Αναμφίβολα τα δεδομένα στην Κύπρο, στο περιφερειακό, ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον είναι τέτοια που δεν επιτρέπουν κανένα εφησυχασμό. Υπάρχουν ζητήματα τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά. Ταυτόχρονα ενώ θεωρητικά το κράτος είναι σε θέση να ενεργήσει για αρκετά θέματα (εξασκώντας τον στρατηγικό, κοινωνικό και επιδιαιτητικό του ρόλο), είναι κατανοητό ότι σε κάποια άλλα, λίγα μπορεί να πράξει (όπως, για παράδειγμα, αποφάσεις της ΕΕ για συντηρητικές προσεγγίσεις στο μακροοικονομικό επίπεδο). Υφίσταται σήμερα ένα ταραχώδες διεθνές περιβάλλον το οποίο επηρεάζει κάθε χώρα σε διάφορα επίπεδα. Έχοντας όλα αυτά υπ΄ όψιν είναι απαραίτητο όπως η κυβέρνηση και το ευρύτερο πολιτικό σύστημα ενεργήσουν με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε αφ΄ ενός να επιλύσουν προβλήματα και αφ΄ ετέρου να δημιουργήσουν ευκαιρίες ή/και να ελαχιστοποιήσουν το κόστος από τυχόν αναταράξεις.
Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα, το κρατικό μισθολόγιο έχει εκτοξευθεί σε ψηλά επίπεδα. Το 2013 ήταν €2,58 δισεκατομμύρια ενώ δέκα χρόνια αργότερα ανήλθε στα €3,23 δισεκατομμύρια. Και τούτο παρά το γεγονός ότι στις αρχές του 2012 οι απασχολούμενοι στον δημόσιο τομέα ήταν 52.267 ενώ με το τέλος του 2023 ανέρχονταν στους 49.295, ήταν δηλαδή λιγότεροι. Προφανώς η κατάσταση αυτή είναι ανησυχητική.
Ένα συναφές ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσον το πολιτικό σύστημα και οι κοινωνικοί εταίροι άντλησαν ουσιαστικά διδάγματα από την κατάρρευση του 2013. Προφανώς όχι ή τουλάχιστον όχι επαρκώς. Θεωρώ ότι από την πρώτη μέρα της υιοθέτησης του Ευρώ (1/1/2008), η Κύπρος έπρεπε να είχε υιοθετήσει μια εισοδηματική πολιτική η οποία θα αντικαθιστούσε το σύστημα των αυτόματων προσαυξήσεων ανεξαρτήτως οικονομικών συνθηκών καθώς και της ΑΤΑ. Αναπόφευκτα μια εισοδηματική πολιτική, η οποία λαμβάνει υπ΄ όψιν τις οικονομικές συνθήκες περιλαμβανομένου και του πληθωρισμού, είναι υπέρτερη – πιο δίκαιη και πιο αποτελεσματική. Το ζήτημα αυτό πρέπει να απασχολήσει την κυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα και τους κοινωνικούς εταίρους.
Με το ίδιο σκεπτικό σημειώνω ότι το συνταξιοδοτικό θα πρέπει να επαναξιολογηθεί με στόχο να καταστεί δικαιότερο. Αναπόφευκτα είναι σημαντικό να υπάρχει ελάχιστη και μέγιστη σύνταξη. Χωρίς να είμαι απόλυτος, ενδεχομένως η ελάχιστη σύνταξη, στην παρούσα συγκυρία, θα πρέπει να είναι €800 και η μέγιστη €5.200. Είναι επίσης λογικό να αναμένεται η σύνταξη ενός εργαζόμενου να σχετίζεται με τις διαχρονικές αποκοπές από τις απολαβές του. Υπό αυτή την έννοια είναι αδιανόητο ένας εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα με περίπου ίδιες απολαβές και υψηλότερες εισφορές από ένα συνάδελφό του στον δημόσιο τομέα να έχει χαμηλότερη σύνταξη. Η αδικία καθώς και η στρέβλωση αυτή θα πρέπει να εκλείψει.
Οι πρόσφατες αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα αναπόφευκτα θα επηρεάσουν και την Κύπρο ποικιλοτρόπως. Για χρόνια τώρα, η λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στην Ελλάδα θεωρείτο αδιανόητη. Με τις νέες ρυθμίσεις που προώθησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη αυτή η κατάσταση θα διαφοροποιηθεί. Σημειώνεται συναφώς ότι η ανάπτυξη της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό από φοιτητές από την Ελλάδα.
Επισημαίνεται επίσης ότι ο επίσημος στόχος της κυπριακής πολιτείας για μετατροπή της χώρας σε περιφερειακό ακαδημαϊκό κέντρο δεν υλοποιήθηκε ποτέ, παρά τα άλματα προόδου που έχουν γίνει. Στο Πανεπιστήμιο Κύπρου έχει προ πολλού αναπτυχθεί μια νοοτροπία (η οποία εξακολουθεί να συντηρείται), βάση της οποίας το κράτος «πρέπει να παρέχει απεριόριστους πόρους» ενώ στα ιδιωτικά πανεπιστήμια ο κερδοσκοπικός χαρακτήρας των πλείστων ιδιωτικών ιδρυμάτων εν πολλοίς καθόρισε την πορεία τους. Με τις υφιστάμενες πρακτικές η Κύπρος θα κληθεί να αντιμετωπίσει αρκετές προκλήσεις. Και όμως, ο τομέας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει μια ξεχωριστή σημασία.
Απαιτείται ορθολογιστική διαχείριση, λογοδοσία καθώς και όραμα για να μπορέσει η Κύπρος να εξελιχθεί σ’ ένα πραγματικά περιφερειακό ακαδημαϊκό κέντρο. Για την υλοποίηση του στόχου αυτού ο στρατηγικός ρόλος του κράτους είναι απαραίτητος. Μεταξύ άλλων, θα πρέπει να δοθούν ουσιαστικά κίνητρα για συγχώνευση ιδρυμάτων και ακόμα για την ενθάρρυνση μη κερδοσκοπικών ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Στη σημερινή συγκυρία προκρίνεται η χρήση μη συμβατικών μέσων ενέργειας στα πλαίσια της ενθάρρυνσης της πράσινης ανάπτυξης. Και ενώ ο στόχος αυτός είναι όχι μόνο θεμιτός αλλά και επιβεβλημένος θεωρώ ότι η Κύπρος θα έπρεπε προ πολλού να είχε ζητήσει ειδικές ρυθμίσεις καθώς, μεταξύ άλλων, δεν διακρίνεται για το σύστημα δημόσιας συγκοινωνίας. Τουλάχιστον ας γίνει έστω και τώρα η επιβαλλόμενη αυτή ρύθμιση.
Τα τελευταία χρόνια η πώληση γης σε ξένους πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις. Η πρακτική αυτή πρέπει να διαφοροποιηθεί. Είναι απαραίτητο να υπάρξουν οι ανάλογες ρυθμίσεις για εθνικούς, κοινωνικούς αλλά και οικονομικούς λόγους.
Υπογραμμίζεται συναφώς ότι τα τελευταία χρόνια σημαντικοί τομείς της οικονομίας περιήλθαν υπό τον έλεγχο ξένων συμφερόντων. Δεν είναι μόνο οι τράπεζες, είναι επίσης και, μεταξύ άλλων, ιδιωτικά νοσοκομεία και αρκετά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μπορεί να λεχθεί ότι η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της συμμετοχής στη μεγάλη ενιαία ευρωπαϊκή αγορά καθώς και της παγκοσμιοποίησης. Παρά ταύτα το κάθε κράτος έχει τη δυνατότητα επηρεασμού καταστάσεων προς εξυπηρέτηση των εθνικών του συμφερόντων. Στην Κύπρο αυτό δεν έγινε. Οι εξελίξεις αυτές συνέβαλαν επίσης στη μείωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη καθώς είναι απότοκο της επιδίωξης της μεγιστοποίησης των κερδών και της υλοποίησης ιδιοτελών συμφερόντων. Ένα από τα βασικά ερωτήματα που τίθενται είναι κατά πόσον τα δεδομένα αυτά είναι αναστρέψιμα. Εάν όχι μπορεί τουλάχιστον να προληφθεί περαιτέρω επιδείνωση;
Αναπόφευκτα οι εξελίξεις αυτές έχουν οδηγήσει στην αύξηση της ανισότητας. Με το ίδιο σκεπτικό εγείρεται και πάλιν το ερώτημα κατά πόσον η κατάσταση αυτή μπορεί να αναστραφεί ή τουλάχιστον να μην επιδεινωθεί.
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες επήλθε ουσιαστική μείωση του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας. Εξ ορισμού η κατάσταση αυτή συνοδεύτηκε με την πρωτοφανή άνοδο του τριτογενούς τομέα. Ιδιαίτερο ρόλο σε αυτή την εξέλιξη διαδραμάτισαν ο τραπεζικός και ο χρηματοπιστωτικός τομέας γενικότερα. Μετά την κατάρρευση του 2013 όμως ενώ διαφοροποιήθηκε δραστικά ο τομέας των υπηρεσιών δεν επανήλθαν ο πρωτογενής και ο δευτερογενής αντίστοιχα. Η κυβέρνηση, η κάθε κυβέρνηση, πρέπει να μεριμνήσει ούτως ώστε να ενισχυθεί τόσο ο πρωτογενής όσο και ο δευτερογενής τομέας. Για μια τέτοια εξέλιξη απαιτείται προγραμματισμός, σχεδιασμός και κίνητρα.
Είναι επίσης καιρός η κυβέρνηση να προβληματισθεί και να προωθήσει νέους μοχλούς οικονομικής μεγέθυνσης στα πλαίσια ενός νέου υποδείγματος για την οικονομία το οποίο να έχει ως επίκεντρο τον άνθρωπο και τη φιλοσοφία μιας ισοζυγισμένης ανάπτυξης. Λαμβάνοντας επίσης υπ΄ όψιν το γεγονός ότι η Κύπρος βρίσκεται σε μια περιοχή η οποία διαχρονικά επηρεάζεται από κρίσεις είναι καθοριστικής σημασίας να προετοιμάζεται συνεχώς για την αντιμετώπιση τέτοιων εξελίξεων. Επιπρόσθετα, και πέραν του στόχου της επιτυχούς διαχείρισης κρίσεων, η Κύπρος καλείται να αναπτύξει τομέα δραστηριοτήτων ο οποίος θα συμβάλει ποικιλοτρόπως στην αντιμετώπιση ανθρωπιστικών ζητημάτων στην ευρύτερη περιοχή. Μια τέτοια εξέλιξη είναι δυνατόν να προσελκύσει ένα διαφορετικό φάσμα ξένων επενδύσεων.
Θα είναι παράληψη εάν δεν υπογραμμισθεί η σημασία των δεξαμενών σκέψης. Μέχρι σήμερα, ο τομέας αυτός είναι απελπιστικά παραμελημένος. Το κράτος πρέπει να πράξει παν το δυνατό για τη διαφοροποίηση της κατάστασης αυτής. Με το ίδιο σκεπτικό ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί και στην καινοτομία.
Εν κατακλείδι, είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι θα πρέπει να διαφοροποιηθούν νοοτροπίες και πρακτικές. Για να μπορέσει η Κύπρος να επιβιώσει και να ευημερεί απαιτείται ένα νέο υπόδειγμα το οποίο να δημιουργεί επαρκή αριθμό θέσεων εργασίας και να προωθεί την κοινωνική συνοχή.
***
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.