Αυτό που μπορεί να «προδώσει» κάποιον που λέει ψέματα δεν είναι η γλώσσα του ψέματος ή το πόσο πειστικό είναι το μήνυμα, μα το βάθος και η λεπτομέρεια της ιστορίας του, σύμφωνα με μια νέα προσέγγιση στην ανίχνευση ψεύδους που ανέπτυξαν ερευνητές του Leugenlab (Lie Lab) του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ σε συνεργασία με ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ και το Πανεπιστήμιο του Τίλμπεργκ.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του Phys Org, από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και μετά το προσωπικό ασφαλείας εκπαιδεύεται στο να αναγνωρίζει όχι λιγότερα από 92 σήματα/σημάδια που υποδεικνύουν ότι κάποιος μπορεί να λέει ψέματα. Ο Μπρούνο Βερσουέρε, αναπληρωτής καθηγητής Εγκληματολογικής Ψυχολογίας (Forensic Psychology), λέει πως «αυτό είναι ανόητο, επειδή είναι αδύνατον. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να επεξεργάζονται όλα αυτά τα σήματα μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, πόσο μάλλον να ενσωματώνουν πολλαπλά σήματα σε μια ακριβή και αληθή κρίση».
«Είμαστε συνηθισμένοι στο να πιστεύουμε ανθρώπους που φαίνονται αθώοι. Άλλωστε βολεύει να πιστεύουμε εξαρχής πως οι άνθρωποι είναι καλοί. Και οι ψεύτες το εκμεταλλεύονται αυτό» προσθέτει ο Βερσουέρε.
Οι ερευνητές που μελετούν το ψέματα εδώ και καιρό λένε πως είναι καλύτερο να μη βασιζόμαστε στη γλώσσα του σώματος, μα στο τι λέει κάποιος. Τα υπάρχοντα προφορικά τεστ ψεύδους προσπαθούν να συνδυάζουν πολλά διαφορετικά σήματα, περιλαμβανομένης της συνέπειας, της ευθύτητας και της αληθοφάνειας. Ωστόσο αυτά τα σήματα δεν δείχνουν πάντα προς την ίδια κατεύθυνση.
Το Lie Lab κατέληξε σε μια νέα προσέγγιση στην ανίχνευση ψεύδους, όπου οι άνθρωποι βασίζουν την κρίση τους μόνο σε ένα σήμα- ένας απλός κανόνας που εστιάζει πλήρως στο επίπεδο λεπτομέρειας στην ιστορία που λέει κάποιος.
«Φαίνεται πολύ αντιδιαισθητικό να ακούς απλά τι λένε οι άνθρωποι και να μην δίνεις σημασία σε όλα τα είδη άλλων σημάτων, όπως το πόσο πειστικά ή συναισθηματικά κάποιος αφηγείται την ιστορία του» εξηγεί ο Βερσουέρε. «Μα οι άνθρωποι που λένε την αλήθεια μπορούν να δίνουν μια πλούσια περιγραφή επειδή έχουν βιώσει το συμβάν, ενώ οι ψεύτες, αν και μπορούν να σκέφτονται λεπτομέρειες, αυτό αυξάνει τον κίνδυνο να τους πιάσουν».
Για να βρίσκουν με 100% βεβαιότητα εάν κάποιος λέει ψέματα ή όχι, οι ερευνητές έκαναν μια σειρά πειραμάτων. Μια ομάδα φοιτητών χωρίστηκε σε «ένοχους» και «αθώους». Από τους «ένοχους» ζητήθηκε να κλέψουν κάτι από ένα ντουλάπι. Από τους «αθώους» ζητήθηκε να περάσουν μισή ώρα στο campus- να πάνε στη βιβλιοθήκη, να πιουν καφέ και να τηλεφωνήσουν σε έναν φίλο.
Μετά ζητήθηκε και από τις δύο ομάδες να πουν ότι είχαν περάσει μισή ώρα στο campus. Σε εννιά μελέτες, ζητήθηκε από 1.445 άτομα να αξιολογήσουν την ακρίβεια των ειλικρινών και παραπλανητικών χειρόγραφων δηλώσεων, βίντεο ή συνεντεύξεις δια ζώσης. Οι συμμετέχοντες μπορούσαν να αξιοποιήσουν όλα τα πιθανά σήματα- από το να κοιτάνε τον άλλον στα μάτια μέχρι το να αναζητούν νευρικές συμπεριφορές ή πολύ φορτισμένες συναισθηματικά ιστορίες- για να αξιολογήσουν αν κάποιος έλεγε ψέματα.
Σε αυτό το πλαίσιο διαπιστώθηκε πως ήταν δύσκολο να διακριθούν οι αλήθειες από τα ψέματα – ωστόσο όταν ζητήθηκε να βασιστούν μόνο στο επίπεδο λεπτομέρειας (μέρος, άτομο, χρόνος) στην ιστορία, οι επιδόσεις ως προς τη διάκριση των ψεμάτων από την αλήθεια ήταν πολύ καλύτερες.