Τα τελευταία χρόνια, το storytelling ακούγεται συχνά και με διαφορετικές αφορμές, τόσο που μοιάζει σαν να είναι είτε μια σύγχρονη εφεύρεση, είτε πανάκεια. Κι αν για το δεύτερο έχω προσωπικά ισχυρή άποψή (εντάξει, δεν είναι πανάκεια, αλλά ένα ισχυρότατο μέσο επικοινωνίας σε κάθε συνθήκη), το πρώτο σίγουρα δεν ισχύει.
Οι ιστορίες είναι τόσο παλιές όσο ο άνθρωπος και η δύναμή τους δεν μεταβλήθηκε από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Είχαν και έχουν διαχρονικά τη δύναμη να πείσουν, να συνεπάρουν και να αλλάξουν συμπεριφορές. Αυτό που άλλαξε είναι αφενός το ενδιαφέρον μας γι’ αυτές κι αφετέρου η επιστημονική έρευνα που μας επιτρέπει να αποδείξουμε όσα για αιώνες γνωρίζαμε εμπειρικά.
Όλοι αφηνόμαστε στη δύναμη των ιστοριών, ακόμα κι αν αυτό συμβαίνει ασυναίσθητα. Υπάρχουν φορές που δεν μπορούμε να αφήσουμε ένα αγαπημένο βιβλίο από τα χέρια μας, έστω κι όταν είναι ώρα να κάνουμε κάτι αναγκαστικό της καθημερινότητας, επειδή η πλοκή του μας συναρπάζει. Το βιβλίο θα είναι εκεί και μετά, όπως και η ιστορία. Θα μας περιμένει να την ξαναπιάσουμε. Όμως αυτό που γεννά μέσα μας είναι τόσο βαθύ και τόσο μαγικό που δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Είμαστε μέσα στην ιστορία – στη βικτωριανή Αγγλία ή στη νυχτερινή Νέα Υόρκη, στον Πειραιά του Καραγάτση ή στη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη. Και δεν είμαστε μόνον στο σκηνικό, αλλά μοιραζόμαστε με τον ήρωα ή την ηρωίδα τα ίδια συναισθήματα: την απογοήτευση για έναν χαμένο έρωτα, την προσμονή για το καινούργιο, τον φόβο του άγνωστου.
Υπάρχουν φορές που ενώ οδηγούμε το πρωί για τη δουλειά, νυσταγμένοι ή κάπως κακόκεφοι, ακούμε τυχαία στο ραδιόφωνο ένα τραγούδι που μας «μεταφέρει» σε μια άλλη στιγμή. Μας θυμίζει εκείνο το καλοκαίρι στη Σέριφο, το αγόρι ή το κορίτσι που αγαπήσαμε, τις εξετάσεις που δίναμε εκείνη τη χρονιά, μια μεγάλη απογοήτευση… Το «τι» δεν έχει τόση σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι άθελά μας κι αυτοστιγμεί μεταφερόμαστε σε μια άλλη συνθήκη -και η μεταφορά είναι τόσο έντονη που δημιουργεί αντιδράσεις ακόμα και στο σώμα μας. Η καρδιά μας χτυπά δυνατά, στο στόμα σχηματίζεται ένα μεγάλο χαμόγελο, δάκρυα κυλούν στο μάγουλό μας πριν καν το καταλάβουμε – κι όλα αυτά με αφορμή ένα τυχαίο άκουσμα.
Αντίστοιχα, υπάρχουν φορές που καθόμαστε για να δούμε μια ταινία, ένα θρίλερ για παράδειγμα. Είναι βράδυ Παρασκευής, στο σπίτι μας, στον αγαπημένο μας καναπέ, σε μέρος απόλυτα οικείο. Παρακολουθούμε με τους αγαπημένους μας κι όταν ο ήρωας βρίσκεται σε ένα κακοφωτισμένο στενό και ακούει πίσω του δυνατά βήματα, θέλουμε ασυναίσθητα να γυρίσουμε το κεφάλι για να δούμε αν κάποιος μας ακολουθεί. Είμαστε μέσα στη σκηνή. Όταν ο τρελός δολοφόνος υψώνει το μαχαίρι, δεν νιώθουμε μόνον μια δυσάρεστη ανησυχία. Νιώθουμε τον ιδρώτα να τρέχει, τα πόδια να μουδιάζουν και την ανάσα να κόβεται για λίγο. Κι όλα αυτά για μια σύμβαση. Για μια ταινία που ξέρουμε πως αναπαριστάνει «ψέματα» και που εμείς οι ίδιοι την επιλέξαμε από το Netflix ή από το βίντεο κλαμπ.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Καταρχάς επειδή η σχέση μας με τις ιστορίες ξεκινά στην αρχή της ζωής μας.
Από τη γέννησή μας, ζούμε μέσα στις ιστορίες -ιστορίες που μας λένε οι μεγάλοι για να αποκοιμηθούμε, ιστορίες για να μας νουθετήσουν ή να μας εξηγήσουν, μύθους που σφυρηλατούν τη συλλογικότητα – αλλά και βιβλία και κόμιξ και κινούμενα σχέδια, ακόμα και διαφημίσεις. Ζούμε με ιστορίες και δενόμαστε μαζί τους για όλη μας τη ζωή.
Κι αν μιλώντας για ιστορίες σκεφτόμαστε συνειρμικά κυρίως τα βιβλία, δεν είναι έτσι. Τα αναγνώσματα είναι μία μόνον από τις πηγές. Ιστορίες είναι, επίσης, οι ταινίες, οι τηλεοπτικές σειρές, τα ντοκιμαντέρ, οι ειδήσεις «νέου τύπου», αλλά και οι διαφημίσεις και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια – μια αγορά δισεκατομμυρίων που, ακόμα κι αν μπορεί να «μετρηθεί» στην οικονομική της διάσταση, δύσκολα υπολογίζεται στη βάση του αντικτύπου στο κοινό της. Αρκεί, ωστόσο, να σκεφτούμε ότι στις ΗΠΑ ο μέσος τηλεθεατής περνά περισσότερες από 30 ώρες την εβδομάδα βλέποντας τηλεόραση, ενώ σε όλο τον κόσμο δαπανώνται ετησίως 90 δισεκατομμύρια δολάρια σε ταινίες κι άλλα τόσα σε ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Οι ιστορίες είναι το μέσο με το οποίο επεξεργαζόμαστε σύνθετα δεδομένα και αντιλαμβανόμαστε το παρόν. Είναι, επίσης, το μέσο με το οποίο μπορούμε να φανταστούμε το μέλλον και να το οραματιστούμε. Ο εγκέφαλός μας είναι εξελικτικά προγραμματισμένος να σκέφτεται, να κατανοεί και να θυμάται με βάση κώδικες της αφήγησης. Εδώ και 150.000 χρόνια, επικοινωνούμε, μοιραζόμαστε γνώση και αρχειοθετούμε τη μνήμη μας χρησιμοποιώντας ιστορίες. Παρά τις τεράστιες αλλαγές που συντελέστηκαν στον κόσμο, η αξία τους δεν μεταβλήθηκε. Αντίθετα, ο ρόλος τους επιβεβαιώθηκε μέσα από την πρόοδο της βιολογίας, της εξελικτικής ψυχολογίας και των θεωριών για τη διαχείριση της γνώσης. Σήμερα γνωρίζουμε, με βάση επιστημονικά δεδομένα, ότι η πανάρχαια εξάρτηση από τις ιστορίες έχει επαναπρογραμματίσει τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Γεννιόμαστε για να λειτουργούμε με ιστορίες.