Θρίλερ κατασκόπων στη Δανία: Ο αρχικατάσκοπος που έπεσε θύμα κρατικής κατασκοπείας

Υπόθεση βγαλμένη από σενάριο ταινίας.
Open Image Modal
benixs via Getty Images

Ο επικεφαλής της υπηρεσίας ξένων πληροφοριών της Δανίας, Λαρς Φίντσεν, παρέμενε υπό κράτηση για την εμπλοκή του σε μια υπόθεση διαρροής «άκρως απόρρητων» πληροφοριών όταν έμαθε ότι η υπηρεσία πληροφοριών της Δανίας είχε παγιδεύσει το τηλέφωνό του και είχαν τοποθετήσει στο σπίτι του κοριούς.

Οι κατάσκοποι, όπως έμαθε, είχαν περάσει μήνες κρυφακούγοντας την καθημερινή του ζωή, καταγράφοντας εκατοντάδες ώρες των συνομιλιών του, συμπεριλαμβανομένων των τριών παιδιών του, γράφει ο Guardian.

Ο Φίντσεν εργαζόταν για δεκαετίες στα υψηλότερα επίπεδα των μυστικών υπηρεσιών. Διορίστηκε επικεφαλής της υπηρεσίας εξωτερικών πληροφοριών της χώρας το 2015.

Τον Αύγουστο του 2020 ο Φίντσεν και άλλοι τρεις αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα, αφότου ένα ανεξάρτητο συμβούλιο που εποπτεύει την υπηρεσία πληροφοριών προέβη σε κατηγορίες για σοβαρές αδικοπραγίες. Τον Σεπτέμβριο του 2020  αυτές οι κατηγορίες απορρίφθηκαν από μια επιτροπή έρευνας και οι αναστολές άρθηκαν.

Οι τέσσερις αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών είχαν κατηγορηθεί για παραβίαση ενός άρθρου του ποινικού κώδικα, που περιλαμβάνει προδοσία, «διαβιβάζοντας άκρως απόρρητες πληροφορίες», σύμφωνα με τον Guardian.

Ωστόσο 3 χρόνια μετά, αυτό το φθινόπωρο, ο 59χρονος αρχικατάσκοπος πρόκειται να δικαστεί με την κατηγορία ότι αποκάλυψε κρατικά μυστικά σε δημοσιογράφους και στενούς συγγενείς, συμπεριλαμβανομένης της 84χρονης μητέρας του, σε μια σειρά συνομιλιών που φαίνεται να έχουν καταγραφεί από τις μικροσκοπικές συσκευές ακρόασης που ήταν κρυμμένες στο σπίτι του.

Εκτός του Φίντσεν η Εισαγγελία της Κοπεγχάγης άσκησε δίωξη σε βάρος του βουλευτή και πρώην υπουργού Άμυνας, Κλάους Χιορτ Φρεντέρικσεν, επειδή ο τελευταίος αποκάλυψε «ύψιστα μυστικά του κράτους». Ως υπουργός Άμυνας μέχρι το 2019, επέβλεπε την υπηρεσία πληροφοριών που διηύθυνε ο Φίντσεν. Τώρα και οι δύο άνδρες κατηγορούνται για προδοσία.

Open Image Modal
O πρώην υπουργός Αμυνας της Δανίας, Κλάους Χιορτ Φρεντέρικσεν.
via Associated Press

 

Το Φεβρουάριο του 2023, η εισαγγελία ανέφερε ότι άσκησε δίωξη σε ένα πρόσωπο με βάση ένα άρθρο του ποινικού κώδικα, το οποίο σπανίως χρησιμοποιείται και προβλέπει την επιβολή κάθειρξης έως και 12 ετών για διαρροή κρατικών απορρήτων. Τότε η εισαγγελία δεν είχε ανακοινώσει το όνομα του κατηγορουμένου.

Ο Φρεντέρικσεν, που ήταν υπουργός από το 2016 μέχρι το 2019, επιβεβαίωσε μέσω του Facebook ότι η δίωξη αφορά τον ίδιο, όμως αρνήθηκε ότι διέπραξε οτιδήποτε επιλήψιμο.

 

 

Αφού του ασκήθηκε προκαταρκτική δίωξη το 2022, ο Φρεντέρικσεν είχε πεί σε τοπικά μέσα ενημέρωσης ότι οι κατηγορίες βασίζονταν σε δηλώσεις που είχε κάνει για μια μυστική συμφωνία παρακολούθησης μεταξύ της Δανίας και της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (NSA) των ΗΠΑ.

Τον Σεπτέμβριο, ο πρώην επικεφαλής της υπηρεσίας εξωτερικών πληροφοριών της Δανίας, Λαρς Φίντσεν, κατηγορήθηκε επίσης, με βάση το ίδιο άρθρο, για διαρροή απόρρητων πληροφοριών. Ο Φρεντέρικσεν είχε βουλευτική ασυλία μέχρι τον Νοέμβριο, η οποία δεν ανανεώθηκε αφού αποφάσισε να μην θέσει ξανά υποψηφιότητα στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, αναφέρει η DW.

Τον Μάιο του 2021, μια έρευνα πολλών μέσων ενημέρωσης αποκάλυψε ότι η NSA χρησιμοποιούσε, τουλάχιστον μέχρι το 2014, το υποθαλάσσιο δίκτυο καλωδίων της Δανίας για να παρακολουθεί υψηλόβαθμους αξιωματούχους τεσσάρων χωρών (Γερμανία, Σουηδία, Νορβηγία, Γαλλία), μεταξύ των οποίων ήταν και η τότε καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ.

Αυτό που διακυβεύεται, ωστόσο, είναι κάτι περισσότερο από τη μοίρα δύο ατόμων.

Σε αποκλειστικές συνεντεύξεις στον Guardian, οι Φίντσεν και Φρεντέρικσεν μίλησαν για πρώτη φορά στα διεθνή μέσα ενημέρωσης για το πώς ενεπλάκησαν σε αυτό το σκάνδαλο.

Και οι δύο άνδρες πιστεύουν ότι είναι αθώοι. Ο Φίντσεν έχει περιγράψει τις κατηγορίες εναντίον του ως «εντελώς τρελές», ενώ η Φρέντερικσεν πιστεύει ότι η υπόθεσή του έχει πολιτικά κίνητρα, παρομοιάζοντάς την με μια μπερδεμένη «φάρσα». «Για να καταλάβεις τι μου συμβαίνει αυτή τη στιγμή», λέει, «σκέψου τον Κάφκα».

Κατάσκοπος γίνεται πληροφοριοδότης

Στο ανεμοδαρμένο νότιο άκρο του Άμαγκερ, το νησί νότια της Κοπεγχάγης, υπάρχει ένα σύμπλεγμα μονότονων γκρίζων κτιρίων που περιβάλλεται από ένα ψηλό συρματόπλεγμα και κάμερες παρακολούθησης. Γνωστή ως «η Φάρμα», η περιοχή φιλοξενεί την υπηρεσία εξωτερικών πληροφοριών της Δανίας.

Τον Ιούνιο του 2014, η δανική εφημερίδα Dagbladet Information δημοσίευσε ένα κομμάτι βασισμένο στις διαρροές του Σνόουντεν που αποκάλυπτε μια μυστική συμφωνία μεταξύ της υπηρεσίας πληροφοριών, γνωστής ως DDIS, και της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των ΗΠΑ για την αξιοποίηση καλωδίων οπτικών ινών που μεταφέρουν κίνηση στο διαδίκτυο μέσω της Δανίας.

Σύμφωνα με το άρθρο, ένα από τα πιο ευαίσθητα μυστικά του κράτους φαίνεται να τράβηξε την προσοχή ενός αξιωματικού πληροφοριών που εργαζόταν ως χάκερ στο τμήμα κυβερνοχώρου της υπηρεσίας.

Πρώην συνάδελφοί του είπαν ότι θεωρούνταν ανερχόμενο αστέρι, αν και ήταν επίσης γνωστό ότι ήταν καχύποπτος για τη σχέση της υπηρεσίας με την NSA και είχε ανησυχίες ότι οι ΗΠΑ συνέλεγαν παράνομα δεδομένα Δανών πολιτών.

Ο αξιωματικός των μυστικών υπηρεσιών, ο οποίος ήταν γύρω στα 30, βοήθησε να ξεκινήσει μια εσωτερική έρευνα, με την κωδική ονομασία Operation Dunhammer, για το αν η NSA έκανε κατάχρηση της συμφωνίας υποκλοπών. Όταν τα ευρήματά της κοινοποιήθηκαν σε ανώτερα διευθυντικά στελέχη, οι ανησυχίες του απορρίφθηκαν ως αβάσιμες και διατάχθηκε να σταματήσει την έρευνα.

Αντί να το αφήσει, ο κατάσκοπος άρχισε να καταγράφει κρυφά συνομιλίες συναδέλφων. Οι συζητήσεις σχετικά με τη συνεργασία της NSA με τους ανώτερους κατασκόπους της Δανίας, συμπεριλαμβανομένου του Λαρς Φίντσεν, φαίνεται να ήταν μεταξύ εκείνων που καταγράδηκε για μια περίοδο αρκετών ετών.

Σήμερα, ο Φίντσεν επικριτικεί τις πράξεις του αξιωματικού και λέει ότι δεν υπήρχε «καμία βάση» για τις ενέργειές του. Ήταν, λέει, «ασταθής και είχε τη δική του αφήγηση».

Στα τέλη του 2019, οι ανησυχίες του αξιωματικού έφτασαν στο ανεξάρτητο εποπτικό όργανο που εποπτεύει τις δανικές μυστικές υπηρεσίες, το οποίο πήρε στην κατοχή του τις μυστικές ηχογραφήσεις του - έως και 100 ώρες - καθώς και την εσωτερική έκθεση Dunhammer. Πίσω από κλειστές πόρτες, ο κατάσκοπος είχε γίνει πληροφοριοδότης.

Τον Αύγουστο του 2020, Ο ανεξάρτητος παρατηρητής, με επικεφαλής έναν ανώτερο δικαστή, αποκάλυψε σε μια σύντομη δήλωση ότι είχε λάβει μεγάλο όγκο υλικού από έναν πληροφοριοδότη και απαρίθμησε μια σειρά ισχυρισμών σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της υπηρεσίας κατασκοπείας DDIS.

Μεταξύ των ευρημάτων του, προειδοποίησε ότι υπήρχαν «κίνδυνοι στο κεντρικό τμήμα συλλογής πληροφοριών του DDIS και ότι έχουν συγκεντρωθεί μη εξουσιοδοτημένες πληροφορίες για Δανούς πολίτες».

Οι επιπτώσεις ήταν άμεσες. Ο Φίντσεν και αρκετοί συνάδελφοί του τέθηκαν σε άδεια αορίστου χρόνου. «Δεν ήταν μια ωραία κατάσταση», λέει ο Φίντσεν.

Τα μέσα ενημέρωσης χαρακτήρισαν τα ευρήματα «ιστορικό σκάνδαλο» και είπαν ότι οι κατάσκοποι ενεργούσν ως «κράτος εν κράτει».

Όπως έγραφε ένα πρωτοσέλιδο: «Αρχηγοί κατασκόπων κατηγορούνται για παράνομη παρακολούθηση».

Μιλώντας στον Guardian καθώς προετοιμάζεται για τη δίκη, ο Φίντσεν φαίνεται χαλαρός. Αποφυλακίστηκε τον Φεβρουάριο του 2022 μετά από 70 ημέρες κράτησης.