Στη δημοσιότητα δόθηκε πριν λίγες ημέρες το νέο σποτάκι του Μεγάρου Μαξίμου με θέμα την επιστροφή της «κανονικότητας» στην Ελλάδα έπειτα από 8 χρόνια δοκιμασιών. Ταυτόχρονα, ένα θέμα που έχει προκύψει μέσα σε αυτήν την «κανονικότητα», είναι η καινοτόμα επένδυση του CERN που απ’ ότι φαίνεται απέρριψε η ελληνική κυβέρνηση.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Σωματιδιακής Φυσικής του ΕΜΠ και μέλους της Επιστημονικής Επιτροπής του CERN, κ. Ευάγγελο Γαζή, η κυβέρνηση αρνήθηκε επένδυση συνολικού ύψους 100 εκατομμυρίων ευρώ με επιστημονικά, τεχνολογικά και θεραπευτικά οφέλη. Και σημειώνει: «Είναι μια εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη για τη χώρα μας η ανεξήγητη πολιτική απόφαση της ΓΓ. Έρευνας και Τεχνολογίας και του προϊσταμένου της αναπληρωτή υπουργού Έρευνας και Καινοτομίας, Κώστα Φωτάκη, να μη διεκδικήσει εξοπλισμό που προσπαθούσαμε εδώ και πολλά χρόνια να τον αποκτήσουμε». Από την άλλη, ο αναπληρωτής υπουργός Έρευνας και Καινοτομίας παρουσιάζει την ανάπτυξη ενός κέντρου πρωτονικής θεραπείας στην Ελλάδα ως ένα «εγχείρημα ανώριμο στην παρούσα φάση». Τελικά, ποιος από τους δύο έχει δίκιο; Έπρεπε να πραγματοποιηθεί η εν λόγω επένδυση;
Προκειμένου να απαντήσουμε τεκμηριωμένα, θα πρέπει να επικεντρωθούμε στις προθέσεις της κάθε πλευράς. Από τη μεριά του ο κ. Γαζής εκφράζει την επιστημονική κοινότητα και παραθέτει ισχυρά επιχειρήματα. Με τη συγκεκριμένη πρωτοποριακή μεθοδολογία, η οποία ήδη εφαρμόζεται σε πολύ ανεπτυγμένα κράτη, ο καρκίνος δεν αντιμετωπίζεται με ακτινοβολία αλλά με σωματίδια (δέσμη πρωτονίων). Τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά σε πρωτογενείς καρκίνους, αφού «χτυπά» τον όγκο «στην καρδιά του» και τον καταστρέφει ολοσχερώς, ενώ αφήνει άθικτα τα υγιή κύτταρα γύρω από αυτόν. Μέχρι στιγμής περισσότεροι από 25.000 ασθενείς έχουν θεραπευτεί, σύμφωνα με τον καθηγητή. Συμπληρώνει, μάλιστα, ότι: «Τεχνολογικά και επιστημονικά έχουμε ευχέρεια να εγκαταστήσουμε και να λειτουργήσουμε το εξ Ευρώπης δώρο που κοστίζει 100 εκατ. ευρώ και θα έχει αποτελέσματα για τον ελληνικό πληθυσμό αλλά και για τα Βαλκανικά και Μεσογειακά κράτη». Κι άλλοι, όμως, συνάδελφοι του εκφράζουν την ίδια άποψη. Για παράδειγμα, ο κ. Νανόπουλος, διακεκριμένος Ελληνας Φυσικός και επί χρόνια αντιπρόσωπος της χώρας μας στο CERN, θεωρεί ότι η Ελλάδα αφενός θα μπορούσε να γίνει μια ηγέτιδα δύναμη στον τομέα αυτόν και, αφετέρου, μια τέτοια επένδυση να αποτρέψει μακροπρόθεσμα το brain drain. Γι’ αυτό το λόγο το θέμα θα πρέπει άμεσα να επανεξεταστεί, καθώς τώρα αφήνεται ελεύθερο το πεδίο για την εγκατάσταση της μονάδας σε άλλες χώρες, όπως η Ρουμανία, η Αλβανία ή το Μαυροβούνιο, εξυπηρετώντας ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων.
Η προσέγγιση της ελληνικής κυβέρνησης είναι σαφώς διαφορετική. Ο κ. Φωτάκης, ένας άριστα καταρτισμένος επιστήμονας που βρίσκεται - κατά τη γνώμη μου - στη σωστή θέση, αυτή του ειδικού σε θέματα έρευνας και καινοτομίας, κρίνει ως ανώριμο στην παρούσα φάση το εγχείρημα της ανάπτυξης ενός κέντρου πρωτονικής θεραπείας στην Ελλάδα. Επιπλέον, το οικονομικό κόστος της συγκεκριμένης επένδυσης είναι ιδιαίτερα υψηλό, όταν η ευρύτητα των εφαρμογών είναι αρκετά περιορισμένη. Άλλωστε, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, οι κατά πολύ οικονομικότερες ακτινοθεραπείες έχουν σημειώσει μεγάλες βελτιώσεις και υπάρχει σημαντικός περιορισμός των παρενεργειών. Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμοσμένη έρευνα σε νέες τεχνολογίες στην Υγεία αποτελεί τομέα υψηλής προτεραιότητας για το υπουργείο, και έμπρακτα προωθεί την ανάληψη σχετικών πρωτοβουλιών, όπως για παράδειγμα με τη δημιουργία του Εθνικού Δικτύου Ιατρικής Ακριβείας με έμφαση στην Ογκολογία.
Φαίνεται και οι δύο να έχουν δίκιο. Όμως, για να επανέλθουμε στον αρχικό συλλογισμό, οι προθέσεις τους διαφέρουν. Ο κ. Γαζής, ως εξειδικευμένος επιστήμονας, θέτει ως προτεραιότητα την τεχνογνωσία σε αυτή την επένδυση. Βέβαια, ασκεί σκληρή κριτική στην κυβέρνηση κι αυτό τον κάνει να χάνει εν μέρει το δίκιο του. Ο κ. Φωτάκης, παρόλο που έχει ένα αξιοζήλευτο επιστημονικό βιογραφικό, είναι υποχρεωμένος να εκφράσει την κυβερνητική πολιτική. Η Ελλάδα, δυστυχώς, μπορεί για κάποιους να έχει επιστρέψει στην «κανονικότητα», αλλά αυτό δεν αποτυπώνεται και στη στρατηγική που χαράσσουν οι κυβερνώντες. Όταν το ταμείο παραμένει άδειο δεν είναι δυνατόν να γίνουν επενδύσεις της τάξεως των 100-150 εκατομμυρίων ευρώ. Ειδικά από ένα κυβερνητικό σχήμα που δεν τα πάει και πολύ καλά με την ιδιωτική πρωτοβουλία. Αυτό που προέχει τη δεδομένη στιγμή είναι η καταπολέμηση της φτώχειας. Σε μια -ακόμη- μη «κανονική» Ελλάδα.