Διακόσια χρόνια μετά την 25ης Μαρτίου του 1821 κυριαρχεί η ματαίωση και η αμηχανία· σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για εορτή.
Σύσσωμος ο ελληνισμός περίμενε κάτι διαφορετικό, χωρίς να συμφωνούμε στο τι ακριβώς περιμέναμε.
Η αμηχανία μας απέναντι στο 1821 φαίνεται και από το ότι ενώ φέτος τιμούμε την εθνεγερσία, ταυτόχρονα οικτίρουμε το κράτος και την κοινωνία που προέκυψαν ως συνέπειές της.
Το 1821, από όποια πλευρά και αν το δει κανείς, μας πληγώνει, επειδή ο πήχης που έθεσαν οι επαναστάτες του 1821 ήταν εξαρχής πολύ ψηλός.
Ίσως δυσανάλογος προς τις δυνάμεις του ελληνισμού, επειδή οι Επαναστάτες κοίταζαν προς το παρελθόν, προς τη δόξα της ελληνικής αρχαιότητας και του Βυζαντίου, προσπαθώντας να ανασυγκροτήσουν εποχές μεγαλείου.
Παρά τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν, τα θεμελιώδη αιτήματα του 1821 εξακολουθούν να παραμένουν λιγότερο ή περισσότερο εκκρεμή, εξαιτίας και του μεγαλόπνοου χαρακτήρα τους, ο οποίος ήταν όμως αναγκαίος για την κινητοποίηση των λαϊκών μαζών στην αρχή του Αγώνα.
Διακόσια χρόνια μετά, ο ελληνισμός δεν έχει αποκαταστήσει το αρχαίο κάλλος του· δεν έχει ολοκληρώσει τον πολιτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό μετασχηματισμό του, ώστε να συμπεριλαμβάνεται στους ισχυρούς του 21ου αιώνα.
Διακόσια χρόνια μετά την έναρξη της Επανάστασης, ο ελληνισμός εξακολουθεί να παραμένει εκκρεμής, στροβιλιζόμενος σε περιοδικές κρίσεις, προσπαθώντας να διαχειριστεί τους μεγάλους στόχους του 1821: την δημιουργία ενός ισχυρού ελληνικού κράτους και την ανανέωση του ελληνισμού, την επαναβεβαίωση της ταυτότητάς του.
Φρονώ ότι δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς από τη στιγμή που το βασικό εθνικό αφήγημα παραμένει αυτό της μειονεξίας του νεοελληνικού κράτους και της νεοελληνικής κοινωνίας έναντι της προηγμένης Δύσης.
Η σκιά των οραμάτων του 1821 εξακολουθεί να πέφτει βαριά πάνω μας.
Τόσο βαριά που πλακώνει τις ψυχές μας και γίνεται αβάσταχτη. Από τη μια το μεγαλείο των ηρώων, οι θυσίες ενός γενναίου λαού.
Και από την άλλη το σύγχρονο κράτος που παρουσιάζεται ως ο παρίας του προηγμένου κόσμου· που στην σύγκριση με την αφηρημένη ιδέα του προηγμένου ευρωπαϊκού κράτους υπολείπεται. Ένας λαός που οι ηγεσίες του, πολιτικές και πνευματικές, του ζητούν να αλλάξει, να μιμηθεί αλλότρια πρότυπα.
Στη θέση του οράματος των Επαναστατών για ένα ισχυρό ελληνικό κράτος, έχουμε ένα μάλλον αδύναμο κράτος που συχνά προκαλεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει.
Ένα κράτος που ο Έλληνας το αντιμετωπίζει εχθρικά, ως τον κατακτητή μεταμορφωμένο. Ένα κράτος που δεν είναι κατά φύση ελληνικό, επειδή ιδανικό του έχει γίνει -από τα σπάργανά του ήδη- η μίμηση επείσακτων προτύπων.
Αντί της ανανέωσης του ελληνισμού, επικρατεί μια διάχυτη κουλτούρα περιφρόνησης και υποτίμησης καθετί ελληνικού: όλων αυτών δηλαδή των πολιτισμικών χαρακτηριστικών που καθόρισαν το 1821 και συνέβαλαν αποφασιστικά στο να ξεκινήσει και να τελεσφορήσει η Επανάσταση με την απελευθέρωση από την τυραννία του οθωμανικού ζυγού.
Η ελληνικότητα εκλαμβάνεται συχνά ως συνώνυμη της υστέρησης και ανασχετική της πορείας εξευρωπαϊσμού και εκσυγχρονισμού.
Φοβούμαι ότι ο φετινός αναστοχασμός δεν αυξάνει την εθνική μας αυτοπεποίθηση, αλλά αντίθετα μεγεθύνει την εθνική μας μειονεξία.
Η επιχειρούμενη για χρόνια έκπτωση του 1821 από τη θέση που κατέχει στο συλλογικό φαντασιακό, συνδυαζόμενη με τη σύγκριση των οραμάτων του 1821 με την παρούσα πραγματικότητα, προκαλεί στον ελληνισμό θλίψη και συντριβή, παρότι η υπέρβαση του πήχη που έθεσαν οι επαναστατημένοι Έλληνες είναι μάλλον αδύνατη, επειδή εξαρχής ο πήχης τέθηκε πολύ ψηλά
Τελικά, το 2021 μάλλον δεν θα επιτρέψει την επανατοποθέτησή μας στον σύγχρονο κόσμο, ούτε θα αποτελέσει εφαλτήριο για το πέρασμα σε μια άλλη εποχή, μέσω του επαναπροσδιορισμού του ελληνισμού και της ελληνικότητας.
Υπολειπόμαστε των εθνικών στόχων, όπως αυτοί τέθηκαν από τους επαναστάτες του 1821, και ταυτόχρονα δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε ούτε με αυτό που είμαστε στη δεδομένη ιστορική συγκυρία, ούτε με αυτό που οι ηγεσίες μας -στην πορεία των διακοσίων ετών- θέλησαν να μας κάνουν.