Το 2022 (ή 2023) δεν είναι 1922

Την ώρα που η εθνική ενότητα απέναντι στην επίθεση της Τουρκίας είναι αδιαπραγμάτευτη, οι προσπάθειες νέου διχασμού θα πέφτουν στο κενό
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Μὴ σκιάζεστε στὰ σκότη.

῾Η λευτεριά, σὰ τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι,

τῆς νύχτας τό ξημέρωμα θά φέρη!

(Ιωάννης Πολέμης)

Στην πολιτική ζωή της χώρας από συστάσεως του ελληνικού κράτους δεν υπήρξε ποτέ “τουρκικό” κόμμα. Γεγονός σχετικώς αυτονόητο (δεδομένων των 400 χρόνων σκλαβιάς) σε αντιδιαστολή με τα τρία πρώτα κόμματα που εμφανίστηκαν αρχικώς στα πολιτικά μας πράγματα, το “αγγλικό”, το “γαλλικό” και το “ρωσικό” -επί λέξει- και άνευ οποιουδήποτε άλλου παραπετάσματος.

Βεβαίως, στο διάστημα των διακοσίων χρόνων της νεώτερης ιστορίας μας υπήρξαν πολιτικά πρόσωπα που επεδίωξαν συγκεκαλυμμένα την υποτέλεια των ελληνικών συμφερόντων στην γείτονα (μέχρι και πρότινος με την πολιτική του “εξευμενισμού” της), αλλά ποτέ ευθέως, αυτόνομο πολιτικό κόμμα τουρκικών συμφερόντων δεν υπήρξε στην Ελλάδα.

Το λεγόμενο “ρωσικό” κόμμα είχε βαθιές ρίζες στις ελληνικές κοινότητες ήδη από την περίοδο της τουρκοκρατίας, όταν ο ελληνισμός προσέβλεπε σε κάθε εξωτερική βοήθεια προκειμένου να αποτινάξει τον οθωμανικό ζυγό, πόσο μάλλον από τους ομόδοξους Ρώσους (το “ξανθόν γένος”). Εξάλλου και ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν οπαδός του.

Η πεποίθηση αυτή, πως δηλαδή η Ρωσική Αυτοκρατορία απεργάζονταν την απελευθέρωση της Ελλάδος, κλονίστηκε σοβαρά με τα “Ορλωφικά” (όταν η Ρωσία αφού μας ξεσήκωσε, για δικά της συμφέροντα, μας άφησε εν τέλει στο έλεος των Οθωμανών) και δέχθηκε καίρια πλήγματα με την δημιουργία του λεγόμενου “Μακεδονικού Ζητήματος” στα τέλη του 19ου αιώνα και την υποστήριξη των σλαβικών (βουλγαρικών τότε) επιδιώξεων από την Τσαρική Ρωσία.

Καθώς η ρωσική επιρροή στην Ελλάδα βρίσκονταν στο ναδίρ, κυρίως μετά την Μικρασιατική καταστροφή, εμφανίστηκε ένα νέο αφήγημα από τους νέους ενοίκους του Κρεμλίνου, τους Μπολσεβίκους και τον Στάλιν μέσω της 3ης Διεθνούς, οι οποίοι εκτός του ότι συνέχισαν έως κεραίας την πολιτική της Μόσχας στο “Μακεδονικό”, εισήγαγαν στην Ελλάδα την άποψη πως η Μικρασιατική εκστρατεία ήταν… ιμπεριαλιστική και βεβαίως στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις (εξοπλιστικές και οικονομικές) τον Κεμάλ με τις ορδές του.

Στο εσωτερικό της χώρας επιχείρησαν μάλιστα την κατάληψη της εξουσίας στα χρόνια του Εμφυλίου, αλλά δεν τα κατάφεραν. Δεν πτοήθηκαν όμως και αμέσως μετά τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, όταν η χώρα επιχειρούσε να ξανασταθεί στα πόδια της, η προπαγάνδα για τον επίγειο σοσιαλιστικό παράδεισο (που “χάσαμε” το 1949) εμφανίζονταν συγκεκαλυμμένη πίσω από τον αδήριτο πόθο ολόκληρου του ελληνικού λαού για εκδημοκρατισμό, ανάπτυξη και αξιοπρεπή ζωή. Αναφέρομαι προφανώς στην ηγεσία του Κ.Κ.Ε. και την “γραμμή” του και όχι στα μέλη και οπαδούς που πολλές φορές πλήρωσαν με το αίμα τους την ολέθρια τακτική του, πολλοί εξ αυτών κατασυκοφαντούμενοι επιπλέον από την ίδια την ηγεσία του. Αυτή η κοινωνική συνθήκη παρατάθηκε μέχρι το 1974 λόγω και της επταετούς χούντας των Αθηνών.

Παρατάθηκε δε έτι περισσότερο την περίοδο της μεταπολίτευσης όταν το Κ.Κ.Ε., με ελάχιστη συμβολή στον αντιδικτατορικό αγώνα (το κόμμα που είχε καταγγείλει την εξέγερση του Πολυτεχνείου ως “προβοκάτσιας”) εμφανίζονταν ως πρωτοστάτης της πτώσης της χούντας και εκφραστής (έστω ακραίος) της Δημοκρατίας. Παράλληλα συνέχιζε να εξυμνεί τον “σοσιαλιστικό παράδεισο” και μάλιστα σε εποχές που η ελληνική πολιτεία και κοινωνία έκαναν άλματα προόδου σε όλους τους τομείς (εκδημοκρατισμός, κοινωνικοί θεσμοί, οικονομική ανάπτυξη, πολιτισμός), με κατεύθυνση την σταδιακή προσέγγιση των ανοικτών Δυτικών κοινωνιών.

Την ίδια περίοδο καθοριστική ήταν η συμβολή του Κ.Κ.Ε. στην επικράτηση εν πολλοίς της άποψης στην ελληνική κοινωνία πως για την τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου ευθύνονταν ο… αμερικάνικος ιμπεριαλισμός (που βεβαίως έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης ανεχόμενος την εισβολή) όχι όμως πρωτίστως οι ίδιοι οι εισβολείς, τα τουρκικά στρατεύματα. Εξάλλου σε κάθε (“θερμό” ή όχι) επεισόδιο μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ήταν η “διεθνιστική” άποψη του Κ.Κ.Ε. (“Τούρκοι εργάτες αδέλφια μας”) που προσέφερε προσχήματα και επιχειρήματα σε όλο το πολιτικό κατεστημένο των Αθηνών για ενδοτική (“ρεαλιστική”) αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας.

Η Σοβιετική κατάρρευση του 1991 παρά το γεγονός πως προκάλεσε ισχυρό σοκ στο ελληνικό κομμουνιστικό στρατόπεδο (από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ), δεν πτόησε όμως, παρά μόνο για λίγα χρόνια, την ρωσική επιρροή στην ελληνική πολιτική σκηνή. Αντιθέτως με την απόσυρση του “κομμουνιστικού” μανδύα (που εξάλλου είχε φθάσει στα όριά του ως ευκολοδιάκριτος) επεκτάθηκε σε πολύ ευρύτερες κοινωνικές μερίδες, αρχής γενομένης του ορθόδοξου κοινού που επιτέλους βρήκε έδαφος για να αναβιώσει τις θεωρίες περί ξανθού ομόδοξου γένους. Μαζί τους συντάχθηκαν και όσοι Έλληνες “γεωστρατηγικοί αναλυτές” έως και στρατιωτικοί (απόστρατοι ή μη) που δυσφορούσαν για την εξάλειψη του “αντίπαλου δέους” στην διεθνή σκακιέρα, θεωρώντας πως η νέα Ρωσία θα αποτελούσε ανάχωμα στις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και εν γένει στον ελληνισμό.

Μια ψευδαίσθηση που διήρκεσε περίπου μία δεκαετία όταν τόσο ο Βλάντιμιρ Πούτιν (από το 2000) στην Ρωσία όσο και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (από το 2003) εμφανίσθηκαν ως μεταρρυθμιστές (ο πρώτος) και ως ένθερμος ευρωπαϊστής επιπροσθέτως (ο δεύτερος). Η δεκαετής όμως “ψευδαίσθηση” ήταν αρκετή για να συμπλεύσουν ή και να συμπορευθούν υπόγεια ρωσικά και τούρκικα δίκτυα στην χώρα.

Σε αυτή την κατεύθυνση βοήθησαν βεβαίως και οι άτολμες έως ενδοτικές πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων, τουλάχιστον από το ’90 και εντεύθεν που αντί να θωρακίσουν την χώρα από την ορατή πλέον τουρκική απειλή (τα Ίμια του 1996 δεν άφηναν καμιά αμφιβολία προς τούτο) συνέχιζαν την πολιτική του κατευνασμού και της υποχωρητικότητας. Η τότε φράση του Κώστα Σημίτη “ευχαριστούμε τους Αμερικανούς”, από το βήμα της Βουλής έδωσε το έναυσμα (αλλά και το πρόσχημα) σε διάφορους αναλυτές να αναζητήσουν επιπλέον προστάτες πέραν των υπερατλαντικών και των δυτικών. 

Ρώσος διχάζει, Τούρκος εισβάλει

Παρόλο που το 2015 η κατάρριψη ρωσικού μαχητικού αεροπλάνου από τουρκικά στην Συρία ανέβασε προς στιγμή τις προσδοκίες για ρωσική ομπρέλα προστασίας στην Ελλάδα, λίγους μήνες κατόπιν, αυτό το θερμότατο επεισόδιο αποτέλεσε την αφετηρία για στροφή 180 μοιρών και την αναθέρμανση των Ρωσοτουρκικών σχέσεων προς απογοήτευση του ελληνικού κοινού. Έκτοτε αδιαλείπτως η μεν Τουρκία αντιλαμβάνεται πως η Συρία δεν είναι το πλέον προσοδοφόρο πεδίο για την πλήρη αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης (παρόλο που συνεχίζει να την απειλεί λόγω των εκεί Κούρδων), η δε Ρωσία αφού ολοκλήρωσε την στρατιωτική της επέμβαση στις υποκαυκάσιες περιοχές (Τσετσενία, Οσετία) στρέφεται προς τα δυτικά της (Κριμαία και Ουκρανία). Από τότε οι δυο τους συμπλέουν σε ένα σημείο: Στον αναθεωρητισμό των υπαρχόντων συνόρων.

Στο μεταξύ, την ίδια πάνω-κάτω περίοδο, η Ελλάδα έμπαινε στον κυκεώνα της οικονομικής καταστροφής, των μνημονίων και της κοινωνικής έκρηξης που τελικώς έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Μαζί του ανέδειξε και κάποια ανυπόληπτα έως και ανύπαρκτα προηγουμένως κόμματα, όπως τους ΑΝΕΛ (ως κυβερνητικούς εταίρους) και την Χρυσή Αυγή στο κοινοβούλιο. Πεδίον δόξης λαμπρόν για κάθε λογής αποσταθεροποιητές και αναθεωρητικούς στην ενδοχώρα!

Ήταν τότε που ο Παναγιώτης Λαφαζάνης προσέφευγε στην Μόσχα για χρηματοδότηση των άδειων ταμείων του κράτους, ο Γιάνης Βαρουφάκης (λοιδορώντας τους λιπόθυμους ηλικιωμένους συνταξιούχους στις ουρές) έκλεινε τις ελληνικές τράπεζες και ο Αλέξης Τσίπρας ξεφτίλιζε την υπέρτατη δημοκρατική λειτουργία μιας ανοικτής κοινωνίας, το δημοψήφισμα, ήδη με την εξαγγελία και το ψευδεπίγραφο διακύβευμά του αλλά και κατόπιν με το αποτέλεσμά του.

Τα επόμενα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, παρά τα όσα διαδραματίσθηκαν κυρίως όσον αφορά την αντίθεση του ελληνικού λαού στην Συμφωνία των Πρεσπών, ήταν πολύ χρήσιμα για το τι θα επακολουθούσε. Αφενός διότι η ελληνική κοινωνία δοκίμασε επί το έργον (και όχι στα λόγια) την “πρώτη φορά Αριστερά” και αφετέρου διότι ακόμη και οι πλέον ένθερμοι επικριτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και του ευρώ) στο στρατόπεδο της κυβερνώσας Αριστεράς ανασκεύασαν τις απόψεις τους αντιλαμβανόμενοι πως η καταστροφή εκτός ευρωζώνης θα ήταν ολοκληρωτική, με τους ίδιους να καρπώνονται, εάν εφάρμοζαν τις ιδεοληψίες τους, τα ολέθρια αποτελέσματα της ανερμάτιστης πολιτικής τους.

Όμως η Συμφωνία των Πρεσπών δεν αποτέλεσε μόνο το σημείο ρήξης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ με το σύνολο σχεδόν της ελληνικής κοινωνίας: Υπήρξε παράλληλα το κομβικό σημείο επανεμφάνισης του “ρωσικού” κόμματος στην δημόσια ζωή της χώρας, που παρά την άρνηση χρηματοδότησης της εξόδου της από το ευρώ εξακολουθούσε να διαθέτει σημαντικά ερείσματα σε γεωπολιτικούς αναλυτές και στο ορθόδοξο κομμάτι της κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό όμως το γεγονός πως την ίδια ώρα που η Ρωσία (η πρώτη χώρα παγκοσμίως που είχε αναγνωρίσει τα Σκόπια ως “Μακεδονία”) στην Ελλάδα εμφανίζονταν αντίθετη στην εν λόγω συμφωνία, ενώ στα Σκόπια την υπεράσπιζε!

Η αποσταθεροποιητική τακτική της Ρωσίας όσον αφορά την Ελλάδα έγινε πολύ πιο προφανής λίγα χρόνια αργότερα και ενώ είχε επέλθει κυβερνητική αλλαγή. Ήταν στο θέμα της πανδημίας όπου το σύνολο των αρνητών, των ανεμβολίαστων και των “ψεκασμένων” ήταν είτε φίλα προσκείμενοι στον Πούτιν (μέσω και της “ορθοδοξίας”) είτε χρηματοδοτούνταν απευθείας από την Μόσχα (χρυσαυγίτικα κυκλώματα και Κασιδιάρης).

Αυτή η προσπάθεια αποσταθεροποίησης ερχόμενη σε πλήρη αντιδιαστολή με την κοινή λογική και τον επιστημονικό ορθολογισμό απέτυχε παταγωδώς. Να υπενθυμίσουμε πάντως πως την ίδια περίοδο και ενώ η τουρκική επιθετικότητα είχε πλέον απροσχημάτιστα εκδηλωθεί τόσο στον Έβρο όσο και στο Αιγαίο, ούτε λέξη δεν εκστομίζονταν κατά του τουρκικού επεκτατισμού από τους δήθεν “υπερπατριώτες”, παρόλο που το “Μητσοτάκη γ@@σαι” δονούσε τις περιθωριακές διαδηλώσεις τους.

Η δεύτερη επιχείρηση αποσταθεροποίησης της χώρας ξεκίνησε με την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία. Τότε ξεσηκώθηκε (και αποκαλύφθηκε) το σύνολο του “ρωσικού” κόμματος στην Ελλάδα και μας δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσουμε το εύρος της διείσδυσής του σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα της χώρας και στους γεωπολιτικούς αναλυτές. Παραβλέποντας το γεγονός πως ο αναθεωρητισμός της Ρωσίας συνέπιπτε με αυτόν της Τουρκίας “ξεσηκώθηκαν” καταγγέλλοντας την πλήρη και έμπρακτη στήριξη της Ελλάδας (την αποστολή όπλων) στην αμυνόμενη Ουκρανία.

Πολλοί δε εξ αυτών (οι πιο εκδηλωτικοί) ταυτίζονταν με τις απειλές της εκπροσώπου Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας Μαρίας Ζαχάροβα κατά της Ελλάδας, ενώ την ενεργειακή κρίση με την οποία η Ρωσία επιχειρούσε (και εξακολουθεί να επιχειρεί) να αντισταθμίσει τις κυρώσεις που επέβαλε η Δύση μετά την εισβολή (ευελπιστώντας να γονατίσει την Ε.Ε.) την εμφάνιζε ως “πολιτική Μητσοτάκη” στην χώρα.

Καθώς όμως η Ελλάδα καλύπτει περίπου μόνο το 10% των ενεργειακών αναγκών της από το ρωσικό φυσικό αέριο (μαζί με τα όποια μέτρα στήριξης του κόστους πήρε η κυβέρνηση) η πολιτική σταθερότητα στην χώρα και πάλι δεν διασαλεύθηκε, παρόλο που την ίδια περίοδο στην υπόλοιπη Ευρώπη η κατάσταση ήταν και παραμένει ασταθής και ρευστή.

Στο μεταξύ ο Ερντογάν μη μπορώντας να χωνέψει την ήττα που υπέστη το 2020 σε Έβρο και Αιγαίο (διότι όντως περί ήττας επρόκειτο) επανήλθε με ακόμη πιο επιθετική ρητορική ενώ προετοιμάζει πλέον την κοινή γνώμη στο εσωτερικό του για επίθεση κατά της Ελλάδας. Όποιοι θεωρούν πως η καθημερινή του στόχευση (“θα έλθουμε νύχτα” και άλλα συναφή), όπως επίσης η προσπάθειά του να εμφανίσει την Ελλάδα στα διεθνή ακροατήρια το ίδιο ένοχη με την Τουρκία (συμψηφισμός των S-300 με τους S-400) γίνεται για το εσωτερικό του ακροατήριο πλανάται πλάνη οικτρά (στην καλύτερη περίπτωση) ή συσκοτίζει την χειροπιαστή πλέον πραγματικότητα (στην χειρότερη).

Η Τουρκία ετοιμάζεται για πόλεμο με την Ελλάδα και θα τον κάνει όταν αυτή θεωρήσει πως είναι η πιο ευνοϊκή στιγμή για την ίδια. Ο κυριότερος παράγοντας που διστάζει μέχρι στιγμής είναι η ενότητα και ετοιμότητα του ελληνικού λαού και των ενόπλων δυνάμεών της, όπως το διαπίστωσε το 2020. Προς αυτή την κατεύθυνση και καθώς δεν βρίσκει σημαντικά ευήκοα ότα στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, ακόμη και όταν καλεί τους Έλληνες πολίτες να καταψηφίσουν Μητσοτάκη(!), ανακάλυψε έναν πολύ χρήσιμο σύμμαχο, που εκτός των άλλων βρίσκεται σε σύγκρουση συνολικά με την Δύση: Τον Πούτιν!

Επιπροσθέτως, επιχειρώντας να θολώσει τα νερά στο εσωτερικό της Ελλάδας επαναχρησιμοποιεί και εργαλειοποιεί εκ νέου το μεταναστευτικό. Αυτή την φορά μάλιστα πολύ πιο προσεκτικά, χρησιμοποιώντας κάποιες Μ.Κ.Ο. που έχουν εξελιχθεί σε δίκτυα πρακτόρων, ενώ καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός (όπως είδαμε με τους 28 μετανάστες στην νησίδα του Έβρου) πως οι πρώτοι καταγγέλλοντες την ελληνική πολιτεία για “έλλειψη ανθρωπισμού” και “ρατσισμό” ήταν οι βουλευτές του… ΣΥΡΙΖΑ.

Σε αυτή την άμεσα απειλητική για την χώρα μας περίοδο, ο διχασμός που στην πραγματικότητα είναι τεχνητός και όχι ουσιαστικός για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, είναι απαγορευτικός. Η μονομερής προβολή του θέματος των υποκλοπών του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη (γεγονός προφανώς κατακριτέο) δεν είναι παρά η τρίτη και σοβαρότερη επιχείρηση αποσταθεροποίησης της χώρας, αποσταθεροποιώντας την κυβέρνησή της.

Και πάλι όμως, παρά τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει (όπως όλες οι ευρωπαϊκές βεβαίως) η ελληνική κοινωνία, το μέτρο σύγκρισης με τον θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχει εξ ανατολών δεν αντέχει στο… ζύγι. Είναι τόσο κραυγαλέα η μικρότητα  των εγχωρίων αποσταθεροποιητών που μαζί με την εκκωφαντική τους σιωπή στα εθνικά θέματα, απέναντι σε Τσίπρα, Ανδρουλάκη και λοιπούς ο Μητσοτάκης (παρά τα λάθη του) φαντάζει… γίγαντας.

Εκατό χρόνια μετά το 1922 ο ελληνικός λαός γνωρίζει πλέον πολύ καλά πως ο εγχώριος Διχασμός ήταν ο κύριος παράγοντας που επέφερε την καταστροφή του Μικρασιατικού και Ποντιακού ελληνισμού. Απέναντι στον κοινό εχθρό, στην βάση του, είναι πλέον προετοιμασμένος να υποδεχθεί τον εισβολέα οποιαδήποτε στιγμή αυτός το επιλέξει.

 

Σωτήρης Κύρμπας

Πρώτη δημοσίευση εφημερίδα “Διάλογος” Τρικάλων, 5 Σεπτεμβρίου 2022.