«Μείνετε τουλάχιστον 200 μέτρα μακριά από τον φαλαινοθηρικό σταθμό -είναι γεμάτος αμίαντο και οι στέγες είναι έτοιμες να καταρρεύσουν».
Αυτή ήταν η προειδοποίηση που άκουσε ο Shafik Meghji, βραβευμένος δημοσιογράφος στο ταξιδιωτικό ρεπορτάζ, όταν αποφάσισε να επισκεφθεί το Στρόμνες στο νησί της Νοτίου Γεωργίας. Βρίσκεται στον νότιο Ατλαντικό, έχει μήκος περίπου 170 χλμ. και πλάτος 29 χλμ. και κάποτε είχε γνωρίσει μεγάλες δόξες ως βάση φαλαινοθηρίας. Τώρα η φύση το κατέκτησε ξανά και κατοικείται από θαλάσσιους ελέφαντες και περίπου 400.000 πιγκουίνους.
Το νησί λέγεται ότι το πρωτοείδε το 1675 ο Άντονι ντε λα Ρόκε, ένας Λονδρέζος έμπορος, και σε κάποιους πρώιμους χάρτες αναφερόταν ως Ρόκε Νήσος. Το 1775 ο πλοίαρχος Τζέιμς Κουκ διεκδίκησε την περιοχή για το Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας. Έκανε την πρώτη αποβίβαση και το ονόμασε «Νήσος Γεωργία» προς τιμήν του Βασιλιά Γεωργίου Γ΄.
Βλέποντας κανείς τα εγκαταλελειμμένα και σκουριασμένα κτήρια, έτοιμα να καταρρεύσουν, δύσκολα μπορεί να φανταστεί ότι κάποτε ήταν μια πλούσια περιοχή λόγω της ακμάζουσας -αν και βάναυσης βιομηχανίας, που είχε μετέτρεψε τη Νότια Γεωργία στην πρωτεύουσα της φαλαινοθηρίας στον Νότιο Ατλαντικό.
Τώρα είναι μια άγρια, αφιλόξενη γη παγετώνων, βουνών και των φιόρδ. Το νησί της Νοτίου Γεωργίας είναι ένα από τα πιο απομακρυσμένα μέρη της γης. Αυτό το βρετανικό υπερπόντιο έδαφος, βρίσκεται περίπου 1.400 χιλιόμετρα από την πλησιέστερη κατοικημένη γειτονική περιοχή, τα νησιά Φόκλαντ. Είναι προσβάσιμο μόνο από τη θάλασσα και η πλειοψηφία των σχεδόν 18.000 ανθρώπων που επισκέπτονται κάθε χρόνο το νησί, το κάνουν με τις κρουαζιέρες της Ανταρκτικής. Σχεδόν το μισό νησί των 3.755 τετραγωνικών χιλιομέτρων καλύπτεται μόνιμα από πάγο (αν και λόγω της κλιματικής αλλαγής, οι πάγοι υποχωρούν δραματικά).
Καθ′ όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα η Νότιος Γεωργία ήταν βάση για τους κυνηγούς φώκιας και, τον επόμενο αιώνα, βάση φαλαινοθηρίας μέχρι την δεκαετία του 1960 όταν και σταμάτησε το κυνήγι φάλαινας.
Η πρώτη χερσαία βάση φαλαινοθηρικού σταθμού, και πρώτος μόνιμος οικισμός, ιδρύθηκε στο Γκρυτβίκεν το 1904 από τον Νορβηγό Καρλ Άντον Λάρσεν.
Με το που έφτασε στην περιοχή, και ενώ η φαλαινοθηρία στο βόρειο ημισφαίριο βρισκόταν σε παρακμή λόγω του αποδεκατισμού των φαλαινών, ο Λάρσεν είδε μια επιχειρηματική ευκαιρία.
Έφτιαξε λοιπόν τον πρώτο σταθμό και μέχρι το 1912, στη Νότια Γεωργία υπήρχαν έξι φαλαινοθηρικοί σταθμοί, συμπεριλαμβανομένου και του Στρόμνες.
Ο σταθμός παρέμεινε σε λειτουργία μέχρι το 1965.
Ένα μέσο φαλαινοθηρικό πλοίο μπορούσε να πιάσει μέχρι και 14 φάλαινες σε ένα ταξίδι. Στην αρχή τους ενδιέφερε μόνο λίπος αλλά μετά αναγκάστηκαν να αξιοποιούν ολόκληρη τη φάλαινα. Το κρέας και τα οστεάλευρα τα πουλούσαν ως ζωοτροφή και λίπασμα. Αλλά ο πραγματικός θησαυρός ήταν το λάδι τη φάλαινας. Τα καλύτερα έλαια πήγαιναν σε προϊόντα διατροφής, όπως η μαργαρίνη και το παγωτό, ενώ η δεύτερη κατηγορία πήγαινε σε σαπούνι και καλλυντικά και τα λιγότερο ποιοτικά στη βιομηχανία. Το λάδι της φάλαινας έδινε επίσης γλυκερόλη, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή εκρηκτικών και υψηλής ποιότητας λιπαντικών για τουφέκια και άλλο στρατιωτικό εξοπλισμό. Έτσι, η ζήτηση είχε αυξηθεί δραματικά κατά τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων.
Στον σταθμό του Γκρυτβίκεν δούλευαν νυχθημερόν 450 άνθρωποι την περίοδο της ακμής του, σε θερμοκρασίες -10 C.
Υπολογίζεται ότι συνολικά θανατώθηκαν 175.250 φάλαινες μεταξύ του 1904 και του 1965, όταν οι σταθμοί έκλεισαν.
Σε ολόκληρη την περιοχή της Ανταρκτικής υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν περίπου 1,5 εκατομμύρια φάλαινες (μεταξύ του 1904 και του 1978, όταν τελικά σταμάτησε το κυνήγι φαλαινών).
Έκτοτε ο πληθυσμός των φαλαινών δεν έχει καταφέρει να ανακάμψει. Η Διεθνής Φαλαινοθηρική Επιτροπή εκτιμά ότι ο πληθυσμός της μπλε φάλαινας έχει πέσει το νότιο ημισφαίριο από τις 200.000 σε «λίγες χιλιάδες».
Το 1986 εισήγαγε ένα μορατόριουμ 6 ετών στην εμπορική φαλαινοθηρία το οποίο έχει επεκταθεί ως τις μέρες μας. Για διάφορους λόγους σε κάποιες χώρες δεν ισχύει το μορατόριουμ αυτό. Σήμερα, οι χώρες που κυνηγούν φάλαινες είναι οι Νορβηγία, Ισλανδία, Ιαπωνία και οι ιθαγενείς κοινότητες στη Σιβηρία, την Αλάσκα και το βόρειο Καναδά.
Πηγή: BBC