Τι Παπάγος, τι Καμμένος. Η εξαρτησιακή λογική των ελληνικών κυβερνήσεων από τη Δύση

Τι Παπάγος, τι Καμμένος. Η εξαρτησιακή λογική των ελληνικών κυβερνήσεων από τη Δύση
|
Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Η αδήριτη αναγκαιότητα της εκάστοτε κρατικής οντότητας για επιβίωση-ασφάλεια ανάγεται σε θεμελιώδη νόμο της διεθνούς πολιτικής. Αυτό γιατί υπό την απουσία μιας παγκόσμιας εξουσίας/κυβέρνησης, έκαστο κράτος οφείλει να βοηθά εαυτό, μεριμνώντας για την προάσπιση-προαγωγή των εθνικών του συμφερόντων σε συνθήκες αβεβαιότητας-ρευστότητας, τρόμου-απληστίας. Κατά τούτο, η πρόσκτηση ετερόφωτων πηγών ισχύος (συμμαχίες, συμπράξεις, κ.α.) και η ανάπτυξη των εσωτερικών συντελεστών ισχύος (οικονομία, στρατός, τεχνολογία, διπλωματία, κ.α.) στο μέγιστο δυνατό βαθμό, ανάγεται σε αξονικό πολιτικό στόχο του κράτους, τόσο για την επιβίωσή του, μέσω της ανάσχεσης των εξωτερικών απειλών, όσο και για την προαγωγή των εθνικών του συμφερόντων, μέσω της αξιοποίησης των αναφυόμενων παραθύρων ευκαιρίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, το σύνολο των μεταπολεμικών-μεταεμφυλιακών ελληνικών κυβερνήσεων της δεκαετίας του 50’ (Σοφοκλή Βενιζέλου, Νικόλαου Πλαστήρα, Αλέξανδρου Παπάγου και Κωνσταντίνου Καραμανλή) για λόγους εσωτερικής αναγκαιότητας (πολιτική, οικονομική, στρατιωτική ανασυγκρότηση, σταθεροποίηση του πολιτικού καθεστώτος) εξωτερικών δομικών περιορισμών (συμφωνία των Ποσοστών του 1944, μεταξύ Τσώρτσιλ-Στάλιν, για τον διαμοιρασμό των Βαλκανίων σε δύο σφαίρες επιρροής, της Μεγάλης Βρετανίας και της Σοβιετικής Ένωσης, με την Ελλάδα να εντάσσεται στην πρώτη, το δόγμα Τρούμαν-σχέδιο Μάρσαλ 1947) και απειλών («ο εκ Βορρά κίνδυνος») θα επιζητήσουν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό την πρόσδεση στο άρμα των ΗΠΑ - Δύσης.

Είναι η υψηλή ευαισθησία τρωτότητας του ελληνικού συμφέροντος επιβίωσης, αφενός, λόγω της τοπογεωγραφικής θέσης της Ελλάδας που την καλεί να επιδεικνύει στρατηγική επαγρύπνηση σε πολλές περιφέρειες (Βαλκάνια, Μικρά Ασία, Ανατολική Μεσόγειο, Αδριατική) και αφετέρου η απίσχνασή των συντελεστών της εθνικής ισχύος, που θα οδηγήσει τον Α. Παπάγο στην πολιτική επιλογή της μονομερούς εξάρτησης από τις ΗΠΑ. Κατά τούτο, το κεντρικό δόγμα στην άσκηση της ελληνικής υψηλής στρατηγικής/πολιτικής αποκρυσταλλώνονταν στη διατήρηση περιφερειακών ερεισμάτων ισχυρότερων από τα αντίστοιχα των αναφυόμενων αντιπάλων ή ανταγωνιστών. Παρεπόμενα, η ενίσχυση της ελληνικής ασφάλειας-άμυνας, πραγματοποιείτο μέσω του παράγοντα της διεθνούς αποτροπής, που επιτυγχάνονταν με την εγκατάσταση-λειτουργία αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος, μετά την υπογραφή της Ελληνο-Αμερικανικής Συμφωνίας «περί στρατιωτικών ευκολιών», (12.10.1953). Ειδικότερα η Ελληνική κυβέρνηση (άρθρο 1, παρ. 1 της Συμφωνίας) εξουσιοδοτούσε:

«την Κυβέρνησιν των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής να χρησιμοποιή οδούς, σιδηροδρομικάς γραμμάς και χώρους και να κατασκευάζη, αναπτύσση, χρησιμοποιή και θέτει εν λειτουργία στρατιωτικά και βοηθητικά έργα εν Ελλάδι, οία αι αρμόδιαι Αρχαί των δύο Κυβερνήσεων ήθελον θεωρήσει κατά καιρούς ως αναγκαία δια την εφαρμογήν ή την προαγωγήν εγκεκριμένων σχεδίων του ΝΑΤΟ».

Τοιουτοτρόπως (άρθρο 1, παρ.2 της Συμφωνίας) :

«η Κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δύναται να φέρη, εγκαθιστά και στεγάζει εν Ελλάδι προσωπικόν των Ηνωμένων Πολιτειών. Αι ένοπλαι δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών και το υπό τον έλεγχό των υλικών δύνανται να εισέρχωνται, εξέρχωνται, κυκλοφορούν, υπερίπτανται ελευθέρως εν Ελλάδι και εις τα χωρικά της ύδατα, υπό την επιφύλαξιν οιασδήποτε τεχνικής συνεννοήσεως εις ην ήθελον προέλθη αι αρμόδιαι Αρχαί των δύο Κυβερνήσεων. Αι ενέργεια αυταί απαλλάσονται οιωνδήποτε τελών, δικαιωμάτων και φόρων».

Αν και δεν δύναται να διαμφισβητηθεί η ευμεγέθης σπουδαιότητα/αναγκαιότητα της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, ως αποτρεπτικός παράγοντας των εξωτερικών απειλών και συνάμα ως θεμελιώδης, εξωτερικός δανειστής για την οικονομικοπολιτική ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους, (αρκεί ν’αναφερθεί ότι με το δόγμα Τρούμαν-σχέδιο Μάρσαλ το σύνολο της αμερικανικής βοήθειας προς την Ελλάδα κατά το διάστημα 1945-1950 ανήλθε σε περίπου 2,1 δις δολάρια, εκ των οποίων τα 639,9 εκατ. δολ. προέρχονταν από το σχέδιο Μάρσαλ), αυτό που δεν μπορεί να παραβλεφθεί, είναι η πολιτική-διπλωματική αναλγησία-αδυναμία-ανικανότητα της Αθήνας να αξιοποιήσει το συγκριτικό πλεονέκτημα της γεωγραφικής της θέσης για την προάσπιση-προαγωγή των εθνικών της συμφερόντων. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας, Robert Keohane, μελετώντας το μέτρο της πολιτικοδιπλωματικής επιρροής των λιγότερο ισχυρών συμμάχων (π.χ. Πακιστάν, Ισραήλ, Ισπανία, Φιλιππίνες, Ταιβάν) των ΗΠΑ, κατά την ψυχροπολεμική περίοδο:

«Η μόχλευση των μικρών συμμάχων καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το μέτρο εξάρτησης της αμερικανικής κυβέρνησης» από τα πρώτα «για την εκτέλεση των αποστολών της».

Προηγουμένως, ο Ελβετοαμερικανός «ομόσταβλός» του, Arnold Wolfers, ανέλυσε το παράδοξο της «ισχύος του αδύναμου», απότοκο της ισορροπίας ισχύος μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Πρόκειται για την απλή πεποίθηση μιας μεγάλης δύναμης ότι θα υποστεί κόστος, λόγω αλλαγής στο ισοζύγιο της ισορροπίας ισχύος, εάν μια αδύναμη, αλλά σύμμαχος χώρα, μετακινηθεί προς το αντίπαλο στρατόπεδο ή επιλέξει να υιοθετήσει-εφαρμόσει πολιτική ουδετερότητας. Στην εν λόγω περίπτωση, ο αδύναμος αποκτά ένα μικρό, αλλά ουσιαστικό, καταναγκαστικό «περιουσιακό στοιχείο», ικανό για να εκμαιεύσει οφέλη από τον ισχυρό. Συνεπαγόμενα, το μέγεθος της στρατηγικής επένδυσης της υπερδύναμης στον λιγότερο ισχυρό σύμμαχο, αποτελεί την ικανή-αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη μιας πελατειακής-ανταλλακτικής σχέσης μεταξύ ισχυρού-λιγότερου ισχυρού κράτους, υπό την απειλή της «τυραννίας του αδύναμου». Όπως προδηλώνεται σε έκθεση του διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) των ΗΠΑ (1987), υπάρχει ένα αέναο συμφέρον της Ουάσιγκτον για τη διατήρηση στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην Ελλάδα, απόρροια της γεωγραφικής της θέσης, η οποία την καθιστά μια ιδανική τοποθεσία για προβολή αεροπορικής ισχύος και αερομεταφορά φορτίων και προσωπικού προς την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοδυτική Ασία καθώς και για ναυτικές επιχειρήσεις προς την Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο.

Μολαταύτα, η κυβέρνηση Παπάγου όχι μόνο δεν ανέγνωσε το συγκριτικό γεωπολιτικό της πλεονέκτημα, αλλά εθελουσίως προσέφερε «γη και ύδωρ» στις ΗΠΑ. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε ομιλία του στην Ελληνική Βουλή (27.11.1953):

«Πρέπει να σας είπω, ότι ευθύς ως εξελέγη ο στρατηγός Αϊζενχάουερ Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, απηύθυνα προς αυτόν προσωπικήν επιστολήν, διά της οποίας του εισηγούμην, όπως διά την καλυτέραν διασφάλισιν της αμύνης της Ελλάδος και εντός του πλαισίου του άρθρου 51 του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών και του άρθρου 3 του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, συναφθή συμφωνία περί παραχωρήσεως βάσεων εκ μέρους της Ελλάδος προς τας Ηνωμένας Πολιτείας».

Ωστόσο, οφείλουμε να συνομολογήσουμε ότι αρχικός σκοπός της ελληνικής πρότασης ήταν να εξαργυρωθεί η συμφωνία «περί στρατιωτικών ευκολιών» με οικονομικά ανταλλάγματα ύψους 200 εκατ. δολαρίων (για να λάβει τελικά Αθήνα 75 εκατ. δολ.) στα πλαίσια ενός τετραετούς προγράμματος οικονομικής βοήθειας. Ενώ προηγουμένως οι ΗΠΑ, (1952), είχαν επιτύχει ένα ανάλογο σχέδιο συμφωνίας (που τελικά δεν επικυρώθηκε λόγω εκλογών) από την κυβέρνηση Πλαστήρα-Βενιζέλου, κατά το οποίο «η βασιλική ελληνική κυβέρνηση παραχωρεί στην κυβέρνηση των ΗΠΑ το δικαίωμα να εγκαταστήσει στρατιωτικές αεροπορικές υπηρεσίες και επικοινωνίες, σ′ ολόκληρη την Ελλάδα, για μεταβατική περίοδο τριών χρόνων».

Εξήντα πέντε χρόνια μετά την άνευ όρων πρόσδεση στο άρμα των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, και μάλιστα υπό διαφορετικές ιστορικές, γεωπολιτικές και γεωοικονομικές συνθήκες, απόρροια της (συστημικής) αλλαγής στην πλανητική κατανομή ισχύος-συμφερόντων, μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την εφαρμογή της Αμερικανικής στρατηγικής της «Φιλελεύθερης Ηγεμονίας» στις μείζονες περιφέρειες της Ευρασίας, η εξαρτησιακή λογική της ελληνικής υψηλής στρατηγικής-πολιτικής εξακολουθεί να παραμένει απαράλλακτη. Ανάλογα και αντίστοιχα με τον Α. Παπάγο, ο υπουργός άμυνας, της ελληνικής κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, Π. Καμμένος, μετά την συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του, Τζέιμς Μάτις (10.10.2018) στο αμερικανικό πεντάγωνο, προσέφερε την ελληνική εδαφική επικράτεια για την περαιτέρω ανάπτυξη των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων:

«Η Ελλάδα θεωρεί τις ΗΠΑ στρατηγικό εταίρο και σύμμαχο, τον μοναδικό θα τολμούσα να πω. Είναι σημαντικό για την Ελλάδα οι ΗΠΑ να αναπτύξουν στρατιωτικές δυνάμεις στη χώρα σε μία πιο μόνιμη βάση όχι μόνο στον Κόλπο της Σούδας, αλλά επίσης στον Βόλο, στη Λάρισα και στην Αλεξανδρούπολη».

Η επισήμανση της παραρτηματικής πρόσδεσης των ελληνικών πολιτικών ελίτ, ανεξαρτήτως ιδεολογικών αποχρώσεων, στο άρμα των ΗΠΑ, και μάλιστα στη συγκαιρινή περίοδο όπου η Ελλάδα, κατά τα λεγόμενα του Αμερικανού πρέσβη, Τζέφρεϊ Πάιτ, «αποκαθιστά τον ρόλο της ως γεωπολιτικός “μεντεσές” μεταξύ της Ευρώπης και της ευρύτερης γειτονιάς», όχι μόνο υπογραμμίζει την απουσία κουλτούρας εργαλειακής, διπλωματικής στρατηγικής, για την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων με τους ισχυρούς κρατικούς δρώντες, αλλά καταδεικνύει και την γενεσιουργό της αιτία, στο γεγονός ότι η «πολιτική τους πράξη, εξαντλείτο στη νομή του κράτους, στην χειραγώγηση της κοινωνίας, με όπλο την ιδεολογική της αλλοτρίωση, ή τον έλεγχο των θεσμών και των “διαδικασιών”».