Από τον Σύριζα στον Θλίψηζα
|
Open Image Modal
.
EnolaBrain via Getty Images/iStockphoto

Το να κάνεις τον γελοίο σημαίνει να συμπεριφέρεσαι  με γελοίο τρόπο μπροστά στον άλλον. Το γελοίο απαιτεί κοινό.

Είναι πολιτικό εργαλείο: «Το γελοίο ως πολιτικό εργαλείο».

Η μεταφυσική του γελοίου είναι μια μεταφυσική της συμπαρουσίας. Γι’ αυτό και το γελοίο είναι ένα πολιτικό φαινόμενο: υπερβαίνει τη διχοτομία δημόσιο-ιδιωτικό και δρα στον ενδιάμεσο χώρο της αγοράς, εκεί όπου η ατομική αυτονομία βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς και δυναμικής ανοιχτότητας. Η γελοιοποίηση απαιτεί χώρους ανοικτούς, γεμάτους κόσμο.

Το να γελοιοποιείς σημαίνει να αφήνεις πάνω στον άλλον το βάρος ενός φορτίου.

Το να γελοιοποιείς μια διαδικασία που υποτίθεται πως αποσκοπεί να ανασυνθέσει ένα κόμμα το οποίο θα απευθυνθεί στον πολίτη, προτείνοντας του να σε πιστέψει και να σε ακολουθήσει, σημαίνει πως αφήνεις στον πολίτη το βάρος του φορτίου.

Και το φορτίο αυτό που κουβαλάει ο πολίτης είναι μια διεργασία στην οποία αφιερώνεται κανείς σε συνθήκες σιωπηλής και παρατεταμένης μοναξιάς.

Ενίοτε αυτή η διεργασία μετατρέπεται σε ένα εξομολογητικό κείμενο.

Ο Νίτσε, ωστόσο, αναγνωρίζει πως η υπερβολική δόση απομόνωσης προκαλεί ηλίαση και εγκαύματα στο πνεύμα.

Αυτή η παρατήρηση αφορά και τις δυο πλευρές. Και αυτούς που γελοιοποιούν την διαδικασία και αυτόν που φορτώνεται το βάρος του εξομολογητικού κειμένου.

Υπ’ αυτήν την έννοια δεν είμαι σίγουρος σε ποιόν ακριβώς απευθύνομαι. Σε αυτό που κάποτε το λέγαν Σύριζα ή στον δημιουργό του;

Και στους δύο. Καταλήγω.

Κάπως έτσι αρχίζει το ποίημα «Διασπορά ομηλίκων» του Νικόλα Καρανικόλα:

«Τότε ξεκινήσαμε σωστά ή μοιραία μαζί.»

Από την εποχή του 3% κάποιοι κι από την συσσωρευμένη οργή που οδήγησε στο 36% οι πολύ περισσότεροι. Με τις αμφιβολίες μας. Για την ετοιμότητά σου, για την καλή προετοιμασία του ανθρώπινου δυναμικού πάνω στο οποίο στηρίχθηκες , για το σωστό ζύγισμα των διεθνών παραμέτρων, των δυνατοτήτων της ομάδας σου, των προθέσεων των συνομιλητών-δανειστών, για τη συνέπεια της διαπραγματευτικής τακτικής, για την γραφικότητα του πολιτικού λόγου ορισμένων τουλάχιστον συνιστωσών, για την δυνατότητα και την ικανότητα που μπορεί να έχει ένα στελεχιακός κομματικός μηχανισμός της τάξεως του 3% να ανταποκριθεί στην εμβέλεια της κοινωνικής επικρότησης του έστω θολού και δυσανάγνωστου μηνύματος που μας έστελνες τόσο καιρό.

Στην διάρκεια του διαπραγματευτικού εξαμήνου, ο χρόνος αναλώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις συζητήσεις με τους δανειστές. Το σύνολο σχεδόν της κυβερνητικής μηχανής έμοιαζε «να έχει θαμπωθεί» από την διαπραγματευτική διαδικασία. Δίκαια ίσως κάποια ενοχλητικά ΜΜΕ στο υπενθύμιζαν. Κάποιοι άλλοι με μεγάλη τρυφερότητα και αίσθηση χιούμορ στο υπενθύμισαν επίσης, παρομοιάζοντας την εσωτερική διακυβέρνηση του εξαμήνου με τον Πολέτι.

Ανεξάρτητα από τις διάφορες παλινωδίες στην διαπραγματευτική διαδικασία, τις αλλαγές προσώπων του προσκηνίου και του παρασκηνίου, τις ναρκισσιστικές φωτογραφίσεις και την ναπολεόντεια εκφορά λόγου δημοσίων προσώπων που συμπορεύονταν, η εικόνα που κυριάρχησε τότε ήταν τότε πως τουλάχιστον το «πάλεψες». Διαπραγματεύθηκες με αξιοπρέπεια για την αξιοπρέπεια και μια χώρα ολάκερη τις μέρες εκείνες του Ιουνίου εν μέσω capital controls στεκόταν πλάι σου και ήλπιζε σε κάτι καλύτερο από τις επιτυχίες των προηγούμενων. Και ένα μέρος της εικόνας είναι ότι πέτυχες να διαπραγματευθείς με αξιοπρέπεια. Άλλωστε, όταν κατέφυγες σ’ εκείνο το «περίπλοκο» ερμηνευτικά δημοψήφισμα, εκείνο το 62%, σε «επιβράβευσαν»

Πήγες λοιπόν υπέρβαρος ευθυνών μ’ εκείνο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την τελική φάση της διαπραγμάτευσης. Γελοιογραφίες των ημερών εκείνων αποτύπωναν το βάρος της ιστορίας που σήκωνες σχεδόν μόνος.

Μπροστά στο ενδεχόμενο της «απόλυτης δυστυχίας» μέσα από ένα Grexit, επέλεξες να επιστρέψεις με μια μουδιασμένη συμφωνία.

Όταν επέστρεψες με εκείνη την μουδιασμένη συμφωνία, αρκετοί προτίμησαν υπονομεύοντας την ορθολογική κυβερνητική λειτουργία να διαχωρίσουν την θέση τους μέσα από ένα φθοροποιό κλεφτοπόλεμο.

Κάπως έτσι συνεχίζει  το ποίημα «Διασπορά ομηλίκων» του Νικόλα Καρανικόλα:

«Μας χώρισε ο δρόμος με τις ποικιλίες του

τις μικρολεπτομέρειές του

μας χώρισαν ασήμαντα οδοφράγματα

τυχαία μονοπάτια του ίδιου δρόμου

και κείνοι οι προσωπικοί περισπασμοί

έκαναν να μας διαφύγει τόση τρυφερότητα

τότε που οδεύαμε χέρι με χέρι»

Καθώς αυτοί οι προσωπικοί περισπασμοί πήραν σάρκα και οστά και αρκετοί από τους παλιούς της φουρνιάς του 3% επέλεξαν άλλα τυχαία μονοπάτια του ίδιου δρόμου, εκ των πραγμάτων οδήγησες τη χώρα σε εκλογές ακολουθώντας μια πρωτότυπη είναι αλήθεια κοινοβουλευτικά διαδικασία, τον Σεπτέμβριο του 2015.

 Κάπως έτσι τελειώνει το ποίημα «Διασπορά ομηλίκων» του Νικόλα Καρανικόλα:

«Τώρα που κάπου καταλήξαμε ανάγκη

να συστηθούμε πάλι με εξομολογήσεις

να θυμηθούμε τέλος πάντων

αν γνωριστήκαμε ποτέ, γιατί και πότε.»

Και συστηθήκαμε πάλι με εξομολογήσεις, σε μια προσπάθεια να θυμηθούμε τέλος πάντων αν γνωρισθήκαμε ποτέ, γιατί και πότε, τότε την Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου του 2015.

Γιατί αν γνωρισθήκαμε τον Ιανουάριο του 2015, ήταν γιατί μέσα από την συναισθηματική φόρτιση της εποχής για πρώτη φορά, μετά από καιρό ήταν που μετρήθηκαν τα συναισθήματά μας. Τότε η ελπίδα νίκησε κατά κράτος τον μονόδρομο της λιτότητας και τον φόβο της αποπομπής από το ευρώ.

Τότε τον Σεπτέμβριο του 2015, μετά την αυτοκριτική και έχοντας επίγνωση τόσο των λαθών πολιτικής όσο και λανθασμένων επιλογών σε έμψυχο υλικό, η ελπίδα συνίστατο στο να αποκτήσει σταδιακά μια νέα έκφραση:

Ένα πλαίσιο αρχών και μεταρρυθμιστική θέληση, αλλά προπαντός άνθρωποι αποφασισμένοι, από τις κορυφές ως τη βάση της κοινωνίας. Άνθρωποι μεγαλωμένοι μέσα στο νεωτερικό περιβάλλον των αρχών του 21ου αιώνα, του οποίου όμως τις αντιφάσεις έχουν βιώσει δραματικά στο σχέδιο της ζωής τους, που να δεσμεύονται μέσα σε ένα κοινό, ευρύχωρο σχέδιο και να έχουν μια ριζοσπαστικά διαφορετική εικόνα για το μέλλον. Άνθρωποι νέοι, ταγμένοι να αλλάξουν την καθημερινότητα του ταπεινού πολίτη κάτι που δεν έκαναν οι άλλοι γιατί πολύ απλά ποτέ τους δεν διανοήθηκαν να ασχοληθούν με την ταπεινή καθημερινότητα.

Τα χρόνια κύλησαν και οι εκλογικές αναμετρήσεις από το 2019 και μετά αποτελούν μεταξύ των άλλων μία αποτίμηση της περιόδου εκείνης και των ψευδαισθήσεων που είχαμε.

Κάποτε φθάσαμε και στην παραίτηση Τσίπρα : «Ήρθε η ώρα να ανοίξουμε ένα νέο κύκλο για τον ΣΥΡΙΖΑ», ήταν η δήλωσή του.

Σε ό,τι αφορά αυτόν το νέο κύκλο, αυτή την διαδρομή, προσπάθησα να την αφουγκρασθώ, άλλοτε μελαγχολικά, άλλοτε προληπτικά αυτολογοκρινόμενος, άλλοτε αναρωτώμενος αν πορεύεται Δεξιά ή Αριστερά, άλλοτε παρατηρώντας την αδυναμία του να παράγει συν-δημιουργία αξίας και να οδεύει προς το επίτευγμα της παραγωγής μηδενικής αξίας.

Έχω την αίσθηση πως τα διαδραματιζόμενα αυτές τις ημέρες στον Σύριζα, με τα εξώδικα, τις πιθανές διαγραφές κι ό,τι άλλο περιέχει το όλον δράμα, προκαλεί θλίψη και απαξίωση, δικαιολογεί τον τίτλο αυτού του άρθρου, με υπότιτλο «Το γελοίο ως πολιτικό εργαλείο».

Κι αν ξεκίνησα αυτό το κείμενο με αναφορά στο ποίημα «Διασπορά ομηλίκων», καθώς η φωτιά που κουβαλούσε μέσα του έσβησε και ξόδεψε την ζεστασιά της, δεν μου μένει παρά με μάτια χλωμά, αδιάφορα να κάθομαι να περιμένω για την πεσμένη κουρτίνα και την πόρτα κλεισίματος:

«Η φωτιά έσβησε, και ξόδεψε τη ζεστασιά της,

(Αυτό είναι το τέλος κάθε τραγουδιού που τραγουδάει ο άνθρωπος! )

Το χρυσό κρασί μεθάει, τα κατακάθια μένουν,

Πικρή σαν αλατόξυλο και αλάτι σαν πόνος.

Και η υγεία και η ελπίδα έχουν πάρει το δρόμο της αγάπης

Στη θλιβερή λήθη των χαμένων πραγμάτων.

Τα φαντάσματα έρχονται μαζί μας μέχρι το τέλος.

Αυτή ήταν μια ερωμένη, αυτή, ίσως, μια φίλη.

Με μάτια χλωμά αδιάφορα καθόμαστε και περιμένουμε

Για την πεσμένη κουρτίνα και την πόρτα κλεισίματος:

 

ΥΓ :

Με πεσμένη την κουρτίνα και την πόρτα κλεισίματος για πάντα, καθώς, ποιος, πoια και γιατί να τους εμπιστευθεί μετά από αυτό το φεστιβάλ διαρκείας με την αίσθηση του γελοίου ως πολιτικού εργαλείου που αποπνέουν και με το βάθος του ουρανού να μην είναι πια κόκκινο για τα πολλά χρόνια που θα έχουμε από εδώ και εμπρός μπροστά μας…

 

Μιχάλης Κονιόρδος, εκπαιδευτικός https://www.core-econ.org/