Όπως το είπε και η Τζένη Καρέζη: «Φέτος το καλοκαίρι που ανεβάζω Μήδεια, δεν έκανα ούτε ένα μπάνιο, ενώ ο Παπανδρέου που κυβερνάει την Ελλάδα, έχει κάνει σαράντα».
Open Image Modal
We-Ge via Getty Images

Μέρες προεκλογικής πεντοζάλης και στη μικρή πλατεία του χωριού μας τα μικρόφωνα βράχνιασαν από τις αγωνιώδεις προσπάθειες των πλανόδιων  να  μας πουλήσουν  την πραμάτεια τους. Μέρες τώρα πάνε κι έρχονται και ησυχία δεν έχουν. Φορτωμένοι καρέκλες που στρώνονται και ξεστρώνονται  στη στιγμή, σέρνουν ένα κάρο γεμάτο  υποσχέσεις.  Μπορεί, μηδενός εξαιρουμένου,  να εμπορεύονται ελπίδες και όνειρα , αλλά στη δική τους λογική, μόνο φέτος, ειδικά αυτή τη φορά, κανείς και τίποτα  δεν ανταγωνίζεται τη τιμή, την ποιότητα και την αντοχή των προϊόντων τους. Κι όσο ξελαρυγγίζονται άδοντες και ψάλλοντες, για να μας πείσουν, τόσο οι τιμές πέφτουν την ώρα που ο λαός εξετάζει από απόσταση κάρο και αγωγιάτη.

Γνωρίζονται, οι περισσότεροι, από το παρελθόν. Κάποιοι καινούριοι ντυμένοι αλλοπρόσαλλα σέρνουν μαζί και τα γίδια τους, έτοιμοι να τα θυσιάσουν στο βωμό της προσφοράς και της ανιδιοτέλειας, άλλοι έχουν αλλάξει ένδυμα, χτένισμα, στυλίστα, και φρεσκολουσμένοι με το σαμπουάν της Λήθης και της Απληστίας (δύο σε ένα)  κουνάνε τη σημαία τους μπροστά στα έντρομα μάτια των πολλών που δεν ξεχνάνε τη φορά που τους πολιόρκησαν όπως οι Αχαιοί τους Τρώες, κι αφού τους κατέλαβαν με τον Δούρειο Ίππο της Εξαπάτησης , άδειασαν τσέπες και ψυγεία και Τράπεζες, αφήνοντας  τους  ενεούς.

Η ούγια έγραφε, βέβαια,  Ποιότης Εξαιρετική, αλλά στο πλύσιμο το προϊόν απεδείχθη  μάπα, τρίτης διαλογής. ’Εμπασε, έχασε το χρώμα του και άρχισε να μαδάει όπως οι σκύλοι το καλοκαίρι. Άλλοι, πιο προσεκτικοί, αγόρασαν από τον διπλανό πάγκο, - πελάτες τους χρόνια, - είναι όλοι γνωστοί, έχουν μακρινές κουμπαριές και δεν στέργει να τους δυσαρεστήσουν. 

Ναι, το πατρόν πάλιωσε, το ντιζάιν ξεπεράστηκε και ο πραματευτής ονειρεύεται πιτόγυρα  όταν μιλάει, αλλά, βρε αδελφέ, καλός είναι. Δίνει μια νότα βιοποικιλότητας . Αν εκλείψει θα μας λείψει. Έπειτα, ποιον ενοχλεί; Μπροστά σε κάποιους υποκριτές  που βρέθηκαν στα πόδια μας από το πουθενά,  επειδή κάποιοι δικοί μας  αγόρασαν μια κρέμα  για τις αιμορροΐδες, αυτοί οι σκαπανείς φέρνουν έναν αέρα  νοσταλγίας. Μπροστά στους νέους που κάνουν τους γέρους, τους γέρους που κάνουν τους νέους,  αυτές οι εφεδρείες που έχασαν το βήμα τους στη δίνη της Ιστορίας , είναι πολύ πιο συμπαθείς, πολύ πιο συνεπείς και πολύ πιο έντιμοι.  

Είναι μεγάλη η ζάλη. Είναι πολλοί οι γητευτές, οι τσιρκολάνοι, -ανάμεσα τους κι ένας δολιχοκέφαλος με κουδουνάκια στο λαιμό και τα άκρα, αντιπαθής,  στομφώδης, ξερόλας και επηρμένος που σέρνει μαζί του μια κουστωδία από αδέσποτα που γαυγίζουν όποιον τους στραβοκοιτάξει,- αλλά τους προσπερνάς. Εντάξει,  μας ενοχλεί η παρουσία τους, είναι και θέμα αισθητικής, τι να κάνουμε; Εμείς, προτιμάμε να ψωνίζουμε  από κάποιους σοβαρούς που δεν ξεφωνίζουν  δεν σαλιαρίζουν, δεν προκαλούν, κι ας  λένε πως πουλάνε ακριβά και δεν κάνουν σκόντο.

Εμείς, αυτοί, ο κόσμος όλος, γνωρίζει πως: το φτηνό κρέας το τρώνε τα σκυλιά και πως, το εμπόριο έχει τους δικούς του, σκληρούς κανόνες, ή όπως το είπε η αείμνηστη Τζένη Καρέζη εκείνο το καλοκαίρι του 1985: 

Φέτος το καλοκαίρι που ανεβάζω Μήδεια, δεν έκανα ούτε ένα μπάνιο, ενώ ο Παπανδρέου που κυβερνάει την Ελλάδα, έχει κάνει σαράντα.