Είναι μια βαρετή Πέμπτη όταν ανοίγω τον φορητό υπολογιστή μου για να συναντηθώ με την Άννα* μέσω βίντεο-συνομιλίας. «Είμαι με τις πιτζάμες μου», μου λέει, «απλώς προσπαθώ να έχω μια χαλαρή μέρα».
Έχει περάσει πάνω από μια εβδομάδα από την προβολή του επεισοδίου Russell Brand: In Plain Sight στο Channel 4 Dispatches. Ένα πρόγραμμα που κατέγραψε ανώνυμες καταγγελίες για σεξουαλική επίθεση κατά του κωμικού Ράσελ Μπραντ.
Ενώ ο ίδιος δεν έχει κατηγορηθεί για κανένα έγκλημα, η συνεχιζόμενη συζήτηση γύρω από τους ισχυρισμούς είχε σημαντικό αντίκτυπο στους όσους βίωσαν (κι επιβίωσαν από) σεξουαλική επίθεση.
Η παρουσία της σεξουαλικής βίας στον κύκλο ειδήσεων και τις συζητήσεις στο Διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να είναι πυροδοτήσει εκ βάθους ζητήματα για όσους έχουν βιώσει (κι επιβιώσει από) σεξουαλικές επιθέσεις.
Η περίπτωση της Αννας
Η Άννα μου λέει ότι πέρασαν μερικές μέρες για να την φθάσουν τα νέα, αλλά τώρα που έγινε βρίσκεται ξανά αντιμέτωπη με το τραύμα της..
«Απλώς έκλαιγα όλη χθες το βράδυ και σήμερα το πρωί. Φαίνεται σαν χιονοστιβάδα», συνεχίζει. «Νιώθω σαν να ξαναζώ τα πράγματα».
Σύμφωνα με τη δρ Σάρα Ντέιβις, εγκεκριμένη συμβουλευτική ψυχολόγο και συγγραφέα του βιβλίου «Πώς να αφήσετε έναν ναρκισσιστή για πάντα», αυτή είναι μια τυπική απάντηση απ′ όσους νιώθουν ότι οι ειδήσεις πυροδοτούν ζητήματα γι′ αυτούς.
Οπως εξηγεί: «Όταν βιώνουμε κάτι σοκαριστικό ή τραυματικό, ο εγκέφαλος μεταβαίνει αυτόματα σε λειτουργία επιβίωσης».
Όταν συμβεί αυτό, το μυαλό μας μπορεί να μην είναι σε θέση να επεξεργαστεί πλήρως αυτό που μας συνέβη, παρόλο που το σώμα μας το έχει ζήσει. Μερικές φορές, αυτό μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες ή PTSD, μια κατάσταση που αλλάζει τον τρόπο επεξεργασίας και αποθήκευσης των αναμνήσεων στο σώμα και το μυαλό.
Και οι ειδήσεις κι οι συνομιλίες που ακολουθούν μπορούν να πυροδοτήσουν αυτές τις αναμνήσεις. Τα θύματα αναγκάζονται να ξαναζήσουν τις επιθέσεις που προσπάθησαν τόσο σκληρά να ξεχάσουν, να θάψουν (για) να προχωρήσουν.
Περιγράφει αυτό το συναίσθημα ως «συντριβή», όπου ένα μέρος, μια κατάσταση, μια συγκεκριμένη μυρωδιά ή το άκουσμα μιας συγκεκριμένης λέξης μπορεί να φέρει στο προσκήνιο τις αναμνήσεις της τραυματικής εμπειρίας.
«Όταν ενεργοποιείται η μνήμη, μπορεί να επαναφέρει μια πλημμυρίδα εικόνων, σωματικών αισθήσεων, συναισθημάτων, συναισθημάτων, αρνητικών πεποιθήσεων κ.λπ. Οποιοδήποτε είδος υπενθύμισης του τραυματικού γεγονότος/εμπειρίας μπορεί να προκαλέσει άμεσες αναμνήσεις από το μυαλό και το σώμα», μου λέει η δρ. Ντέιβις.
Και σαν να μη φτάνει αυτό, τα θύματα σεξουαλικής επίθεσης συχνά νιώθουν ένα αίσθημα ντροπής και ταπείνωσης μετά από μια επίθεση.
Η περίπτωση της Μπεθ
«Αισθάνομαι τόσο απίστευτο δέος για αυτές τις γυναίκες που μοιράζονται τις ιστορίες τους και ντρέπομαι που δεν το έκανα», λέει και συνεχίζει: «Ανησυχώ ότι το άτομο που με πλήγωσε θα συνεχίσει να το κάνει γιατί δεν έχω τη δύναμη να μιλήσω».
Αυτό το συναίσθημα αντανακλάται και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Για την Μπεθ*, το συναίσθημα επικεντρώνεται στο ότι δεν νιώθει αρκετά δυνατή. «Μακάρι η δύναμη των άλλων να μην με έκανε να νιώθω αδύναμη, αλλά το κάνει γιατί δυστυχώς όλοι συγκρινόμαστε ο ένας με τον άλλον».
Η ρητορική μίσους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυξάνεται
Μέρος του λόγου για αυτή τη ντροπή, ενοχή και το μίσος για τον εαυτό μας οφείλεται στο ότι ενισχύονται οι κατηγορίες για τα θύματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, οι κατηγορίες μπορεί να είναι ιδιαίτερα βαριές όταν περιπτώσεις κακοποίησης αφορούν (ως θύτη) διάσημους άνδρες. Εν μέρει επειδή σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτοί οι ισχυρισμοί αποδεικνύονται αληθινοί (ο Χάρβεϊ Γουάινστιν είναι μια τέτοια περίπτωση)...
Η Ρόμπιν Ντ′ Αρσι, επιστήμονας δεδομένων, δημοσιογράφος και επικεφαλής δεδομένων σε μια μεγάλη διαφημιστική εταιρεία, αποκαλύπτει ότι, σύμφωνα με την έρευνά της ... τέσσερις ημέρες μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ του Channel 4, έγιναν 1,8 εκατομμύρια αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αντιδρώντας στις ειδήσεις. Το 59% αυτών των αναρτήσεων χρησιμοποίησε γλώσσα μισογύνη...
Αυτό που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι αυτά τα δεδομένα δείχνουν ... πόσο ενσωματωμένη είναι η κουλτούρα του βιασμού στις κοινωνίες σε όλο τον κόσμο...
Αυτό που βλέπουμε να διαδραματίζεται σε πραγματικό χρόνο είναι μια κουλτούρα δυσπιστίας που «εξοπλίζεται» από ένα λεξιλόγιο νομικής φύσης βάζοντας ως προμετωπίδα σχήματα λόγου του 17ου αιώνα.
Μια κουλτούρα δυσπιστίας και μια συνέχεια σεξουαλικής βίας
«Ο βιασμός συμβαίνει επειδή υπάρχουν συμπεριφορές και κανόνες που του επιτρέπουν να συμβεί».
Κάπως έτσι μπορεί να θεωρήσει κανείς την διαδοχικότητα της σεξουαλικής βίας (προσαρμοσμένης στις εκάστοτε συνθήκες), μια απεικόνιση της κουλτούρας του βιασμού και του πως «διασταυρώνεται» με τη φυλή, την τάξη, τη θρησκεία και το φύλο ...
Η διαδοχικότητα της σεξουαλικής βίας περιγράφει την κουλτούρα του βιασμού ως «κοινωνικό κανόνα και δικαίωμα».
Εξηγεί πώς μια (ανάλογη) κουλτούρα ... ανοίγει ένα μονοπάτι για την εκδήλωση σεξουαλικής βίας. Περιλαμβάνει επιβλαβείς πεποιθήσεις, όπως «τα θύματα φταίνε για ό,τι τους συμβαίνει» ή ότι «η κοινωνία πρέπει να τηρεί αυστηρά στερεότυπα φύλου».
Εν συντομία — περιγράφει αυτό που βλέπουμε να διαδραματίζεται σε πραγματικό χρόνο στη γλώσσα των ανδρών της διπλανής πόρτας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τις ημέρες μετά την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ του Channel 4.
Αυτή η ενστικτώδης αντίδραση ενάντια σε όσες/ους έχουν βιώσει (κι επιβιώσει από) σεξουαλική κακοποίηση δίνει χαρακτήρα κανονικότητας στη βία κατά των γυναικών και κοριτσιών.
Και, σύμφωνα με το Rape Crisis England and Wales, αυτή η συστηματική «εξομάλυνση» τροφοδοτεί άμεσα την αποποινικοποίηση του βιασμού. Στην Αγγλία και την Ουαλία, μόνο σε 1,9 τοις εκατό των βιασμών απαγγέλθηκαν κατηγορίες μέχρι το τέλος του 2022. Κάτι που, για να το θέσω απλά, σημαίνει ότι οι περισσότεροι βιαστές θα ξεφύγουν από αυτό και δεν θα αντιμετωπίσουν ποτέ τη δικαιοσύνη.
Πάρα πολλές γυναίκες γνωρίζουν πόσο αδύνατο μπορεί να είναι να φέρουν έναν σεξουαλικό δράστη ενώπιον της δικαιοσύνης. Για την Εσμέ*, η κατανόηση του πόσο δύσκολο θα ήταν να ασκήσει κατηγορίες την εμπόδισε να πλησιάσει την αστυνομία, παρά το γεγονός ότι είχε πολλούς μάρτυρες για την επίθεσή της.
Η περίπτωση της Εσμέ
«Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 2000 δέχθηκα σεξουαλική επίθεση από κάποιον που χρησιμοποίησε την ”απορία” ως ”άμυνα”», λέει και συνεχίζει: «Αφού τον απομάκρυναν από κοντά μου, διαβεβαίωσε ότι ήταν απλώς αγχωμένος, ότι ήταν ”για διασκέδαση” και ότι πρέπει να ήμουν μια από αυτές τις ”άθλιες σκύλες”».
Με ανατριχιαστικό τρόπο, η υποδοχή των παραπάνω έγινε με γέλια από τους παρευρισκόμενους. «Δεν το κατήγγειλα. Βρήκα ότι η αστυνομία είναι αυτός ο απρόσιτος «μονόλιθος». Τι θα γινόταν αν (γι′ αυτούς) δεν ήταν τίποτα κι αν (εκείνος) προσπαθούσε με κάποιο τρόπο να χρησιμοποιήσει την αστυνομία εναντίον μου;» ρωτάει.
«Οι άνθρωποι επικρίνουν ταχύτατα ένα θύμα σεξουαλικής επίθεσης επειδή δεν εμφανίστηκε αμέσως ή δεν την κατήγγειλε ή δεν άσκησε δίωξη επί τόπου», λέει η δρ Ντέιβις. «Αλλά το να βγούμε μπροστά δεν είναι μια απλή διαδικασία»...
Ανησυχητικά είναι τα αποτελέσματα μελέτης που διαπίστωσε ότι οι αστυνομικοί που εργάζονταν ειδικά στη RASSO (Rape and Serious Sexual Offences 2025) είχαν ισχυρές πεποιθήσεις σχετικά με την κουλτούρα του βιασμού. Ένα παράδειγμα αυτού είναι ότι (πιστεύουν ότι) οι γυναίκες είναι εγγενώς δόλιες ή εκδικητικές. Αυτό, μεταξύ άλλων απόψεων, θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί το ποσοστό απαγγελίας κατηγοριών για βιασμό στην Αγγλία και την Ουαλία βρίσκεται μόλις στο 1,6%.
«Αυτές τις τελευταίες μέρες, Θεέ μου, ήταν τόσο σκληρές», μου λέει η Άννα. Η Άννα δεν βρήκε ποτέ δικαιοσύνη για τον βιασμό της σε ηλικία μόλις 15 ετών. Ούτε η Μπεθ, ούτε η Εσμέ.
Και όμως όλοι υφίστανται επανειλημμένα τραύματα από την ρητορική κατηγορίας του θύματος...
«Απλώς αποδεικνύει κάτι που ήξερα πάντα», λέει η Άννα. «Νομίζω ότι, αν πίστευα ποτέ ότι τα θύματα θα γίνονταν πιστευτά, δεν νομίζω ότι θα είχα ταλαιπωρηθεί τόσο με τα προβλήματά μου». (Αλλά αυτό δεν συμβαίνει).
Εξηγεί πόσο δύσκολο είναι να μας υπενθυμίζεται συνεχώς το γεγονός ότι παρά τα τόσα χρόνια που πέρασαν τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει. «Πραγματικά ανησυχώ για τα νεαρά κορίτσια που το βλέπουν αυτό και διαισθάνονται τις αντιδράσεις των ανθρώπων που ακολουθούν (ένα τέτοιο γεγονός)», λέει, «Για να έρθεις μπροστά και να μιλήσεις για την σεξουαλική επίθεση που έχεις υποστεί, είναι σαν να βάζεις τον εαυτό σου σε πολύ χειρότερο κίνδυνο».
*Τα ονόματα έχουν αλλάξει για λόγους προστασίας.