότερ» της A. S. Byatt, «Ο Ωρολογοποιός του Έβερτον» του Ζορζ Σιμενόν.

Ταξιδεύοντας τον Αύγουστο συντροφιά με 10 βιβλία ξένης λογοτεχνίας.

 

«Η χρονιά που γεννήθηκε ο δαίμονας» του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο (εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Κώστας Αθανασίου)

Open Image Modal

Αντιβασιλεία του Περού, Λίμα, 1623. Μια άγρια και σημαδιακή νύχτα, στην καθολική μονή της Αγίας Κλάρας, έρχεται στον κόσμο ένα μωρό που κόβει την ανάσα σε όσους το βλέπουν. Έχει δύο κεφάλια, διχαλωτή γλώσσα, οκτώ μέλη. Η συγκεκριμένη γέννηση, τερατώδης και ανατριχιαστική, συμπίπτει με την εμφάνιση στην περιοχή μιας νεαρής γυναίκας. Το όνομά της είναι Ρόσα και φημολογείται ότι μπορεί να συνδεθεί και με τον Θεό και με τον Διάβολο.

Μάγισσα ή αγία, η ηρωίδα θα βρεθεί σύντομα στο στόχαστρο της Ιεράς Εξέτασης, η οποία δεν θα ησυχάσει μέχρι να ξεσκεπάσει τις πραγματικές της προθέσεις, καθώς και την πιθανή εμπλοκή της τόσο στην έλευση του δαίμονα όσο και στα τρομακτικά γεγονότα που ακολουθούν. Σε έναν τόπο που βουλιάζει στο έγκλημα και στη διαφθορά και σαρώνεται από απειλητικούς οιωνούς και ανέμους αβεβαιότητας, σε μια εποχή σκότους και φόβου, ένας υπάλληλος της Ιεράς Εξέτασης, ο Αλόνσο Μοράλες, προσπαθεί να ανακαλύψει τι ακριβώς συμβαίνει, αντιμετωπίζοντας διλήμματα ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό.

Ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο (γενν.1975, Λίμα Περού) ζει στη Βαρκελώνη και συγκαταλέγεται στους πιο δημοφιλείς και αναγνωρισμένους πεζογράφους της Λατινικής Αμερικής. Το 2010 συμπεριλήφθηκε από το περιοδικό Granta στους καλύτερους ισπανόφωνους συγγραφείς κάτω των 35 ετών. Έκτοτε έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα, διηγήματα, νουβέλες, δοκίμια, σενάρια, θεατρικά έργα και παιδικά βιβλία. Έχει μεταφράσει λογοτέχνες όπως ο Αντρέ Ζιντ και ο Ζαν Ζενέ, αρθρογραφεί τακτικά σε σημαντικά διεθνή  μέσα ενημέρωσης, ενώ έργα του έχουν μεταφερθεί στο σινεμά. Έγινε ευρύτερα γνωστός με τον Κόκκινο Απρίλη (Βραβείο Alfaguara 2006) που μεταφράστηκε σε περισσότερες από 20 γλώσσες. Το μυθιστόρημα Η χρονιά που γεννήθηκε ο δαίμονας είναι το ένατο βιβλίο του που κυκλοφορεί στα ελληνικά, μετά τον Κόκκινο Απρίλη (2007), την Ντροπή (2008), τις Αναμνήσεις μιας κυρίας (2009), την Τέταρτη ρομφαία (2010), τον Ουρουγουανό εραστή (2013), την Εσχάτη των ποινών (2015), τις Καρφίτσες στην άμμο (2017) και το Αλλά ρύσαι ημάς από του Πονηρού (2022).

«Ο Ρονκαλιόλο χρησιμοποιεί με μαεστρία αλλά χωρίς αυστηρότητα τα ιστορικά γεγονότα προκειμένου να χτίσει μια πικαρέσκα αφήγηση τοποθετημένη σε εκείνα τα θυελλώδη και σαγηνευτικά χρόνια. Η φαντασία του ξεχειλίζει, πλην όμως το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό και διασκεδαστικό». El Periόdico de Espana.

 

«Η δική μας πλευρά της νύχτας» της Μαριάνα Ενρίκες (εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Χριστίνα Θεοδωροπούλου)

Open Image Modal

Ο Χουάν, συντετριμμένος από τον, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, θάνατο της γυναίκας του, Ροσάριο, διασχίζει οδικώς την Αργεντινή με τον εξάχρονο γιο του, Γκασπάρ, εν μέσω της στρατιωτικής χούντας. Προορισμός τους το πατρικό της Ροσάριο. Εκεί καλούνται να αντιμετωπίσουν το Τάγμα, μια πανίσχυρη, μυστικιστική οργάνωση, που μέσα από αποτρόπαιες τελετουργίες αναζητά την αθανασία. Οι απαρχές του Τάγματος, του οποίου ηγούνται οι ισχυρές οικογένειες Μάδερς και Μπράντφορντ, ανάγονται αιώνες πίσω, όταν η γνώση του Σκότους έφτασε από την καρδιά της Αφρικής στην Αγγλία και από εκεί διαδόθηκε μέχρι την Αργεντινή. Ο Γκασπάρ καλείται να γίνει μέντιουμ και να υπηρετήσει τους σκοτεινούς σκοπούς του Τάγματος. Ο Χουάν τότε παίρνει την επικίνδυνη απόφαση να δραπετεύσει πάση θυσία από τον ζόφο και να κάνει τα πάντα για να προστατεύσει το παιδί του από αυτόν.

Ένα «επικό αριστούργημα τρόμου», ένα μυθιστόρημα πέρα και πάνω από ειδολογικούς προσδιορισμούς, όπου ο υπερφυσικός τρόμος διασταυρώνεται με πολύ πραγματικούς φόβους, και είναι το βιβλίο που καθιερώνει τη Μαριάνα Ενρίκες ως μια σπουδαία Λατινοαμερικανίδα συγγραφέα του καιρού μας.

Η Ενρίκες γεννήθηκε το 1973 στο Μπουένος Άιρες. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Λα Πλάτα και είναι βοηθός αρχισυντάκτη στο ένθετο για τις τέχνες και τα γράμματα της εφημερίδας PáginaΙ12. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο Οι κίνδυνοι του να καπνίζεις στο κρεβάτι (2009, εκδόσεις Πατάκη 2023) μπήκε στις βραχείες λίστες των βραβείων Booker International, Kirkus, Ray Bradbury και του βραβείου λογοτεχνίας των Los Angeles Times. Η τέταρτή της συλλογή με τίτλο Όσα χάσαμε στις φλόγες (2016, εκδόσεις Πατάκη, 2018) μεταφράστηκε σε περισσότερες από 25 γλώσσες και το 2017 απέσπασε το βραβείο Ciutat de Barcelona. Το Η δική μας πλευρά της νύχτας είναι το τέταρτο μυθιστόρημά της. Πρωτοκυκλοφόρησε στα ισπανικά το 2019 και έχει μέχρι τώρα μεταφραστεί σε περισσότερες από έξι γλώσσες. Για το ίδιο βιβλίο, η Ενρίκες τιμήθηκε με τα βραβεία Premio de la Crítica (2019), Premio Herralde de Novela (2019) και Kelvin 505 (2020).

 

«Ο χαμένος πίνακας του Ρέμπραντ» του Όλιβερ Μπανκς (εκδόσεις Άγρα, μετάφραση - επίμετρο Ανδρέας Αποστολίδης)

Open Image Modal

«Βλέπετε, ο πίνακας του Μητροπολιτικού Μουσείου του 1660 είναι ανολοκλήρωτος. Η Χέντρικε ήταν ήδη άρρωστη. Πέθαινε. Φαντάζομαι ότι ο Ρέμπραντ δεν άντεχε να τον τελειώσει. Αισθάνεται κανείς την τραγωδία, την αίσθηση της θνητότητας. Είναι τα πράγματα που δεν μπορώ να παραβλέψω στη φωτογραφία του πίνακα. Η γνώμη μου είναι ότι ο χαμένος πίνακας πρέπει να τοποθετηθεί κοντά στο 1660 με αυτόν του Μητροπολιτικού Μουσείου και όχι στο 1658 με αυτόν του Βερολίνου». […] Σταμάτησε να μιλάει. Με τα μάτια μισόκλειστα, ακολούθησε με το δείκτη του το περίγραμμα του προσώπου της Χέντρικε στη φωτογραφία που είχε μπροστά του. «Ναι, πιστεύω ότι ο πίνακας είναι του Ρέμπραντ».

O Σάμιουελ Βάινστοκ, ένας διορατικός έμπορος έργων τέχνης, ιδιοκτήτης μιας μικρής γκαλερί στη Βοστώνη, δέχεται μια μέρα από έναν μικρομεσάζοντα κάτι απίστευτο: ένα χαμένο, άγνωστο έργο του Ρέμπραντ, που απεικόνιζε μια γυναίκα της εποχής του 1660, όταν ο μεγάλος καλλιτέχνης ζωγράφιζε την τότε σύντροφό του, τη Χέντρικε Στόφελς, μετά το θάνατο της αγαπημένης του Σάσκια. Υπήρχε η εξαιρετική πιθανότητα να είναι αληθινό;

Παράλληλα, ο Έλτον Ρος, διευθυντής ενός μουσείου στη Βοστώνη, βρίσκεται μπρος σ’ ένα εκπληκτικό αρχαιοελληνικό αγγείο, αντίστοιχης ομορφιάς και τέχνης με τον κρατήρα του Εξηκία στο Μόναχο και τον κρατήρα του Ευφρονίου στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης· τού τον έχει προσκομίσει μυστικά ένας Αρμένης σκοτεινός έμπορος τέχνης. Οι δύο ιστορίες πλέκονται και αρχίζει μια σειρά φόνων και εξαφανίσεων.

Ο Έιμος Χάτσερ, ο ντετέκτιβ-ιστορικός τέχνης, ήρωας του Όλιβερ Μπάνκς, εμφανίζεται ξανά μετά τη Μανία με τον Καραβάτζο, και μέσα από τις έρευνες της αστυνομίας, την ιστορία της τέχνης, σχολαστικούς ακαδημαϊκούς ερευνητές, ειδικευμένους κορνιζοποιούς στα τελάρα του 17ου αιώνα και περιπετειώδη ταξίδια στην Ευρώπη προσπαθεί να βρει τα νήματα που θα τον οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου.

Ο Όλιβερ Μπανκς (1941-1991) ήταν ιστορικός τέχνης, καθηγητής ιστορίας της τέχνης και συγγραφέας στη Νέα Υόρκη. Το 1977 δημοσίευσε τη διδακτορική διατριβή του Watteau and the North: Studies in the Dutch and Flemish Baroque Influence on French Rococo Painting (Garland series – Outstanding dissertations in the fine arts) που εκπόνησε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Δημοσίευσε δύο αστυνομικά μυθιστορήματα: «Ο χαμένος πίνακας του Ρέμπραντ» (1980, υποψήφιο για το Βραβείο Edgar καλύτερου πρώτου μυθιστορήματος από Αμερικανό συγγραφέα 1981) και «Η μανία με τον Καραβάτζο» (1984). Κυκλοφορούν και τα δύο από τις εκδόσεις Άγρα.

 

«Η Παρθένος στον κήπο» της Αντόνια Σούζαν Μπάιατ (εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Κατερίνα Σχινά)

Open Image Modal

Το 1953 η Αγγλία ετοιμάζεται, με τελετές και πανηγύρεις, να υποδεχτεί στον θρόνο της τη νέα βασίλισσα, Ελισάβετ Β΄. Στη μικρή πόλη Μπλέσφορντ, όμως, η οικογένεια του Μπιλ Πότερ δείχνει πολύ μεγαλύτερο ενθουσιασμό για το τοπικό καλλιτεχνικό φεστιβάλ, που πρόκειται να διεξαχθεί τις ίδιες μέρες με τη Στέψη.

Ο πατέρας, Μπιλ Πότερ, λάτρης της ποίησης, καθηγητής λογοτεχνίας στο προοδευτικό σχολείο της περιοχής, άνθρωπος ιδιαίτερα καλλιεργημένος αλλά και αυστηρός, ασυμβίβαστος και αυταρχικός, νιώθει τον κόσμο του να καταρρέει: η μεγάλη του κόρη, η Στέφανι, εγκαταλείπει μια πολλά υποσχόμενη πανεπιστημιακή καριέρα για να παντρευτεί, παρά τη θέληση του πατέρα της, έναν κάπως άξεστο αλλά τρυφερό και γεμάτο κατανόηση ιερωμένο. Η δεύτερη κόρη του, η Φρεντερίκα, ετοιμάζεται για το πανεπιστήμιο, είναι ευφυής και φλογερά φιλόδοξη, και θα υποδυθεί την «Παρθένο Βασίλισσα», την Ελισάβετ Α΄, στο έργο που ανεβάζει, στο πλαίσιο του φεστιβάλ, το τρομερό παιδί της επαρχίας, ο Αλεξάντερ Γουέντερμπερν. Η Φρεντερίκα, που επιθυμεί απεγνωσμένα τη χειραφέτησή της και αποζητά διακαώς να χάσει την παρθενιά της, ερωτεύεται τον γοητευτικό συγγραφέα. Αυτός ευχαρίστως θα την απάλλασσε από την παρθενιά της, αν δεν υπήρχε η περίπλοκη σχέση του με μια παντρεμένη γυναίκα και η αδυναμία του να συνδεθεί ερωτικά, χωρίς αμφιθυμίες και άγχη. Ο γιος τού Μπιλ Πότερ, ο Μάρκους, μοναχικός έφηβος που ζει μια δική του, μυστική, γεμάτη οράματα ζωή, θα παρασυρθεί σε μια επικίνδυνη σχέση με έναν αλλόκοτο καθηγητή του, που θα προσπαθήσει να τον εισαγάγει στον προσωπικό του, διαταραγμένο κόσμο.

Το μυθιστόρημα, πρώτο της Τετραλογίας της Φρεντερίκα Πότερ, διασταυρώνει τους παράλληλους βίους των ηρώων του, συνδυάζοντας πνευματικές και σαρκικές αναζητήσεις και απολαύσεις, ελισαβετιανό δράμα και σύγχρονη κωμωδία, παράδοση και νεωτερικότητα. Η ευφυΐα, το πάθος, η επιθυμία, ο φόβος της ματαίωσης και του θανάτου, οι ελπίδες και οι ψευδαισθήσεις σημαδεύουν τις βεβαιότητες και τις αμφιβολίες μιας ολόκληρης γενιάς.

Η «Τετραλογία της Φρεντερίκα Πότερ» αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της συγγραφέως. Η φιλοδοξία αυτού του εγχειρήματος (ο κάθε τόμος είναι αριστουργηματικός) συνίσταται στην αναπαράσταση των κραδασμών της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής στην Αγγλία, από τη δεκαετία του ’50 ώς τη δεκαετία του ’80. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα το άνυδρο ή εξαϋλωμένο στα βιβλία της Μπάιατ, κάθε άλλο.

Η Μπάιατ κατόρθωσε να δώσει, κατά τον τρόπο των αγαπημένων της ζωγράφων όπως ο Ματίς, υπόσταση και χρώμα ακόμα και στους πιο απαιτητικούς συλλογισμούς της, αναζητώντας πάντα, όπως η ίδια έλεγε, την ακριβή σχέση των λέξεων με τα πράγματα. Raphaëlle Rérolle, Le Monde, 19.11.2023

Η Αντόνια Σούζαν Μπάιατ ( 1936-2023), γνωστή ως A. S. Byatt, ήταν Αγγλίδα μυθιστοριογράφος και κριτικός, βραβευμένη με Booker. Το 2008, η εφημερίδα The Times την κατέταξε στην λίστα με τους 50 μεγαλύτερους Βρετανούς συγγραφείς από το 1945. Σπούδασε φιλολογία στα Πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ, της Πενσιλβάνια και της Οξφόρδης. Δίδαξε στο University College London, δημοσίευσε μυθιστορήματα, διηγήματα και κριτικά δοκίμια και τιμήθηκε με τα βραβεία Erasmus (2016), Park Kyongni Literature Prize (2017) και Hans Christian Andersen Literature Award (2018). Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί το βιβλίο της Εμμονή και ετοιμάζεται το Still Life, δεύτερο μυθιστόρημα της Τετραλογίας της Φρεντερίκα Πότερ.

 

«Καιρός» της Τζέννυ Έρπενμπεκ (εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Αλέξανδρος Κυπριώτης)

Open Image Modal

Βερολίνο, Ιούλιος 1986. Η Καταρίνα και ο Χανς συναντιούνται τυχαία σε ένα λεωφορείο. Εκείνη είναι μία δεκαεννιάχρονη φοιτήτρια, εκείνος ένας παντρεμένος συγγραφέας γύρω στα πενήντα πέντε. Αιφνιδιάζονται από την έλξη που τους κυριεύει, κάτι αμοιβαίο και παράφορο, κάτι που σταδιακά εντείνεται μέσα από το κοινό τους ενδιαφέρον για τη μουσική και την τέχνη, κάτι που αναπόφευκτα βαθαίνει και τους δένει ακόμα περισσότερο επειδή ακριβώς η σχέση αυτή πρέπει να παραμείνει μυστική. Ώσπου εκείνη διολισθαίνει σε ένα νυχτερινό παραστράτημα, εκείνος δεν μπορεί να τη συγχωρήσει και μια επικίνδυνη ρωγμή αρχίζει να σχηματίζεται ανάμεσά τους. Με φόντο τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας που καταρρέει και τις ριζικές αλλαγές που ακολούθησαν, η Τζέννυ Έρπενμπεκ, με τη χαρακτηριστική και διαπεραστική της γλώσσα, μιλάει για την άβυσσο της ευτυχίας, για την πορεία δύο εραστών στο μεταίχμιο αλήθειας και ψεύδους, εμμονής και βίας, μίσους και ελπίδας. Τα πάντα στη ζωή τους, την ίδια ώρα που συμβαίνουν, μεταμορφώνονται σε κάτι που έχει ήδη χαθεί. Η διαχωριστική γραμμή είναι πάντοτε μία μόνο στιγμή. Το μυθιστόρημα τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Booker 2024.

«… Αυτό που μετατρέπει τον Καιρό σε μια αφήγηση ασυνήθιστη και σπάνια, είναι ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που σε κάνει να αισθάνεσαι όμορφα και άβολα την ίδια στιγμή, ότι είναι ένα βιβλίο προσωπικό και πολιτικό εξίσου. Η συγγραφέας οδηγεί τους αναγνώστες να προβούν στους συσχετισμούς μεταξύ γεγονότων που καθόρισαν ολόκληρες γενιές και μιας ολέθριας, στυγνής ερωτικής σχέσης, εγείροντας παράλληλα ερωτήματα για τη φύση της μοίρας και της ελεύθερης βούλησης. Όπως η ΛΔΓ, η συγκεκριμένη σχέση ξεκινά με αισιοδοξία και εμπιστοσύνη, αλλά στην πορεία ξεφτίζει και αποσυντίθεται». Από το σκεπτικό της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Βραβείου Booker 2024.

 

«Η νέα Βαβέλ» του Μισέλ Μπυσσί (εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Σταύρος Παπασταύρου)

Open Image Modal

Βρισκόμαστε στο 2097, σ’ έναν κόσμο όπου η τηλεμεταφορά αποτελεί πια καθημερινότητα. Τα γεωγραφικά σύνορα έχουν οριστικά καταργηθεί κι η ανθρωπότητα απολαμβάνει την ασύλληπτη ελευθερία της μετακίνησης σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη, ανά πάσα στιγμή, χάρη σ’ έναν πανίσχυρο αλγόριθμο ονόματι ΠΑΓΓΑΙΑ.

Για τον εορτασμό των εκατό χρόνων από την πρώτη τηλεμεταφορά στην ιστορία, ο Γκαλιλέο Νεμρόδ, ο πανίσχυρος πρόεδρος του Παγκόσμιου Οργανισμού Μετακινήσεων, σχεδιάζει την επιχείρηση «Νέα Βαβέλ», φιλοδοξώντας να συγκεντρώσει όλους τους κατοίκους του πλανήτη σε έναν πύργο-σύμβολο της πανανθρώπινης ειρήνης στο Τριστάν ντα Κούνια, το πιο απομακρυσμένο νησί της Γης.

To μεγαλεπήβολο αυτό σχέδιο του Νεμρόδ απειλείται από ένα, εκ πρώτης όψεως ασύνδετο, αιματηρό συμβάν στο νησί Τεταμάνου της Πολυνησίας, όπου έχουν απομονωθεί δέκα Γερμανοί συνταξιούχοι σε μια προσπάθεια να περιφρουρήσουν την ιδιωτικότητά τους. Ένας τρομοκράτης καταφέρνει να διεισδύσει στο απροσπέλαστο ειδυλλιακό καταφύγιό τους και τους δολοφονεί με ιδιαίτερα βάναυσο τρόπο. Τρεις αστυνομικοί, ένας φιλόδοξος δημοσιογράφος και μία δασκάλα νοσταλγός του παρελθόντος αναλαμβάνουν, σε μια φρενήρη κούρσα ενάντια στον χρόνο, να διαλευκάνουν το μυστήριο και να ανακαλύψουν τον δολοφόνο και όσους κρύβονται πίσω απ’ αυτόν.

Από τις φαβέλες του Ρίο στο Καζακστάν κι από τη Σαμαρκάνδη στις ζούγκλες της Βιρμανίας, ο μετρ του σασπένς Μισέλ Μπυσσί ζωντανεύει στη Νέα Βαβέλ έναν μελλοντικό κόσμο, τόσο μακριά κι όμως τόσο κοντά με τον δικό μας, τόσο ανοίκειο και ταυτόχρονα τόσο γνώριμο. «Για ακόμη μια φορά, ο Μπυσσί αξιοποιεί με μαεστρία τους κώδικες του σασπένς και ταξιδεύει τους αναγνώστες του σε όλα σχεδόν τα μέρη του πλανήτη». Le Parisien.

Ο Μισέλ Μπυσσί (γενν. 1965, Νορμανδία), είναι πολιτικός αναλυτής και καθηγητής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Ρουέν. Θεωρείται σήμερα ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους Γάλλους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων. Τα βιβλία του, που δίνουν μια αφορμή αναστοχασμού γύρω από τα διακυβεύματα της σύγχρονης εποχής, έχουν αποσπάσει πολυάριθμα λογοτεχνικά βραβεία, έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες και έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο.

 

«Η φίλη μου Άννα Φρανκ» της Χάννα Πικ-Γκόσλαρ (εκδόσεις Ψυχογιός)

Open Image Modal

To 1933, η Χάννα Πικ-Γκόσλαρ κι η οικογένειά της έφυγαν από τη ναζιστική Γερμανία για να ζήσουν στο Άμστερνταμ, όπου η Χάννα δημιούργησε στενή φιλική σχέση με τη γειτόνισσα της διπλανής πόρτας, ένα ευχάριστο και ντόμπρο κορίτσι που λεγόταν Άννα Φρανκ. Για αρκετά χρόνια, το αχώριστο δίδυμο απολάμβανε τα παιχνίδια μιας ανέμελης παιδικής ηλικίας, αλλά το 1942 οι ζωές της Χάννα και της Άννας άλλαξαν απότομα για πάντα. Καθώς εξελισσόταν η Κατοχή των Ναζί στο Άμστερνταμ, η Άννα και η οικογένεια Φρανκ εξαφανίστηκαν. Έχοντας αποχωριστεί την αγαπημένη της φίλη χωρίς καμία προειδοποίηση, η Χάννα πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια, διερωτώμενη αν η Άννα είχε καταφέρει, από κάποιο θαύμα, να ξεφύγει από τον κίνδυνο.

Η Χάννα μοιράζεται μαζί μας την ιστορία της κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, από την εφαρμογή των αντιεβραϊκών νόμων στο Άμστερνταμ και τη σταδιακή εξαφάνιση συμμαθητών της και της οικογένειας Φρανκ ως την αιχμαλωσία της ίδιας της Χάννα και της οικογένειάς της στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλζεν – με αποκορύφωμα ένα απίστευτο μοιραίο ξανασμίξιμο με τη φίλη της την Άννα Φρανκ.

Η Χάννα Πικ-Γκόσλαρ -αναφέρεται ως Λις Γκούσενς στο ημερολόγιο της Άννας Φρανκ- γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1928. Τον Ιούνιο του 1943, η Χάννα κι η οικογένειά της συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο μεταγωγών Βέστερμπορκ και στη συνέχεια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλζεν. Η Χάννα έζησε εκεί δεκατέσσερις μήνες μέχρι την απελευθέρωση του στρατοπέδου το 1945. Μετανάστευσε στην Παλαιστίνη υπό Βρετανική Εντολή το 1947, λίγο προτού γίνει το σημερινό κράτος του Ισραήλ, και σπούδασε νοσηλευτική. Απεβίωσε το 2022 σε ηλικία ενενήντα τριών ετών.

Ένα μοναδικό πορτρέτο του πιο αναγνωρίσιμου θύματος του Ολοκαυτώματος, της Άννας Φρανκ, αλλά και μια βαθιά συγκινητική αφήγηση για τη φιλία και τα παιδικά χρόνια σε μια από τις σκοτεινότερες περιόδους της παγκόσμιας ιστορίας.

 

«Κλυταιμνήστρα» της Κοστάντζα Κασάτι (εκδόσεις Μίνωας, μετάφραση Ντόρα Δαρβίρη)

Open Image Modal

«... Το νερό στον λουτήρα είναι κρύο και ευχάριστο στο δέρμα. Μόνο η Ελένη, η Κλυταιμνήστρα και οι Σπαρτιάτισσες επιτρέπεται να χρησιμοποιούν το μικρό δωματιάκι σε μια γωνιά της αυλής. Οι υπόλοιπες αθλήτριες, πολίτες και κορίτσια που δεν θεωρούνται γνήσιοι Σπαρτιάτες ξεπλένουν τον ιδρώτα τους στο ποτάμι. Η Κλυταιμνήστρα ακουμπά το κεφάλι της στον πέτρινο τοίχο και παρακολουθεί την Ελένη καθώς αναδύεται από το νερό, τα χρυσαφένια της μαλλιά κολλημένα στους ώμους της. Είναι δεκαέξι ετών και τα σώματά τους αρχίζουν να αλλάζουν, τα πρόσωπά τους να λεπταίνουν, να γίνονται πιο σφριγηλά. Η Κλυταιμνήστρα φοβάται την αλλαγή, αποφεύγει να συζητά αυτό το θέμα. Της θυμίζει πως, στην ηλικία τους, η μητέρα τους είχε ήδη παντρευτεί τον πατέρα τους και είχε αφήσει τη γενέτειρά της. Η Λήδα είχε έρθει στη Σπάρτη από την Αιτωλία, την άγονη ορεινή γη στην κεντρική Ελλάδα, που φημιζόταν για τα άγρια θηρία της, τις θεότητες και τα πνεύματα της φύσης. Όπως όλες οι Αιτωλές πριγκίπισσες που είχαν προηγηθεί, η Λήδα ήταν κι αυτή κυνηγός, έμπειρη στη χρήση του πέλεκυ και του τόξου, ενώ λάτρευε τη θεά των βουνών, τη Ρέα. Ο βασιλιάς Τυνδάρεω την αγάπησε για τον δυναμικό χαρακτήρα της και την παντρεύτηκε, αν και οι Έλληνες αποκαλούσαν τις φυλές της Αιτωλίας πρωτόγονες και διέδιδαν φήμες πως έτρωγαν ωμό κρέας, όπως τα ζώα. Όταν η Λήδα, μια γεροδεμένη γυναίκα με κορακίσια μαλλιά και σκουρόχρωμο δέρμα, γέννησε την Ελένη –ένα ανοιχτόχρωμο κορίτσι με μαλλιά στο χρώμα του μελιού–, όλοι στη Σπάρτη πίστεψαν πως ο Δίας ήταν εραστής της» (απόσπασμα).

Είναι κόρη βασιλιά αλλά παντρεύεται τύραννο.
Τον παρακολουθεί ανίσχυρη να θυσιάζει το παιδί της στους θεούς.
Περιμένει καρτερικά. Καταστρώνει την εκδίκησή της.
Την έχουν αποκαλέσει «υπερήφανη», «βάναυση», «τρελή από φιλοδοξία», «δολοφόνο».
Την έχουν αποκαλέσει πολλά, τίποτα από αυτά, όμως, δεν έχει σημασία.
Ξέρει πώς να παίξει το παιχνίδι.
Αν δεν της δοθεί η εξουσία, θα την πάρει μόνη της.
Είναι η Κλυταιμνήστρα (από το οπισθόφυλλο).

Η Costanza Casati γεννήθηκε στο Τέξας και μεγάλωσε σε ένα χωριό της βόρειας Ιταλίας, όπου σπούδασε αρχαία ελληνικά και αρχαία ελληνική γραμματεία σε ένα από τα καλύτερα ακαδημαϊκά προγράμματα της χώρας. Έλαβε το μεταπτυχιακό της στη συγγραφή από την αντίστοιχη σχολή του Πανεπιστημίου Warwick, στο Ηνωμένο Βασίλειο και έχει εργαστεί ως σεναριογράφος και δημοσιογράφος.

Η «Κλυταιμνήστρα», ένα δυναμικό mythology retelling, είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Έχει μεταφραστεί σε δεκαοκτώ γλώσσες και συμπεριλήφθηκε στις λίστες ευπώλητων των Times, αλλά και στη λίστα των επικρατέστερων για το HWA Debut Crown Award.

Μετά την Κλυταιμνήστρα, κόρη του Τυνδάρεω και της Λήδας, αδελφή της ωραίας Ελένης και των Διόσκουρων, γυναίκα του Αγαμέμνονα, βασιλιά των Μυκηνών, στο δεύτερο μυθιστόρημα της που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο κι έχει τίτλο «Babylonia», η Casati ανασυνθέτει την ιστορία της Σεμίραμις, της μοναδικής γυναίκας που κυβέρνησε την Ασσυριακή αυτοκρατορία. Η Ασσυρία, το Βασίλειο της Μεσοποταμίας στην εύφορη κοιλάδα του Τίγρη που έλαβε την ονομασία της από την πόλη-κράτος Ασσούρ (κοιτίδα των Ασσυρίων) και από το όνομα του Θεού του Ήλιου, υπήρξε μία κραταιά αυτοκρατορία, που γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της μεταξύ 9ου και 7ου αιώνα π.Χ. (το Ασσυριακό κράτος καταλύθηκε οριστικά το 612 π.Χ.). Τον 9ο αι. π.Χ., την αυτοκρατορία εκείνη, που εκτεινόταν από την Μικρά Ασία μέχρι το σημερινό δυτικό Ιράν, διαφέντευε μία γυναίκα. Η Σαμουραμάτ -το όνομα της σημαίνει «υψηλός ουρανός»- έμεινε στον θρόνο μόλις πέντε χρόνια, αλλά παρά τη σύντομη βασιλεία της κατάφερε να εμπνεύσει τον σεβασμό μεταξύ των υπηκόων της, αλλά και πέραν αυτών. Αιώνες μετά, Έλληνες συγγραφείς και ιστορικοί έγραψαν για τη Sammu-ramat και τα επιτεύγματά της, εξελληνίζοντας το όνομά της σε «Σεμίραμις».

 

«Η Τσέστερφιλντ του πέμπτου ορόφου» της Ναταλί Ρονβό (εκδόσεις Βακχικόν, μετάφραση Χάρης Παπαϊωάννου

Open Image Modal

Με τρυφερότητα και χιούμορ, η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία της φιλίας που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Λουκά, έναν μάλλον συνεσταλμένο εργένη γύρω στα τριάντα, και τον Λουσιάν, τον παράξενο γείτονά του από τον πέμπτο όροφο της πολυκατοικίας. Ξεκάθαρα ιδιόρρυθμος, αυτός ο χαρισματικός -μιας κάποιας ηλικίας- άνδρας θα επιβληθεί γρήγορα στη ζωή του Λουκά, προσκαλώντας τον στο σπίτι του για επίσκεψη κάθε Τρίτη βράδυ.

Ιεροτελεστία αναπόφευκτη όσο και απαράλλακτη, αυτή η εβδομαδιαία συνάντηση θα επιτρέψει στους δύο άνδρες να γνωριστούν μεταξύ τους και να σφυρηλατήσουν ισχυρούς δεσμούς φιλίας. Μια μέρα όμως ο Λουσιάν αποκαλύπτει ότι κάποιος του στέλνει με το ταχυδρομείο κρυπτογραφημένες επιστολές και ανώνυμα δέματα. Μπορεί η καθημερινότητα να μας εκπλήξει; Αυτό το διαχρονικό ερώτημα εξερευνά η Ναταλί Ρονβό και μαζί του μια νέα θεματική, πιο ανάλαφρη και πιο αισιόδοξη.

Η Ναταλί Ρονβό (Nathalie Ronvaux) είναι Λουξεμβουργιανή συγγραφέας και εργάζεται από το 2017 στο Κέντρο Πολιτισμού Kulturfabrik στην πόλη Ες-συρ-Αλζέτ. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα, και δημοσιεύει τακτικά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Το 2010 έλαβε το Βραβείο του Ιδρύματος Σερβέ για την ποιητική της συλλογή Αμπέλια και λύκαινες, το 2013 τιμήθηκε με το Α′ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας του Λουξεμβούργου για το θεατρικό της έργο Η αλήθεια μου ανήκει, ενώ το 2018 έλαβε το Βραβείο των Λουξεμβουργιανών Εκδοτών (Lëtzebuerger Buchpräis) για το μυθιστόρημά της Χαμόγελο. Απλή μετάβαση.

Από τις εκδόσεις Βακχικόν κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή της Νυχτερινή πτήση σε ανοιχτό ουρανό (μτφρ. Αγγελική Δημουλή, 2020), ενώ ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί και στην Ανθολογία νέων Λουξεμβουργιανών ποιητών (μτφρ. Αγγελική Δημουλή, εκδόσεις Βακχικόν 2020). Η Τσέστερφιλντ του πέμπτου ορόφου είναι η πρώτη νουβέλα της που κυκλοφορεί στα ελληνικά.

 

«Ο Ωρολογοποιός του Έβερτον» του Ζορζ Σιμενόν (εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Αργυρώ Μακάρωφ)

Open Image Modal

«Μέχρι τα μεσάνυχτα, συγκεκριμένα μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα, ακολούθησε την καθημερινή ρουτίνα όπως έκανε όλα τα βράδια, και πιο συγκεκριμένα τα σαββατόβραδα, που κάπως διέφεραν από τις άλλες ημέρες. Άραγε θα είχε ζήσει αυτή τη βραδιά διαφορετικά ή θα προσπαθούσε να την απολαύσει περισσότερο, αν είχε προβλέψει ότι ήταν η τελευταία βραδιά που περνούσε ως ευτυχισμένος άνθρωπος; Αυτό το ερώτημα, και πολλά άλλα, συμπεριλαμβανομένου του αν όντως ήταν ευτυχισμένος, θα προσπαθούσε να τα απαντήσει πολύ αργότερα.

Ανήγγειλαν τις τελευταίες ειδήσεις της ημέρας. Ο εκφωνητής μιλούσε γρήγορα, κοφτά, χωρίς διαλείμματα όταν περνούσε απ’ το ένα θέμα στο άλλο: «Εσωτερικές ειδήσεις: Οι αστυνομίες έξι Πολιτειών, με τη συνδρομή του FBI, αναζητούν τον δεκαεξάχρονο δολοφόνο Μπεν Γκάλλοουεϋ. Αυτός, συνοδευόμενος από τη φίλη του Λίλιαν Χώκινς, ηλικίας μόνο δεκαπεντέμισι ετών, εγκατέλειψε το Έβερτον, από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης, το βράδυ του Σαββάτου, οδηγώντας την καμιονέτα του πατέρα του. Αφού σκότωσε με περίστροφο τον ονομαζόμενο Τσάρλς Ράλστον, πενηντατεσσάρων ετών, κάτοικο του Λονγκ-Έντυ, στα σύνορα της Πενσυλβάνιας, το ζευγάρι έκλεψε το μπλε Όλντσμομπιλ του θύματος και συνέχισε την πορεία του προς τα νοτιοδυτικά». (Απόσπασμα).

Ο Ντέηβ Γκάλλοουεϋ, ωρολογοποιός σε ένα χωριό στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, έχει αφοσιωθεί στην ανατροφή του γιου του από τη μέρα που τον άφησε η γυναίκα του. Μια μέρα ο δεκαεξάχρονος Μπεν δεν γυρίζει σπίτι. Λίγο αργότερα ο Ντέηβ μαθαίνει έκπληκτος ότι ο γιος του καταζητείται για φόνο από την αστυνομία. Όταν συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, αποφασίζει να τον βοηθήσει, αλλά ο Μπεν μένει ασυγκίνητος απέναντι στο ενδιαφέρον του πατέρα του και δεν θέλει να τον δει. Παρ’ όλο τον πόνο που του προκαλεί η στάση του γιου του, ο Ντέηβ προσπαθεί να μπει στη θέση του και να τον καταλάβει.

Ο T. S. Eliot πηγαίνει σε μία δεξίωση στο Λονδίνο, όπου ο Άγγλος εκδότης παρουσίαζε τον Σιμενόν. Όντας σε θέση να απαγγείλει από μνήμης αποσπάσματα από μια ανθολογία με περιπέτειες του Σέρλοκ Χόλμς, αυτός ο γαλλόφιλος ποιητής, που βραβεύτηκε το 1948 με το Νόμπελ λογοτεχνίας, μπορούσε να συζητάει επί ατελείωτες ώρες με φίλους συγκρίνοντας την αξία του Τσάντλερ και του Σιμενόν. Λίγο αργότερα θα του εκφράσει αυτοπροσώπως τον ενθουσιασμό του για τον Ωρολογοποιό του Έβερτον, κυρίως για τον προσωπικό τρόπο με τον οποίο ο Σιμενόν επανέρχεται σε ένα από τα βασικά του θέματα, με σκοπό να το επεξεργαστεί από διαφορετική σκοπιά, μέσα από εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους πρόσωπα.

Ο Ζορζ Σιμενόν (1903-1989) όταν ξεκίνησε ένα βιβλίο, δυσκολευόταν να το περιγράψει: «Είναι κάτι σχετικό με το θέμα του πατέρα και του γιου, δύο γενεών, ο άντρας που εισέρχεται στη ζωή και ο άντρας που αποσύρεται. Δεν πρόκειται ακριβώς για αυτό, αλλά δεν διακρίνω ακόμα καθαρά για να μιλήσω από τώρα», λέει σχετικά με τον Ωρολογοποιό του Έβερτον.

Η ιστορία μεταφέρθηκε στο σινεμά το 1974 από τον Bertrand Tavernier, με τον Philippe Noiret και τον Jean Rochefort στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Το βιβλίο, με τη μινιμαλιστική του, είναι δύσκολο να διασκευαστεί για άλλο μέσο, αλλά ο Φιλίπ Νουαρέ αποδίδει όπως πάντα τον πολύπλοκο εσωτερικό κόσμο του χαρακτήρα που υποδύεται, καθώς έρχεται αντιμέτωπος με τη συμπεριφορά του γιου του. Η ταινία κέρδισε το βραβείο Louis Delluc.

Ο Ωρολογοποιός του Έβερτον είναι ένα από τα πιο συγκινητικά μυθιστορήματα για την αδιέξοδη σχέση πατέρα και γιου.