Κατά τη δεκαετία του 1990, η Πορτογαλία παρουσίαζε εξαιρετικά υψηλά ποσοστά χρηστών σκληρών ναρκωτικών ουσιών. Για την ακρίβεια ένας στους 100 κατοίκους ήταν εξαρτημένος στην ηρωίνη συμβάλλοντας καταλυτικά και στην σημαντική αύξηση των μολύνσεων από τον ιό HIV (AIDS) . Η χώρα είχε φτάσει να παρουσιάζει τα υψηλότερα ποσοστά μολύνσεων μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.
Η απάντηση της κυβέρνησης ήταν πρωτοποριακή καθώς έλαβε την ριζοσπαστική απόφαση να προχωρήσει στην αποποινικοποίηση της χρήσης των ναρκωτικών. Και ήταν η πρώτη χώρα που το έκανε.
Γενικά η αντιμετώπιση που αφορά την χρήση και την κατοχή δεν άλλαξε. Και οι δύο πράξεις συνεχίζουν να είναι παράνομες. Ωστόσο η φύση των αδικημάτων δεν έχει πλέον αυστηρό ποινικό χαρακτήρα (π.χ. δεν συνδέεται το αδίκημα με την επιβολή ποινής φυλάκισης) αλλά υπάρχει μια διαφορετική αντιμετώπιση, πιο ήπια, εάν η ποσότητα που έχει κάποιος στην κατοχή του δεν υπερβαίνει αυτή που προβλέπεται για χρήση- κατά μέσο όρο- 10 ημερών.
Παράλληλα με τις αλλαγές αυτές εφαρμόστηκαν από το 1993, μεταξύ πολλών άλλων, και προγράμματα ανταλλαγής βελονών και έτσι μέχρι και σήμερα όλοι οι χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών μπορούν να ανταλλάσσουν τις χρησιμοποιημένες σύριγγες με καινούριες στα φαρμακεία.
Η εύρεση δεδομένων σχετικά με την έκταση που έχει λάβει η χρήση σκληρών ναρκωτικών στην Πορτογαλία της δεκαετία του 1990 δεν είναι εύκολη, όπως επισημαίνει το Statista, ωστόσο υπάρχουν κάποια στοιχεία που βοηθούν να κατανοήσουμε την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στη χώρα.
Το 1999, στην Πορτογαλία καταγράφηκαν 369 θάνατοι από υπερβολική δόση ναρκωτικών και το 2016 μόλις 30. Επίσης ο αριθμός των νέων διαγνώσεων του ιού HIV που αποδίδεται στη χρήση μολυσμένης σύριγγας μειώθηκε σε 18 το 2017 έναντι 907 το 2000. Οι νέοι νόμοι οδήγησαν επίσης και στην αποσυμφόρηση των σωφρονιστικών ιδρυμάτων. Ενώ το 1999 κρατούνταν στις φυλακές 3.863 άτομα για υποθέσεις που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, ο αριθμός μειώθηκε το 2017 σε 1.140.
Τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο infographic βασίζονται σε πηγές όπως το ιατρικό περιοδικό Lancet , το drugpolice.org, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (EMCDDA) κ.α.
Πηγή: Statista