«Ξεκινάμε με άγνοια κινδύνου -δε γίνεται αλλιώς. Και ωριμάζουμε στην πορεία, πιο πολύ μέσα από τα λάθη μας». Σκηνοθέτης, ιδρυτής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος γιορτάζει τριάντα χρόνια στη σκηνοθεσία με δύο παραστάσεις, δύο καθηλωτικές ιστορίες, την «Τριλογία των Λήμαν Μπράδερς» (που πέρυσι έφτασε μέχρι την τελική πρόβα, αλλά αναβλήθηκε με το κλείσιμο των θεάτρων) και το «Τσέρνομπιλ: Ένα χρονικό του μέλλοντος».
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος απαντά στις ερωτήσεις της HuffPost και με αφορμή τα γενέθλια, μιλά για τον ρόλο του σκηνοθέτη, τις αυταρχικές συμπεριφορές στο θέατρο, την ικανότητα να δημιουργεί «μια ομάδα κι ένα κλίμα συνεργασίας, όπου ο καθένας νιώθει ότι η δουλειά τον αφορά», για την Κοραλία Σωτηριάδου, σύντροφο και βασικό συνεργάτη του, που τριάντα χρόνια τώρα τον παροτρύνει αλλά και τον «προστατεύει από κακοτοπιές», τη θετική ματιά στη ζωή, τις λάθος επιλογές «σε έργα ή συνεργάτες, ευτυχώς όχι συχνά», αλλά και τη μεγαλύτερη χαρά.
-Γυρίζοντας πίσω στον χρόνο, στην πρώτη σκηνοθεσία σας, τη σεζόν 1991 - 92 και κοιτάζοντας τον νεότερο εαυτό σας, τι σας κάνει μεγαλύτερη εντύπωση; Αν είχατε τη δυνατότητα να τον συναντήσετε, τι θα του λέγατε;
Ξεκινάμε με άγνοια κινδύνου -δε γίνεται αλλιώς. Και ωριμάζουμε στην πορεία, πιο πολύ μέσα από τα λάθη μας. Βλέπω λοιπόν έναν νέο άνθρωπο να βουτάει μέσα στα πράγματα, με τόλμη, με χαμόγελο και διάθεση παιχνιδιού, χωρίς σοβαροφάνεια (αν και με κάποια κρυμμένη σοβαρότητα). Έναν νέο άνθρωπο με κοινωνικές ευαισθησίες και μια ακτιβιστική πλευρά, που θέλει να τα μετατρέψει όλα αυτά σε καλλιτεχνική ταυτότητα. Νομίζω πως δεν άλλαξα πολύ, αυτή η θετική ματιά στη ζωή συνεχίζει να με χαρακτηρίζει. Όσο για τις συμβουλές, λίγο μπορεί να μας βοηθήσουν -πιο πιθανό είναι να μας κόψουν τη φόρα. Άρα θα με ενθάρρυνα να προχωρήσω μες στα όλα, να μη φοβηθώ να πάρω ρίσκα, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα την κοσμογονία των νεανικών χρόνων.
-Πώς πήρατε την απόφαση να αφήσετε την υποκριτική και να περάσετε στη σκηνοθεσία; Ποιo γεγονός πυροδότησε τη μετάβαση;
Η αλήθεια είναι ότι δεν πέρναγα τόσο καλά σαν ηθοποιός, ιδιαίτερα όταν το κλίμα της συνεργασίας δεν ήταν καλό ή τέλος πάντων δεν μου ταίριαζε. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, το θέατρο ήταν για μένα μια δραστηριότητα που αφορά όλους τους εμπλεκόμενους εξίσου, και όχι κατά τα κέφια (ή τα νεύρα) του σκηνοθέτη ή του πρωταγωνιστή. Έτσι λοιπόν ένιωθα ότι ένα δυναμικό που είχα μέσα μου έμενε ανεκμετάλλευτο. Στην πορεία φάνηκε ότι ένα από τα προτερήματά μου σ’ αυτή τη δουλειά (ανεξάρτητα από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα) είναι ότι μπορώ να δημιουργώ γύρω μου μια ομάδα κι ένα κλίμα συνεργασίας, όπου ο καθένας νιώθει ότι η δουλειά τον αφορά, δεν είναι απλό γρανάζι της. Αυτό έχει φανεί και στον τρόπο που έχει στηθεί το Θέατρο του Νέου Κόσμου (και οι σχέσεις με τους καλλιτέχνες και όλους τους εργαζόμενους), αλλά και στο πέρασμά μου από το Φεστιβάλ Αθηνών. Νομίζω πως είναι κάτι που το εισπράττει και το κοινό. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κάνω και λάθη ή ότι δεν τα έχω σπάσει με κάποιους ανθρώπους. Εννοείται. Φυσικά όλα αυτά δεν ήταν συνειδητά την εποχή που έστρεψα το βλέμμα μου στη σκηνοθεσία.
Ως νέος ηθοποιός έκανα κι άλλες δουλειές για τα προς το ζην. Μία από αυτές, και μάλιστα για μεγάλο διάστημα, 8 χρόνια, ήταν ότι είχα αναλάβει και έστησα το θεατρικό τμήμα της Φοιτητικής Εστίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αξίζει να πω ότι το ερασιτεχνικό θέατρο είναι το μεγάλο φυτώριο του επαγγελματικού θεάτρου. Μέσα από τη δουλειά μου με τα παιδιά φάνηκαν ορισμένες ικανότητές μου, οργανωτικές και καλλιτεχνικές. Η Κοραλία (Σωτηριάδου) λοιπόν, με την οποία είμαστε μαζί μια ζωή, με παρότρυνε κάποια στιγμή να επιδιώξω μια επαγγελματική σκηνοθεσία. Έτσι ανέβηκε ο Ήχος του όπλου της Λούλας Αναγνωστάκη τη σεζόν 1991-92 στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας. Συμπληρώθηκαν 30 χρόνια, με την Κοραλία σύντροφο και βασικό συνεργάτη, να με παροτρύνει αλλά και να με προστατεύει από κακοτοπιές.
“Το θέατρο βαδίζει παράλληλα με την εποχή του κι ευτυχώς στις μέρες μας έχουν τεθεί πολύ σοβαρά τα θέματα της αξιοπρέπειας και του σεβασμού κάθε εργαζόμενου, έτσι που δεν μπορούν πια να γίνονται ανεκτές βίαιες συμπεριφορές. Όπως οι δάσκαλοι δεν μπορούν πια να δέρνουν τα παιδιά με τη βίτσα.”
-Θα ανεβαίνατε ξανά στη σκηνή;
Δεν μπορώ να συνδυάσω την υποκριτική με τη σκηνοθεσία, οπότε δεν τίθεται ζήτημα.
-Τελικά, ο ο σκηνοθέτης είναι ο απόλυτος άρχων της παράστασης;
Τι θα πει απόλυτος άρχων; Ναι, παίρνω αποφάσεις, αλλά το καλύτερό μου είναι όταν μοιράζομαι τη διαδικασία και το αποτέλεσμα με όλο το θίασο κι όλους τους συντελεστές. Όσο μεγαλύτερη η συμμετοχή, όσο περισσότερες οι ιδέες και οι πρωτοβουλίες, τόσο πλουσιότερη θα είναι η παράσταση. Είμαι ανοιχτός στις πρόβες και προσπαθώ ν’ ακούω. Αλλά την τελευταία γνώμη την έχει ο σκηνοθέτης. Εκείνος διάλεξε το έργο, εκείνος θέλει να το αφηγηθεί με τη δική του θεατρική γλώσσα, εκείνος διάλεξε τους συνεργάτες. Στην πορεία εκείνος φιλτράρει και συνθέτει όλες τις χρήσιμες ιδέες. Δεν είναι λοιπόν θέμα εξουσίας.
-Αν σας ρωτούσε ένα παιδί, τι δουλειά κάνει ένας σκηνοθέτης, τι θα απαντούσατε;
Τα παιδιά γοητεύονται να σε βλέπουν σαν αρχηγό. Όσο πιο μικρά, τόσο περισσότερο. Τα μεγαλύτερα κάνουν έξυπνες ερωτήσεις και τους εξηγώ όπως και στους μεγάλους. Μ’ αρέσει να μιλάω για θέατρο με ανθρώπους απ’ όλες τις ηλικίες. Στα μικρά παιδιά αυτοσχεδιάζω παραμύθια και τα αφηγούμαι. Κάπως έτσι αντιλαμβάνονται το ρόλο μου.
“Φυσικά και έχω κάνει λάθος επιλογές, σε έργα ή συνεργάτες, ευτυχώς όχι συχνά, αλλά ως προς τις βασικές μου επιλογές, όχι, δεν έχω μετανιώσει”
-Αυταρχικές συμπεριφορές (ακόμη και θρυλικών προσώπων του θεάτρου), αποδίδονταν εν πολλοίς στην τελειομανία. Αντέχει αυτό το επιχείρημα, αυτή η ερμηνεία στις μέρες μας; Και ακόμη, ως ηθοποιός είχατε ανάλογη εμπειρία, να δουλέψετε σε ένα δύσκολο/τοξικό περιβάλλον;
Αν υποθέσουμε πως αυτές οι συμπεριφορές (ακόμα και η μίμησή τους) αποτελούν μέρος μιας σκηνοθετικής μεθόδου, η μέθοδος αυτή, με ή χωρίς τελειομανία και ταλέντο, έχει προ πολλού ξεπεραστεί. Το θέατρο βαδίζει παράλληλα με την εποχή του κι ευτυχώς στις μέρες μας έχουν τεθεί πολύ σοβαρά τα θέματα της αξιοπρέπειας και του σεβασμού κάθε εργαζόμενου, έτσι που δεν μπορούν πια να γίνονται ανεκτές βίαιες συμπεριφορές. Όπως οι δάσκαλοι δεν μπορούν πια να δέρνουν τα παιδιά με τη βίτσα. Εγώ σαν ηθοποιός δεν έτυχε (ή απέφυγα) να βρεθώ σε τοξικά περιβάλλοντα. Εξάλλου δούλευα κατά κανόνα με νεανικές ομάδες.
“Τι με φοβίζει; Οι νοικοκυραίοι, σαν αυτούς που κλοτσούσαν τον Ζακ Κωστόπουλο, πεσμένο κάτω. Ο εκφασισμός της ζωής μας.”
-Υπάρχει κάτι για το οποίο έχετε μετανιώσει;
Κάνοντας ανασκόπηση των 30 χρόνων που συμπληρώνω φέτος ως σκηνοθέτης, το έχω σκεφτεί πολύ: Φυσικά και έχω κάνει λάθος επιλογές, σε έργα ή συνεργάτες, ευτυχώς όχι συχνά, αλλά ως προς τις βασικές μου επιλογές, όχι, δεν έχω μετανιώσει, νιώθω πως με εκφράζουν σαν προσωπικότητα.
-Η μεγαλύτερη χαρά που πήρατε τις τρεις αυτές δεκαετίες ποια είναι;
Ότι έχτισα το Θέατρο του Νέου Κόσμου, κι εκεί μέσα μπορώ να πραγματοποιώ και να μοιράζομαι με ανθρώπους καλλιτεχνικά σχέδια, με όλα τα κόστη.
“Τη γιορτή, αν θέλετε, τη νιώθω βλέποντας το κοινό μας να επιστρέφει στις αίθουσες όπου παίζονται αυτές οι παραστάσεις. Τι καλύτερο δώρο γι’ αυτή την επέτειο;”
-Ποια θεωρείτε την καλύτερη, την πιο δημιουργική περίοδό σας;
Ας απαντήσω για τη δουλειά μου στον Νέο Κόσμο: Παραστάσεις που με ικανοποίησαν καλλιτεχνικά και είχαν απήχηση στο κοινό υπάρχουν διάσπαρτες σε όλη την καλλιτεχνική μου πορεία, από την πρώτη στιγμή μέχρι σήμερα: Από τον Κοινό Λόγο ως τους Λήμαν και το Τσέρνομπιλ.
-Τι σας συγκινεί; Εντός και εκτός θεάτρου.
Η καλοσύνη και η γενναιοδωρία.
-Τι σας φοβίζει; Εντός και εκτός θεάτρου.
Οι νοικοκυραίοι, σαν αυτούς που κλοτσούσαν τον Ζακ Κωστόπουλο, πεσμένο κάτω. Ο εκφασισμός της ζωής μας.
-Γιορτάζετε με την «Τριλογία των Λήμαν Μπράδερς» και το «Τσέρνομπιλ», δύο έργα που αφορούν το δίπολο οικονομία - περιβάλλον σε συνθήκες κατάρρευσης και μάλιστα μέσα από ιστορίες ανθρώπων που το σύστημα θεωρεί «παράπλευρες απώλειες». Σαν να λέτε, ναι, αυτός είμαι, αυτές τις ιστορίες θέλω να αφηγηθώ.
Δε θα διάλεγα ειδικά έργα για να γιορτάσω τα 30 χρόνια μου στη σκηνοθεσία, χαίρομαι όμως πολύ που και τα δυο έργα σαν επιλογή, οι δυο αυτές παραστάσεις έχουν στοιχεία που με αντιπροσωπεύουν διαχρονικά: συμπλέκουν τις προσωπικές ιστορίες με τη μεγάλη Ιστορία, με όχημα την αφηγηματικότητα. Τη γιορτή, αν θέλετε, τη νιώθω βλέποντας το κοινό μας να επιστρέφει στις αίθουσες όπου παίζονται αυτές οι παραστάσεις. Τι καλύτερο δώρο γι’ αυτή την επέτειο;