Τι κερδίζουν οι ΗΠΑ από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία

Πέντε σημεία στα οποία βγαίνουν κερδισμένες οι ΗΠΑ.
|
Open Image Modal
via Associated Press

Μια φαινομενικά ανορθολογική στρατηγική των ΗΠΑ αποδεικνύεται ιδιαιτέρως κερδοφόρα. Μεταψυχροπολεμικά δημιουργήθηκαν δύο σχολές σκέψεις στο αμερικανικό σύστημα λήψης αποφάσεων, όσον αφορά τη «διαχείριση» της Ρωσίας και με απώτερο διακύβευμα, με το πέρασμα των ετών, την εξισορρόπηση της σινικής ανόδου.

Από τη μία πλευρά, προτάχθηκε η αποφυγή εστίασης της αμερικανικής στρατηγικής στη Μόσχα, καθώς η βασική απειλή πλέον είναι το Πεκίνο. Δεδομένων των σταθερών γεωστρατηγικών σημείων τριβής Ρωσίας-Κίνας στη Σιβηρία και στην Κεντρική Ασία, οι ΗΠΑ θα δύναντο να οδηγήσουν τη Ρωσία σε μια διαδικασία στρατηγικής ευθυγράμμισης με τις ίδιες, ώστε τουλάχιστον να την αδρανοποιήσουν στο πλαίσιο του σινοαμερικανικού ανταγωνισμού ισχύος. Σε κορυφαίο επίπεδο, η εν λόγω πλευρά εκπροσωπήθηκε κατάτι περισσότερο κατά τη διακυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ.

Από την άλλη πλευρά, τέθηκε προτεραιότητα στην ουσιαστική και σε όλα τα επίπεδα εξουθένωση της Ρωσίας. Βασιζόμενη στην ψυχροπολεμική στρατηγική κουλτούρα, η συγκεκριμένη λογική επίτασσε τον υποβιβασμό του ρωσικού παράγοντα σε μια αναλώσιμη δύναμη, η οποία θα έχει απεκδυθεί τα παραδοσιακά αυτοκρατορικά ένστικτά της και θα συνιστά ένα απλό «εξάρτημα» ή μια σημαντική αλλά κατά τα λοιπά απλή «παράμετρο» της αμερικανικής στρατηγικής.

Πάγια θέση της πρώτης σχολής ήταν ότι η Ρωσία δεν πρέπει να αποξενωθεί με αφορμή την Ουκρανία, ενώ η δεύτερη είναι πεπεισμένη ότι η στοχοποίηση της Ρωσίας θα συμπαρασύρει και την Κίνα, καλλιεργώντας προϋποθέσεις διάρρηξης της σχέσης του Πεκίνου είτε με τη Μόσχα υπό το φόβο των δυτικών κυρώσεων είτε με τη δύση υπό τη λογική μιας αυτονομημένης πλανητικής στρατηγικής της Κίνας, η οποία θα τη θέσει πρόωρα προ της στρατηγικής μοίρας της.

Με βάση το τελευταίο, δηλαδή, η Κίνα αναγκάζεται να εξέλθει από τη στρατηγική της «σιωπηρής ισχυροποίησης» προς αποφυγή αντισυσπειρώσεων και να λάβει κρίσιμες θέσεις, οι οποίες θα τη φέρουν σε μια κούρσα πρόωρου ανοιχτού πλέον ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ. Ανταγωνισμός που δεν θα είναι πια «θεωρητικός», όπως συμβαίνει τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αλλά θα προεκτείνεται σε κάθε στρατηγικό, οικονομικό, εμπορικό ή πολιτισμικό πεδίο και θα εξαναγκάζει προς ανάλογες κατευθύνσεις το σύνολο των πραγματικών ή δυνητικών εταίρων κάθε πλευράς.

Με γνώμονα την προκείμενη τελευταία επιλογή, η οποία διαφαίνεται να επικρατεί σε επίπεδο αμερικανικής στρατηγικής συλλογιστικής, οι εξελίξεις στην Ουκρανία αποφέρουν επί της παρούσης σημαντικά κέρδη για λογαριασμό της Ουάσιγκτον.

Πρώτον, οι Αμερικανοί καταφέρνουν να «αναστήσουν» το ΝΑΤΟ, έναν οργανισμό που παρέμεινε εν λειτουργία και ενισχύθηκε περαιτέρω παρά την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, προς εξισορρόπηση του οποίου είχε βασικά συσταθεί. Ο Εμμανουέλ Μακρόν το είχε χαρακτηρίσει, προ μηνών, «εγκεφαλικά νεκρό» για να καταδείξει τη χαλαρότητα των δεσμών μεταξύ των κρατών-μελών και τις φυγόκεντρες δυνάμεις, που αναπτύσσονται κατά καιρούς, με αφορμή και την εν γένει στάση της Τουρκίας. Πλέον αυτό παύει να ισχύει και χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν κράτη, όπως η Ελλάδα, που σπεύδουν να αποδείξουν ποικιλοτρόπως την πίστη και τη νομιμοφροσύνη τους στα «κοινά συμμαχικά ιδανικά», ενώ άλλα, όπως η Σουηδία και η Φινλανδία, αποκτούν ξαφνικά συνείδηση της realpolitik.

Δεύτερον, οι ΗΠΑ επιτυγχάνουν την ουσιαστική «έξωση» της Ρωσίας από τη Δυτική Ευρώπη, κυρίως σε επίπεδο ενεργειακό και συνολικά οικονομικό. Μάλιστα, κατόπιν της ουσιαστικής ακύρωσης του ρωσογερμανικού αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, τη θέση της επιδιώκουν να λάβουν οι ίδιες μέσω συμφωνιών μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου.

Συνεπώς, η ευρωπαϊκή περίσκεψη των περασμένων ετών για την αποφυγή μονομερών εξαρτήσεων αποδεικνύεται ότι αφορά τη Ρωσία, αλλά όχι τις ΗΠΑ. Εκτός των οικονομικών συμφωνιών, παρατηρείται μια ευρύτερη απονομιμοποίηση της Ρωσίας τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό επίπεδο και η εξώθησή της στις ασιατικές στέπες.

Τρίτον, η Ουάσιγκτον επιβάλλει την επανενεργοποίηση της Γερμανίας. Η ανακοίνωση του γερμανικού εξοπλιστικού προγράμματος ύψους 100 δισ. δεν θα δύνατο να πραγματοποιηθεί και να γίνει δεκτή, τουλάχιστον από τη Γαλλία, δίχως την πανευρωπαϊκή κινητοποίηση των αντιρωσικών αντανακλαστικών. Η Γερμανία θα αναλάβει πλέον συγκεκριμένες υποχρεώσεις, δεδομένης της αμερικανικής ανάγκης για την αναπροσαρμογή των πλανητικών επιχειρησιακών δεσμεύσεων της Ουάσιγκτον με επίκεντρο τον Ειρηνικό και την αποφυγή της θουκυδίδειου αδιεξόδου της υπερεξάπλωσης.

Τέταρτον, οι ΗΠΑ φέρνουν την Τουρκία προ των τεράστιων ευθυνών της, οι οποίες απορρέουν από τη γεωπολιτική θέση της. Τίθενται όρια στη ρωσοτουρκική συνεργασία, γεγονός το οποίο διόλου ευχαριστεί την Άγκυρα, που θα ήθελα να συνεχίσει να διαδραματίζει τον πολυδιάστατο ρόλο αποκόμισης οφελών από όλες τις πλευρές, με περιορισμένο κόστος. Ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, είναι σαφές ότι η συνέχιση της τουρκικής πολιτικής του «Ιανού» καθίσταται ακόμη και ριψοκίνδυνη υπό συνθήκες όξυνσης του ρωσοαμερικανικού ανταγωνισμού.

Πέμπτον, ασκείται σημαντική πίεση στην Κίνα. Το Πεκίνο οφείλει «να λάβει θέση ενώπιον της παγκόσμιας κοινότητας» (!): Τάσσεται «με τους εισβολείς και τους εγκληματίες ή με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία»; Το εν λόγω δίλημμα συνεπιφέρει τη σκλήρυνση της στάσης ολόκληρου του δυτικού συστήματος ασφαλείας προς εξισορρόπηση της σινικής διείσδυσης κυρίως στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά και την εξώθηση της Κίνας να λάβει ισχυρή – και ως εκ τούτου κοστοβόρα – θέση υπέρ ή κατά της Ρωσίας.

Έκτον, καλλιεργούνται συνθήκες απονομιμοποίησης του Βλαντιμίρ Πούτιν στο ρωσικό εσωτερικό. Η εκπεφρασμένη θέση του Τζο Μπάϊντεν, σύμφωνα με την οποία «ο Πούτιν δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία» είναι δηλωτική των προθέσεων των ΗΠΑ να αποσταθεροποιήσουν την πολιτική σκηνή της Ρωσίας, προκαλώντας ένα κύμα αντίδρασης κατά της ρωσικής ηγεσίας. Όπως έχει ήδη υπονοηθεί, αν στην περίπτωση της Κίνας ο αμερικανικός στόχος είναι η πάση θυσία ανακοπή της οικονομικής και στρατιωτικής ανόδου του Πεκίνου, στην περίπτωση της Ρωσίας ο στόχος της Ουάσιγκτον είναι να τη φέρει «στα μέτρα της», καθότι το πρόβλημα δεν είναι το διεθνές αποτύπωμά της αλλά ο βαθμός της στρατηγικής αυτονόμησής της.

Με βάση τα ως άνω ενδεικτικά στρατηγικά κέρδη των ΗΠΑ, η θυσία της Ουκρανίας καθίσταται ορθολογικά ερμηνεύσιμη. Ιδιαίτερα δε όταν αυτή συνδέεται με έναν επιχειρησιακό εγκλωβισμό της Ρωσίας ή, με άλλα λόγια, τη δημιουργία συνθηκών κατατριβής της Μόσχας. Όσο η τρέχουσα κατάσταση πολλαπλασιάζει τα κέρδη και άρα η σχετική καμπύλη βρίσκεται σε ανοδική πορεία, τόσο θα καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για τη μη επούλωση της ουκρανικής πληγής.

Άλλωστε, η δήλωση του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, όταν μετά τη συνάντηση των Ρώσων και των Ουκρανών στην Κωνσταντινούπολη άρχισε να δημιουργείται ένα θετικό κλίμα προσέγγισης των δύο πλευρών, ήταν χαρακτηριστική: «Δεν βλέπουμε ενδείξεις «πραγματικής σοβαρότητας» από τη Μόσχα στις διαπραγματεύσεις».