Οι προεδρικές εκλογές στην Αίγυπτο, που θα διεξαχθούν στις 26 Μαρτίου, προμηνύονται μια τυπική διαδικασία για τον πρόεδρο Άμπντελ Φάταχ αλ Σίσι, ο οποίος κυβερνά τη χώρα με σιδηρά πυγμή, επτά χρόνια μετά την εξέγερση κατά του καθεστώτος του Χόσνι Μουμπάρακ.
Οι διεκδικητές της προεδρίας είχαν περιθώριο ως σήμερα στις 14:00 (τοπική ώρα και ώρα Ελλάδας) να υποβάλουν την υποψηφιότητά τους, ωστόσο κανείς δεν μοιάζει να είναι σε θέση να αντιπαρατεθεί με τον πρώην στρατάρχη αλ Σίσι, τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη του εκλογική νίκη με το 96,8% των ψήφων.
Την τελευταία στιγμή ο επικεφαλής του φιλελεύθερου κόμματος al Ghad, o Μούσα Μουσταφά Μούσα, υπέβαλε την υποψηφιότητά του. Όμως ο Μούσα θεωρείται υποστηρικτής του Σίσι και η υποψηφιότητά του, αν γίνει δεκτή, θα χρησιμεύσει απλώς και μόνο για να υπάρχει κάποιος τυπικός αντίπαλος του απερχόμενου προέδρου.
Το καλοκαίρι του 2013 ο Σίσι, που τότε ήταν στρατάρχης, εκδίωξε από την εξουσία τον πρώτο ισλαμιστή πρόεδρο της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι και ξεκίνησε μια επιχείρηση διώξεων εναντίον της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Αφού ανέλαβε την προεδρία μεθοδικά εξάλειψε κάθε αντιπολίτευση, τόσο ισλαμιστική όσο και κοσμική, φυλακίζοντας εκατοντάδες αντιφρονούντες.
Τις τελευταίες εβδομάδες πολλοί επίδοξοι διεκδικητές της προεδρίας αποκλείστηκαν ή παραιτήθηκαν, θεωρώντας ότι το αποτέλεσμα των εκλογών έχει κριθεί εκ των προτέρων.
«Θέλει να είναι ο μόνος υποψήφιος» που θα μπορεί να κερδίσει, δήλωσε ο Χάσαν Ναφάα επίτιμος καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο του Καΐρου. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο πρόεδρος επιθυμεί «ένα είδος δημοψηφίσματος».
Στις πόλεις υπάρχουν αφίσες μόνο με το πορτρέτο του αλ Σίσι, ενώ ο Αιγύπτιος πρόεδρος έχει αυξήσει τις εμφανίσεις του στον Τύπο και την τηλεόραση, όπου ήταν ούτως ή άλλως πανταχού παρών.
Οι αντίπαλοί του που αποκλείστηκαν δεν αναφέρονται στον Τύπο παρά σπάνια και πάντα με λακωνικό τρόπο.
Ο πρώην επικεφαλής του γενικού επιτελείου στρατού της Αιγύπτου, αντιστράτηγος Σάμι Άναν, ο τελευταίος που θα μπορούσε να αμφισβητήσει τον Σίσι, συνελήφθη την Τρίτη και η προεκλογική του εκστρατεία ανεστάλη αφού ο στρατός τον κατηγόρησε ότι παραβίασε τους κανονισμούς ανακοινώνοντας την υποψηφιότητά του χωρίς να ζητήσει πρώτα άδεια.
Ο πρώην πρωθυπουργός Άχμεντ Σαφίκ ανακοίνωσε στα τέλη Νοεμβρίου από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ότι σκοπεύει να θέσει υποψηφιότητα. Όμως μόλις επέστρεψε στην Αίγυπτο στις αρχές Δεκεμβρίου, και αφού αγνοείτο επί 24 ώρες, ανακοίνωσε ότι δεν θα είναι υποψήφιος.
Ένας άλλος πιθανός υποψήφιος, ο συνταγματάρχης Άχμεντ Κονσόουα, καταδικάστηκε τον Δεκέμβριο, λίγο καιρό προτού ανακοινώσει την πρόθεσή του να υποβάλει υποψηφιότητα, σε έξι χρόνια κάθειρξη «για συμπεριφορά βλαπτική προς το στρατιωτικό σύστημα».
Και στις 15 Ιανουαρίου ο ανιψιός του πρώην προέδρου Ανουάρ αλ Σαντάντ, ο Μοχάμεντ Ανουάρ αλ Σαντάντ, ανακοίνωσε επίσης ότι αποσύρεται από την κούρσα, καταγγέλλοντας ότι το κλίμα δεν ευνοεί τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών.
Χθες Κυριακή το βράδυ πέντε προσωπικότητες της Αιγύπτου, μεταξύ αυτών και ο Μοχάμεντ Ανουάρ αλ Σαντάντ, κάλεσαν τους πολίτες να μποϊκοτάρουν τις εκλογές, κατηγορώντας τον αλ Σίσι ότι «εμποδίζει κάθε ανταγωνισμό».
«Η στάση της προεδρίας και του καθεστώτος αποδεικνύει φόβο και έλλειψη εμπιστοσύνης», τόνισε ο Ναφάα, σύμφωνα με τον οποίο ο Σίσι είναι λιγότερο δημοφιλής από όσο αφήνει να κυκλοφορήσει η κρατική προπαγάνδα.
Ο πρώην στρατάρχης δεν απορρίπτει μόνο την ύπαρξη αντιπάλων ή την έννοια της δημοκρατίας, εκτιμά ο Σάμουελ Τάντρος ειδικός ερευνητής για τη Μέση Ανατολή με έδρα τις ΗΠΑ. «Τρέφει βαθύ μίσος για την ίδια την ιδέα της πολιτικής, των συμβιβασμών και των διαπραγματεύσεων», σημειώνει.
Παρόλο που και οι προηγούμενοι πρόεδροι της Αιγύπτου προέρχονταν από τον στρατό, ο Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, ο Ανουάρ αλ Σαντάντ και ο Χόσνι Μουμπάρακ, όλοι διέθεταν και πολιτική εμπειρία, υπενθυμίζει. «Ο Σίσι πέρασε από τον στρατώνα στην προεδρία χωρίς καμία πολιτική εκπαίδευση», υπογραμμίζει ο Τάντρος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η επανάσταση της 25ης Ιανουαρίου 2011 και οι επιπτώσεις της ενίσχυσαν την καχυποψία απέναντι στην πολιτική.
Στο οικονομικό πεδίο ο Σίσι έχει προκαλέσει αντιδράσεις από τη διεθνή κοινότητα κυρίως για το θέμα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Προκειμένου να αντιμετωπίσει μια από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις που έχει γνωρίσει η Αίγυπτος, ο πρόεδρος ξεκίνησε το 2016 μια σειρά μεταρρυθμίσεων έπειτα από αίτημα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο έδωσε δάνειο ύψους 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη χώρα.
Στην καθημερινότητα οι πολίτες διαμαρτύρονται για τον αυξανόμενο πληθωρισμό μετά την υποτίμηση του νομίσματος τον Νοέμβριο του 2016 και τη δραστική μείωση των κρατικών επιχορηγήσεων για τα καύσιμα και την ενέργεια.