«Μυσταγωγών σου Κύριε τους μαθητάς
Εδίδασκες λέγων:
ω φίλοι, οράτε, μηδείς υμάς χωρίσει μου φόβος
ει γαρ πάσχω, αλλ’ υπέρ του κόσμου,
μη ουν σκανδαλίζεσθε εν εμοί,
ου γαρ ήλθον διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι
και δούναι την ψυχήν μου λύτρον υπέρ του κόσμου.
Ει ουν υμείς φίλοι μου εστε, εμέ μιμείσθε.
Ο θέλων πρώτος είναι έστω έσχατος,
ο δεσπότης ως ο διάκονος.
Μείνατε εν εμοί, ίνα βότρυν φέρητε,
Εγώ γαρ ειμι της ζωής η άμπελος».
Κάπου στη μέση της Μεγάλης Εβδομάδας ακούγεται ο παραπάνω ύμνος. Ένα ποίημα από τα λίγα που λεν πολλά και εμπνέουν κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο χριστιανό και μη. Και ψέλνεται σε ήχο που είναι σε μας τους έλληνες το γνωστό μινοράκι, τόσο αγαπημένο από τους μουσικούς.
Ετοιμαζόμαστε για το Πάθος και ο συγγραφέας του κειμένου μας βάζει στο κλίμα των προ του Πάθους και μετά το Πάθος ημερών , όπως το φαντάζεται να υπάρχει τις μέρες εκείνες.
Είναι, ως φαίνεται βαρύ το κλίμα. Ο Ιησούς βλέπει τους μαθητές του προβληματισμένους.Είναι ο δάσκαλος που τους μυσταγωγεί: τους εισάγει στο μυστήριο της Σωτηρίας.
Σωτηρία, από τι; Μα από το θάνατο (βιολογικό και πνευματικό). Σ’ όλη την επίγεια ζωή Του αυτό έκανε: να απελευθερώνει τον άνθρωπο από τη δουλεία . Θυμηθείτε τα σημεία της παρουσίας Του. Μια απελευθέρωση από τη δουλεία σε πνευματικούς και σωματικούς κατακτητές, αυτούς που ηδονίζονται να τυραννούν άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέρους.
Και τώρα πάλι διδάσκει. Είναι δάσκαλος και οι μαθητές φίλοι Του. Τι ταπείνωση! Και ένας δάσκαλος ξέρει τι μπορεί να σκέφτονται και να νοιώθουν οι μαθητές του. Ας έρθουμε στη θέση τους με τη βοήθεια της ενσυναίσθησης. Σκέφτονται τον χωρισμό τους από Εκείνον. Να χωριστούμε από τον Δάσκαλο και Κύριό μας; Δεν μπορούμε ούτε να φανταστούμε. Να μας λείψουν τα σωστικά του λόγια, η γαλήνη και η αγάπη που εξέπεμπε προς όλους, μικρούς και μεγάλους, φίλους και εχθρούς; Αδύνατον. Τρέμουμε από φόβο στη σκέψη ενός βίαιου αποχωρισμού, αφού κάποιοι σκέφτονται να τον εξοντώσουν, ίσως με τον χειρότερο τρόπο. Με ένα πάθος που εμείς δεν θα μπορούμε να το βαστάξουμε και να το συγχωρήσουμε. Μας σκανδαλίζει και μόνο το ότι μπορεί ο Ίδιος να δεχτεί κάτι τέτοιο. Μπορεί ο Θεός και Κύριός μας να καταδεχτεί να ατιμασθεί με τέτοιο τρόπο;
Και ο Χριστός απαντά: Ω φίλοι, οράτε, (κοιτάτε) μηδείς υμάς χωρίσει μου φόβος. Μη φοβάστε και ο φόβος σας κάνει να αποξενώνεστε από μένα. Η φοβία αποξενώνει και διαλύει σχέσεις. Παντού. Στις σχέσεις που προσπαθούμε να κάνουμε με κάποιο συνάνθρωπο, στις συζυγικές σχέσεις, στις επαγγελματικές και εν γένει κοινωνικές σχέσεις, στις σχέσεις μας με το Θεό . Φοβία που πηγάζει από ενοχές που φιμώνουν κάθε διάθεση για ένα κολύμπι στο πέλαγος της ελευθερίας.
Μη φοβάστε, επειδή πάσχω , αλλά για όλο τον κόσμο. Δεν είστε μόνο εσείς, και οι φίλοι μου δεν αποτελούν ένα κλειστό club. Είμαι ο Κύριος και Θεός όλου του κόσμου. Για όλο τον κόσμο έχω έλθει και πάσχω.
Δεν χρειάζεται να σκανδαλίζεσθε εξ αιτίας μου.
Σκανδαλίζονται πάντα αυτοί που είναι αδύναμοι, αυτοί που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν τις σχέσεις τους αγαπώντας γνήσια τον εαυτό τους, τους άλλους και το Θεό,αυτοί που δεν είναι ελεύθεροι εσωτερικά , αλλά είναι εγκλωβισμένοι σε έμμονες ιδέες και αυτοί που στην περίπτωσή μας δεν έχουν αντιληφθεί, ότι δεν ήλθα να με διακονήσουν άλλοι, να με θαυμάσουν, να μου πουν δοξαστικά λόγια, αλλά να διακονήσω τους ανθρώπους και όχι μόνο αυτό, αλλά και να δώσω την ψυχή μου σαν λύτρο για να εξαγοραστεί η σωτηρία του κόσμου.
Η πρώτη βαριά κουβέντα: να διακονήσω και να γίνω το λύτρο για την εξαγορά των αμαρτιών του κόσμου, να βγουν οι πρωτόπλαστοι από τον Άδη, να χαρούν Ανάσταση μαζί με όποιον την επιλέγει. Γιατί η Ανάσταση δεν είναι υπόθεση γιορτής και «εορταστικών εκδηλώσεων». Είναι υπόθεση ελεύθερης επιλογής τρόπου ζωής και συμμετοχής στη ζωής του Αναστημένου Χριστού , κι όποιος δεν το καταλαβαίνει «δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει». Αν είστε φίλοι μου, να κάνετε και σεις το ίδιο. Αυτό τουλάχιστον έκαναν οι γνωστοί και άγνωστοι άγιοι. Δεν τους τιμούμε επειδή ήταν καλοί, αλλά γιατί ανέστησαν τη ζωή τους περνώντας την μέσα από τη συνείδηση ότι χρειάζονταν να βαδίσουν στα βήματα του Χριστού κι ας μην το γνώριζαν πολλές φορές.
Η δεύτερη βαριά κουβέντα: «ο θέλων πρώτος είναι, έστω έσχατος, ο δεσπότης ως ο διάκονος». ( σ. 403-405)
Διακονώ από: αγάπη, ταπείνωση, πνεύμα μετάνοιας κι επειδή θέλω να μιμηθώ τον Χριστό, να βαδίσω στα βήματά Του. Η ζωή Του να είναι ζωή μου. Βαρύς και δύσκολος δρόμος.
Ποιος πολιτικός, κοινωνικός εργάτης, μεταρρυθμιστής στην ανθρώπινη ιστορία διακόνησε τους συνανθρώπους του με αγάπη , ταπείνωση και πνεύμα μετάνοιας; Πολύ λίγοι κατάφεραν να τα συνδυάσουν όλα και να μείνουν στην ιστορία με αυτά τα «παράσημα». Τοο κατάφεραν άνδρες και γυναίκες άσημοι , οι οποίοι δεν ενδιαφέρθηκαν να προβάλουν τη ζωή τους , αντίθετα την έκρυβαν. Ήταν «μυσταγωγημένοι» από τον Αναστάντα Χριστό κι αυτό τους έδινε ανείπωτη χαρά, μια χαρά ελευθερίας. Αυτός ο δρόμος φέρει «βότρυν», έχει καρπό.
Ο Δάσκαλος αρχίζει τον λόγο του στους μαθητές του και σε όποιον άλλον ενδιαφέρεται να είναι μαθητής του και όχι οπαδός του απελευθερώνοντάς τους από τον φόβο και καταλήγει στο φως, στη ζωή , γιατί είναι της ζωής η άμπελος.