Διαπίστωση πρώτη: Το αποτέλεσμα των καλπών αποτέλεσε πλήγμα για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Οι υποψήφιοι του κόμματός του ηττήθηκαν στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Τουρκίας – Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα και Σμύρνη.
Ειδικά η απώλεια της Κωνσταντινούπολης έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό, όχι μόνο λόγω του μεγέθους της πόλης, αλλά κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι από εκεί ξεκίνησε ως δήμαρχος την πολιτική του σταδιοδρομία που τον οδήγησε στην προεδρία της Τουρκικής Δημοκρατίας ο κ. Ερντογάν. Τα μεγάλα αστικά κέντρα υπερψήφισαν τους κεμαλικούς, ενώ οι λιγότερο αστικοποιημένες περιοχές, ιδίως στην τουρκική ενδοχώρα, παραμένουν προσηλωμένες στους ισλαμιστές. Ο σημαντικότερος λόγος πίσω από αυτές τις εξελίξεις είναι η επιδείνωση των οικονομικών δεδομένων. Η πολιτική ηγεμονία του κ. Ερντογάν για πάνω από 15 χρόνια πλέον έχει βασιστεί στις επιτυχίες του στον οικονομικό τομέα. Παρέλαβε μια χώρα ουσιαστικά χρεωκοπημένη και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα κατόρθωσε να της δώσει εντυπωσιακή αναπτυξιακή δυναμική. Ωστόσο, το τελευταίο χρονικό διάστημα η πορεία έχει αντιστραφεί. Η οικονομική επιβράδυνση, η μεγάλη υποτίμηση της τουρκικής λίρας και ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός πλήττουν τα εισοδήματα των Τούρκων, γεγονός το οποίο αντανακλάται στην εκλογική τους συμπεριφορά. Το έως τώρα μεγάλο πλεονέκτημα του κ. Ερντογάν τείνει να μετατραπεί σε σημαντικό μειονέκτημα.
Διαπίστωση δεύτερη: Ο κ. Ερντογάν παραμένει κυρίαρχος στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας. Παρά τις πιέσεις που υπέστη, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης εξακολουθεί να είναι μακράν η ισχυρότερη πολιτική δύναμη στην Τουρκία. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων των δημοτικών εκλογών, προκύπτει ότι τα ποσοστά του ξεπερνούν το 44%, διατηρώντας μια πολύ σημαντική διαφορά της τάξης του 14% από το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα. Επιπλέον, η επιρροή του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης, το οποίο είχε υποστηρίξει την υποψηφιότητα του κ. Ερντογάν στις περσινές προεδρικές εκλογές, υπερβαίνει το 7%. Επομένως, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης αθροίζουν περίπου 51,5%, διατηρώντας την απόλυτη πλειοψηφία, δίχως να υποχωρούν σημαντικά από το 52,6% που εξασφάλισε στις προεδρικές εκλογές ο κ. Ερντογάν. Κατά μείζονα λόγο, δεν θίγεται η ηγεμονική θέση του κ. Ερντογάν στον κομματικό του χώρο.
Διαπίστωση τρίτη: Επιβεβαιώνεται η τριχοτόμηση της Τουρκίας. Οι δυτικές και περισσότερο εξευρωπαϊσμένες τουρκικές επαρχίες στηρίζουν σταθερά τους κεμαλικούς, οι κάτοικοι του εσωτερικού της Τουρκίας ψηφίζουν μαζικά υπέρ των ισλαμιστών, ενώ οι Κούρδοι των νοτιοανατολικών περιοχών συμπαρατάσσονται μαζικά με το κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται εδώ και πολλά χρόνια, αποκτώντας χαρακτηριστικά εντυπωσιακής μονιμότητας. Αντανακλά τον βαθύτερο διχασμό της τουρκικής κοινωνίας, ο οποίος έχει ταυτόχρονα ιδεολογικά, οικονομικά και –στην περίπτωση των Κούρδων– ακόμα και εθνικά χαρακτηριστικά. Αυτές οι πολυδιάστατες διαιρέσεις έχουν ενισχυθεί από τις επιλογές του κ. Ερντογάν και θα συνεχίσουν να προσδιορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία σε βάθος χρόνου.
Ερώτημα: Το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών μπορεί να επηρεάσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει σαφώς αναθεωρητικούς προσανατολισμούς. Η Τουρκία αμφισβητεί το status quo όχι μόνο απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο, αλλά και στα σύνορά της με τη Συρία και το Ιράκ. Επιπλέον, επιδιώκει σταθερά να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη στην ευρύτερη περιφέρειά της. Πρόκειται για δομικά χαρακτηριστικά της τουρκικής στρατηγικής, τα οποία δεν επηρεάζονται από τις συγκυριακές εκλογικές εξελίξεις. Οι πιέσεις της Άγκυρας έναντι της Αθήνας δεν θα πάψουν. Οι λεκτικοί τόνοι ίσως αλλάξουν, αλλά η ουσία δεν πρόκειται να μεταβληθεί. Επομένως, η τουρκική απειλή θα παραμείνει εξίσου ισχυρή.