Τιμωρία των πολιτών στα γκισέ των τραπεζών

Η απαράδεκτη κατάσταση στους όρους εξυπηρέτησης στα τραπεζικά υποκαταστήματα.
Open Image Modal
zoranm via Getty Images

Είναι γνωστό ότι η στρατηγική των χρηματοπιστωτικών τραπεζικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα είναι να στρέψουν τους πελάτες τους προς τις υπηρεσίες μέσω διαδικτύου. Εκτός από τις συνηθισμένες λειτουργίες ανάληψης, κατάθεσης και πληρωμών που ήταν εδώ και χρόνια διαθέσιμες, πλέον μπορεί κανείς ηλεκτρονικά να εκδώσει πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες, να διατηρεί χαρτοφυλάκιο μετοχών, να αγοράσει ή να πουλήσει μετοχές, να αγοράσει ή να πουλήσει επενδυτικά προϊόντα, να προβεί σε δωρεές, ή ακόμη και να καταθέσει αίτηση για δάνειο. Όπως είναι γνωστό, την μετάβαση αυτή ευνόησαν τα capital controls του 2015, αλλά και η πανδημία του COVID, που εκ των πραγμάτων έστρεψαν τους καταναλωτές προς την ηλεκτρονική διευθέτηση των συναλλαγών τους, με αποτέλεσμα σήμερα να γίνονται ηλεκτρονικά σχεδόν το 95% του συνόλου τους. 

Ήδη οι τράπεζες έχουν κλείσει εκατοντάδες υποκαταστήματα σε όλη την Ελλάδα, πολλά άλλα υποστελεχώνονται, έχουν οδηγήσει στην έξοδο χιλιάδες υπαλλήλους με την μέθοδο της εθελουσίας εξόδου και από ότι διάβασα σκοπεύουν να μειώσουν περαιτέρω τις υπηρεσίες τους σε φυσικά καταστήματα. Τον Ιανουάριο του 2024 ο  αριθμός υποκαταστημάτων των τραπεζών είχε μειωθεί από 4.100 το 2009 σε 1,500 καταστήματα, ενώ οι τραπεζικοί υπάλληλοι μειώθηκαν αντίστοιχα σε περίπου 29.000 εργαζόμενους από 64.500 που ήταν το 2009. Η στρατηγική αυτή της στροφής προς την ηλεκτρονική εξυπηρέτηση των συναλλαγών, αναμφίβολα ευνοείται και από την κυβέρνηση, καθώς είναι βέβαιο ότι θα ελαττώσει την φοροδιαφυγή και οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί θα έχουν καλύτερη εποπτεία στην οικονομική δραστηριότητα στη χώρα. Αναμφίβολα πρόκειται και για μια πολύ διαδεδομένη πρακτική σε όλο τον Δυτικό Κόσμο και όχι μόνο.

Όλα αυτά είναι θεμιτά, αλλά το τελευταίο εξάμηνο η κατάσταση στα υποκαταστήματα των τραπεζών έχει καταστεί απαράδεκτη, καθώς τα γκισέ τους δεν δέχονται ενχρήματες συναλλαγές μετά τις 11.00 το πρωί (σε κάποιες τράπεζες δε το ωράριο αυτό είναι μέχρι τις 10.00)! Για μια μικρομεσαία επιχείρηση 3 - 8 εργαζόμενων που ανοίγει στις 08.00 ή στις 09.00, αυτή η τραπεζική τακτική είναι άκρως προβληματική και μετατρέπει μια διαδικασία απολύτως τυπική και ελεγχόμενη όπως η κατάθεση εισπράξεων σε λογαριασμό όψεως, σε ροντέο. Το ακόμη χειρότερο είναι ότι αν τυχόν μπεις στην ουρά και ο υπάλληλος καθυστερήσει στην εξυπηρέτηση των πελατών, ή προκύψει κάποια δύσκολη τραπεζική περίπτωση με κάποιον που προηγείται από εσένα, αν φτάσεις στο γκισέ στις 10.01, ο υπάλληλος αρνείται να σε εξυπηρετήσει, κάτι που είναι εντελώς άδικο και απαράδεκτο.

Οι περιορισμοί αυτοί έχουν και ένα ανάλγητο κοινωνικό πρόσωπο, καθώς όπως όλοι ξέρουμε στα ταμεία των τραπεζών συνήθως συνωστίζονται άτομα της τρίτης ηλικίας που δεν έχουν ευχέρεια χειρισμού των ηλεκτρονικών μέσων. Φανταστείτε λοιπόν έναν ηλικιωμένο άνδρα 70 ετών να χρειάζεται να στείλει ένα έμβασμα σε μετρητά στον γιό του που βρίσκεται στο εξωτερικό σπουδάζοντας, να εμφανίζεται στην τράπεζα στις 09.35 εν μέσω καύσωνα και τελικά να μην εξυπηρετείται. Η λέξη ντροπή είναι λίγη. Μέχρι πριν 2 μήνες περίπου υπήρχε μια ελαστική τακτική σε αυτές τις περιπτώσεις και οι ταμίες εξυπηρετούσαν συνήθως για 20 ή 30 λεπτά παραπάνω και όσους βρίσκονταν ήδη στην ουρά πριν τις 10.00. Τον τελευταίο μήνα όμως, τουλάχιστον στο υποκατάστημα που εξυπηρετούμαι, οι εντολές είναι αυστηρές και αυτό αναγκάζει κάποιον που θα ήθελε οπωσδήποτε να προβεί σε συναλλαγή και να αποφύγει δυσάρεστες εκπλήξεις να βρίσκεται στη ουρά από τις 09.00, με ότι αυτό συνεπάγεται για την εσωτερική λειτουργία μιας μικρομεσαίας επιχείρησης και την ψυχική υγεία των εργαζομένων της (άγχος στρες κτλ.)

Εν κατακλείδι, έχω την εντύπωση ότι οι διοικήσεις των τραπεζών οφείλουν να δείξουν ευαισθησία και να ρυθμίσουν το ζήτημα αυτό (όσο και αν φαίνεται ασήμαντο), ακόμη και αν επιφέρει ένα επιπλέον μικρό κόστος στους ισολογισμούς τους. Ίσως θα μπορούσαν να μεταφέρουν πόρους από τις προμήθειες που χρεώνουν που είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη και μόνο για το πρώτο τρίμηνο του 2024 ήταν 245 εκατομμύρια ευρώ.