Τετραγωνίζοντας τον κύκλο μιας ατελούς Ένωσης

Ένα είναι σίγουρο, η επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία και τη λιτότητα, όπως και η αυστηρή εφαρμογή του καταστατικού της ΕΚΤ, πολύ δύσκολα θα γίνει ανεκτή.
Open Image Modal
22 Απριλίου 2020, Βερολίνο: Μια μεγάλη ευρωπαϊκή σημαία μπροστά από την ιταλική πρεσβεία σε μια εκδήλωση συμπαράστασης για τη χώρα που δοκιμάζεται από την πανδημία.Photo: Bernd von Jutrczenka/dpa (Photo by Bernd von Jutrczenka/picture alliance via Getty Images)
picture alliance via Getty Images

Η τηλεδιάσκεψη κορυφής της 23ης Απριλίου δεν είχε κάποιο θεαματικό αποτέλεσμα -όπως, άλλωστε, ήταν αναμενόμενο. Οι ηγέτες της ΕΕ απέφυγαν, αυτή τη φορά, να αντιπαρατεθούν δημόσια με την ένταση προηγούμενων διασκέψεων, προτιμώντας τη δοκιμασμένη συνταγή του συνδυασμού γενικόλογων δηλώσεων που μπορούν να ερμηνευθούν με διαφορετικούς τρόπους και την παραπομπή των λεπτομερειών -στις οποίες, ως γνωστόν, κρύβεται ο Διάβολος- στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία καλείται να παρουσιάσει ένα πακέτο προτάσεων ως τις 6 Μαΐου, χωρίς αυτή η ημερομηνία να είναι απόλυτη. Δύο συμπεράσματα εξάγονται με κάποια βεβαιότητα αυτή τη στιγμή: πρώτον, η ιδέα για τα ευρωομόλογα έχει αποδυναμωθεί σε βαθμό απόσυρσης από το τραπέζι και, δεύτερον, το όχημα για την οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία της COVID-19 θα είναι ένα ταμείο που θα συνδεθεί με τον πολυετή προϋπολογισμό της ΕΕ για τα έτη 2021-2017, πιθανόν και μέσω της δυνατότητας της Επιτροπής να αντλεί κεφάλαια από τις χρηματαγορές με εγγύηση τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, όπως είχε υπαινιχθεί η καγκελάριος Μέρκελ.

Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των κρατών μελών ως προς τη μορφή, το μέγεθος και τις πηγές χρηματοδότησης του ταμείου ανασυγκρότησης παραμένουν στο ακέραιο. Η σημαντικότερη εντοπίζεται στο ζήτημα εάν το ταμείο θα επιδοτεί την ανάκαμψη με μεταφορές πόρων χωρίς επιστροφές και όρους, όπως ζητάει ο Νότος με επικεφαλής την Ιταλία και την Ισπανία (και τη Γαλλία, εντός παρενθέσεως) ή θα χορηγεί δάνεια στις χώρες που προσφεύγουν σε αυτό για οικονομική ενίσχυση, όπως προκρίνει ο Βορράς με πρωτοπόρους τη Γερμανία και την Ολλανδία που, φοβούμενες για το δικό τους αξιόχρεο, απορρίπτουν κατηγορηματικά την αμοιβαιοποίηση χρέους σε οποιαδήποτε μορφή, επιμένοντας ότι κάθε κράτος μέλος πρέπει να είναι το ίδιο υπεύθυνο για τη δημοσιονομική του ισορροπία. Προφανώς, η χορήγηση δανείων, εκτός του ότι επιβαρύνει έτι περαιτέρω το ήδη δυσβάσταχτο χρέος του Νότου, εξ ορισμού συνοδεύεται από τις περίφημες αιρεσιμότητες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και με όλους τους αρνητικούς συνειρμούς που φέρει η λέξη.

Όμως, και άλλα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα.

Πρώτον, ποιο θα είναι το μέγεθος του πακέτου οικονομικής ανασυγκρότησης και εάν αυτό το μέγεθος θα είναι τελικά ικανό να ανακόψει και να αντιστρέψει την κάθετη καθοδική πορεία των ευρωπαϊκών οικονομιών.

Δεύτερον, εάν θα είναι λειτουργικό και με διαθέσιμα κονδύλια εγκαίρως, καθώς κάθε μέρα καθυστέρησης κοστίζει ακριβά και ήδη οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν λάβει μονομερώς μέτρα οικονομικής ενίσχυσης, χωρίς να περιμένουν πότε η ΕΕ θα κατορθώσει να καταλήξει σε αποφάσεις.

Τρίτον, με ποιον τρόπο θα μετατρέψει η Επιτροπή τον πολυετή προϋπολογισμό της ΕΕ σε ένα εργαλείο με διαφορετική αποστολή από αυτήν που είχε κανονικά, κάτι που δεν είναι εύκολη υπόθεση από τεχνική και νομική άποψη.

Τέταρτον, και ίσως σημαντικότερο: ο πολυετής προϋπολογισμός παραδοσιακά είναι αντικείμενο έντονων αντεγκλήσεων και χρονοβόρων διαπραγματεύσεων μεταξύ των κρατών μελών, ως προς το μέγεθος, το ύψος της συνεισφοράς κάθε χώρας και τους τομείς όπου θα κατανεμηθούν τα κονδύλιά του. Μετά το Brexit, τα πράγματα έχουν γίνει ακόμα πιο δύσκολα, καθώς οι υπόλοιπες χώρες με καθαρή συνεισφορά αφενός δεν επιθυμούν να αυξήσουν τις συνεισφορές τους -πόσο μάλλον τώρα, με την βέβαιη προοπτική της ύφεσης να επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω τους- αφετέρου διαγκωνίζονται μεταξύ τους για να διασφαλίσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενίσχυση των τομέων όπου εντοπίζει η καθεμιά τις δικές της προτεραιότητες. Μένει να δούμε πώς και, κυρίως, πότε, θα ξεπεραστούν αυτές οι διαφορές -που ήδη πριν την πανδημία είχαν οδηγήσει σε μεγάλη καθυστέρηση έγκρισης του επόμενου πολυετούς προϋπολογισμού.

Το Catch 22 της ευρωζώνης

Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται το γνωστό τοις πάσι Προπατορικό Αμάρτημα της ευρωζώνης και, ευρύτερα, της ΕΕ: πρόκειται για μία ατελή οικονομική ένωση -στην ουσία μόνο νομισματική. Δεν είναι ομοσπονδιακό κράτος, ούτε υφίσταται η πολιτική βούληση ή -το σημαντικότερο- η δημοκρατική νομιμοποίηση, ώστε να μετεξελιχθεί σε τέτοιο. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι μια χαλαρή συνομοσπονδία κυρίαρχων κρατών που τυχαίνει να χρησιμοποιούν την ίδια νομισματική μονάδα. Έτσι, δεν διαθέτει ούτε ικανού μεγέθους προϋπολογισμό, ούτε μια πραγματική Κεντρική Τράπεζα με δυνατότητα δημοσιονομικής παρέμβασης, ούτε έναν μηχανισμό φορολογίας και μεταβιβαστικών πληρωμών για την εξισορρόπηση των εσωτερικών της ανισοτήτων.

Από αυτήν την άποψη, είναι λογικό και επόμενο κάθε κυβέρνηση να φροντίζει πρώτα τα του οίκου της, αφού είναι δημοκρατικά υπόλογη στον δικό της λαό και όχι σε κάποιον νεφελώδη ευρωπαϊκό λαό. Ας μην το ξεχνάμε, ο Ολλανδός ή ο Γερμανός υπουργός οικονομικών λογοδοτούν στους φορολογουμένους των κρατών τους, όπως φυσικά και ο Ιταλός, ο Ισπανός ή ο Έλληνας. Αυτή είναι η τέλεια παγίδα, το Catch 22 της ευρωζώνης: ένα κοινό νόμισμα που προσπάθησε να βάλει στο ίδιο καλούπι πολύ διαφορετικές οικονομίες και που, τελικά, αντί να φέρει τη σύγκλιση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών διόγκωσε την απόκλιση, διχάζοντας τους Ευρωπαίους αντί να τους ενώσει. Εφόσον, όμως, ούτε είναι εφικτό να αντιστραφεί ο χρόνος επιστρέφοντας στην εποχή της ΕΟΚ, ούτε, πολύ περισσότερο, είναι επιθυμητή η διάλυση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, η ΕΕ δεν έχει άλλη επιλογή από το να επιχειρήσει να τετραγωνίσει τον κύκλο.

Ζεν;

Ακούγεται παράδοξο, όμως ίσως στο μέλλον φανεί ότι το καλύτερο που έχει να κάνει η ΕΕ κάποιες φορές είναι … να μην κάνει τίποτα. Με αυτό, εννοούμε την αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας περί του ανώτατου ύψους του δημόσιου χρέους και ελλείμματος και των κανόνων περί ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων, μια κίνηση στην οποία προέβη η Επιτροπή -ως φύλακας των Συνθηκών- σχετικά νωρίς και που έχει ήδη δώσει πολύτιμο περιθώριο στα κράτη μέλη, ώστε να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν τα δικά τους προγράμματα. Βεβαίως, η Επιτροπή δεν χάνει ευκαιρία να υπογραμμίζει ότι αυτή η αναστολή είναι προσωρινή και ότι με το πέρας της πανδημίας τα πράγματα θα επανέλθουν στην «κανονικότητα». Πλην όμως, είναι βέβαιο ότι για το ορατό μέλλον και σίγουρα για πολλά χρόνια μετά τη λήξη συναγερμού λόγω της COVID-19, τα ευρωπαϊκά κράτη θα είναι αναγκασμένα, ενδεχομένως κάνοντας χρήση καινοτόμων χρηματοδοτικών εργαλείων στο εσωτερικό τους, να χορηγούν μεγάλα πακέτα οικονομικής ενίσχυσης για να αποκτήσουν στοιχειώδη αυτάρκεια σε βασικά είδη και για τη στήριξη των τομέων της παραγωγής τους, αλλά και των κοινωνικών στρωμάτων που θα πληγούν περισσότερο από την ύφεση, καθώς επίσης και για να προστατεύσουν βιομηχανίες και υποδομές εθνικής σημασίας από τη χρεοκοπία ή την επιθετική εξαγορά. Εξίσου βέβαιο είναι ότι υπ’ αυτές τις συνθήκες, η επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία και τη λιτότητα, όπως και η αυστηρή εφαρμογή του καταστατικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πολύ δύσκολα θα γίνει ανεκτή.

Μια λύση θα ήταν, επομένως, η εν λόγω αναστολή όχι μόνο να παραταθεί επ’ αόριστον -στην πράξη, αν όχι τύποις- αλλά και να διευρυνθεί, λόγου χάρη με ειδικές ρήτρες εξαίρεσης για δαπάνες που σχετίζονται με την καταπολέμηση της φτώχειας, της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού και με την ενίσχυση των δημοσίων συστημάτων υγείας. Η πράξη έχει δείξει ότι, εφόσον υπάρχει η σχετική πολιτική βούληση, το περιθώριο διασταλτικής ερμηνείας των σχετικών ρητρών ευελιξίας που ήδη υπάρχουν στο ενωσιακό δίκαιο μπορεί να είναι αρκετά μεγάλο. Εξάλλου, ανάγκα και οι θεοί πείθονται.