Μια χώρα και μια κοινωνία που αρνούνται να ενηλικιωθούν με περίσσια επιμονή. Αυτή θα μπορούσε να είναι η διαπίστωση ενός υποθετικού «ταξιδιώτη στο χρόνο», ενός ανθρώπου που από την Ελλάδα του 1945 αφικνείται ξαφνικά στην Ελλάδα του 2021, αναμένοντας ότι η ωριμότητα, η εξέλιξη της πολιτικής σκέψης και προ πάντων οι εμπειρίες και τα παθήματα θα είχαν δώσει μία νέα πνοή στη χώρα, όπως συνέβη σε σειρά άλλων περιπτώσεων, όχι μόνο της Εσπερίας. Θα είχαν καταστήσει αντιληπτό ότι οι πολιτικές ιδεολογίες δε νοείται να αποτελούν «όπιο του λαού», τουλάχιστον υπό όρους 1945.
Εξάλλου, ποια κοινά στοιχεία διαπιστώνονται μεταξύ της προβαλλόμενης «Αριστεράς» της μεταπολεμικής περιόδου με εκείνη της μεταψυχροπολεμικής περιόδου;
Ήταν άραγε διεθνιστική η Αριστερά του ΕΑΜ, δηλαδή του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου; Αντιστοίχως, η «Δεξιά» του προ δικτατορίας Κωνσταντίνου Καραμανλή είναι ίδια με εκείνη της μετά το 1974 Νέας Δημοκρατίας; Ή έτι περαιτέρω, η Δεξιά του Ευάγγελου Αβέρωφ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «νεοφιλελεύθερη»;
Είναι εξόχως παραπλανητική μια τέτοια συζήτηση, ακριβώς επειδή οι συζεύξεις μεταξύ των δεκαετιών οφείλουν να πραγματοποιούνται με όρους ιστορικής μνήμης και διδαγμάτων και όχι με όρους ποδοσφαιρικού ντέρμπι.
Τα έχουμε δει και στη Βουλή, άλλωστε, αυτά τα φαινόμενα… «Τι σας κάναμε στο Μελιγαλά» και «Τι πάθατε στο Βίτσι και στο Γράμμο». Δεν είναι σοβαρή αυτή η ρητορική, η οποία δυστυχώς κυριαρχεί σήμερα στο διαδίκτυο, ωσάν η επιχειρησιακή έκβαση ενός πολεμικού γεγονότος να επαληθεύει ή να ακυρώνει το δίκαιο ενός αγώνα και μιας «ιδεολογίας».
Και το κυριότερο είναι ότι δε νοείται να εκστομίζεται από ανθρώπους, οι οποίοι θεωρούνται διαμορφωτές της κοινής γνώμης και ο λόγος τους έχει μια τρόπον τινά παιδευτική αξία.
Εν προκειμένω, είναι κωμικοτραγικό να μελετάται η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων με όρους καταγγελίας ή επιβράβευσης, ανάλογα με τις ορέξεις μας και το ποιο εκ προοιμίου συμπέρασμά μας θέλουμε εκ των υστέρων να τεκμηριώσουμε.
Αυτή η ανορθολογική προσέγγιση της διεθνούς πολιτικής καταλήγει σε αδιέξοδα όπως: Μα πώς γίνεται η Ναζιστική Γερμανία να επιτέθηκε στην ΕΣΣΔ με τέτοια σφοδρότητα, ενώ είχαν υπογράψει το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ περί Μη Επίθεσης τον Αύγουστο του 1939, λίγες ημέρες πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου; Πώς είναι δυνατόν ο ναζιστής Στρατηγός Adolf Heusinger, ο οποίος έφθασε να αναλάβει έως και την αρχηγία του Γενικού Επιτελείου το 1944, εν τέλει να διορίζεται Επικεφαλής της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ το 1961, τη στιγμή που 76 χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου τα γερμανικά δικαστήρια εξακολουθούν να δικάζουν 96χρονες πρώην γραμματείς στρατοπέδων συγκέντρωσης;
Η θεώρησή μας για τη διεθνή πολιτική δεν μπορεί να είναι ανορθολογική, καθώς οι λήπτες των αποφάσεων στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής είναι εξόχως ορθολογικοί, ήτοι προσμετρούν το κόστος και το όφελος τους πέραν κάθε ηθικού προτάγματος, το οποίο ενδεχομένως θα αφορούσε τις διαπροσωπικές σχέσεις αλλά όχι τις διακρατικές.
Το εν λόγω σκεπτικό διαχέεται και στην εσωτερική δομή του εθνοκράτους, καθώς η μετάλλαξη των πολιτειακών και πολιτικών προταγμάτων είναι πλέον γεγονός μετά το πέρας του 20ού αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου διαπιστώσαμε ή θα ευελπιστούσα να έχουμε διαπιστώσει, επί παραδείγματι, ότι η κολεκτιβοποίηση συνιστά αποτυχημένο μοντέλο οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής, ακριβώς επειδή δε συνδέεται με την ανθρώπινη επιθυμία ανέλιξης του παραγωγού, αλλά και δεν ανταποκρίνεται στις αυξημένες ανάγκες του «καταναλωτή»-πολίτη.
Ομοίως, θα ανέμενα να είχαμε κάνει κτήμα μας ότι η εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, αλλά και οι νέες προκλήσεις στα επίπεδα της πολιτικής προστασίας λόγω πανδημιών και κλιματικής αλλαγής, επιτάσσουν την ύπαρξη ισχυρού κοινωνικού κράτους, ενώ και η ιδιάζουσα εν Ελλάδι κοινωνική συγκρότηση δεν επιτρέπει τη συμπύκνωση του συνόλου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε λιγοστά μεγάλα εμπορικά κέντρα. Η οριζόντια θέαση τέτοιας υφής ζητημάτων είναι κατάτι φασίζουσα, παρά τα τελείως διαφορετικά προκαλύμματα.
Δεν υπάρχουν συνταγές διά πάσα νόσο… Η κοινωνική συγκρότηση συνιστά ένα δυναμικό φαινόμενο και προς τούτο, η πολιτική παρέμβαση είναι ακατανόητο να είναι άτεγκτη, οσφυοκαμπτική και παρωχημένη. Πόσο μάλλον η σκέψη μας, η οποία οφείλει να αποτελεί την κινητήριο δύναμη της Δημοκρατίας, των αποφάσεων που καθορίζουν τις ζωές μας και εν τέλει, της ιστορίας.