Η άτυπη πενταμερής διάσκεψη στη Γενεύη για το κυπριακό δεν μας έκανε σοφότερους, αλλά θα πρέπει να μας έχει κάνει οπωσδήποτε πιο υποψιασμένους.
Επρόκειτο για ένα προδιαγεγραμμένο «ναυάγιο», το οποίο αποκάλυψε ωστόσο, για πρώτη φορά με τόσο ωμό τρόπο, τις επιδιώξεις της Τουρκίας και του Ψευδοκράτους. Δηλαδή τη με κάθε τρόπο παρέμβαση και κυριαρχία επί της μαρτυρικής μεγαλονήσου.
Από την ημέρα της εκλογής του Ερσίν Τατάρ στην ηγεσία του Ψευδοκράτους των κατεχόμενων εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας η κατάσταση για το κυπριακό άρχισε να προδιαγράφεται ζοφερή.
Σε απόλυτη εναρμόνιση με τον υψηλό προστάτη του, την Τουρκία και τον πρόεδρό της, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης έσπευσε ευθύς εξαρχής να εξαγγείλει το «όραμά» του για πλήρη διχοτόμηση του νησιού και δημιουργία δύο κρατών.
Μίλησε από νωρίς για τη «μη βιωσιμότητα» της ελληνοκυπριακής πρότασης περί δημιουργίας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Πρόσφατα υποστήριξε ότι οι σημερινοί Τουρκοκύπριοι πολίτες (σε μεγάλο βαθμό έποικοι και παιδιά εποίκων από την Τουρκία) δεν έχουν τίποτα κοινό με τους Ελληνοκύπριους. Έχουν διαφορετική γλώσσα, διαφορετική κουλτούρα και διαφορετικές παραστάσεις.
Συνεπώς, δεν υπάρχει λόγος, πάντα κατά τον κ. Τατάρ, να συνεχιστεί η προσπάθεια εξεύρεσης λύσης που θα περιλαμβάνει την επανένωση της Κύπρου υπό τη μία και μοναδική διεθνώς αναγνωρισμένη νομική της προσωπικότητα, τη νομική προσωπικότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
“Γιατί ο ανώτατος αξιωματούχος των Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε να ξεκινήσει μία τέτοια διαδικασία, «άτυπη», ενώ κινείται εντός πολύ συγκεκριμένης εντολής από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ;”
Στον αντίποδα αυτής της πρότασης, η οποία για πρώτη φορά διατυπώθηκε τόσο ρητά και ανενδοίαστα, υπάρχει ανέκαθεν η θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη, η οποία είναι και θέση της Ελλάδας και η οποία εδράζεται σταθερά στις αποφάσεις και τα ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την ειρήνη και την επανένωση του νησιού κάτω από τη νόμιμη διακυβέρνησή του, με παράλληλη αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων και κατάργηση του συστήματος των εγγυήσεων.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά επί πολλά χρόνια προσπάθησε να βρει μία κοινή βάση διαλόγου με την τουρκοκυπριακή.
Παράλληλα, η Κυπριακή Δημοκρατία αναπτύχθηκε. Εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, άρχισε να εκμεταλλεύεται τον ορυκτό της πλούτο και να μετέχει σε ισχυρές συμμαχίες στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, με την Ελλάδα, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και άλλες δυνάμεις, ενώ ενίσχυσε τις διμερείς σχέσεις της με παραδοσιακές μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Ρωσία.
Πάντοτε φυσικά, παραμένει κομβικός - και πονηρός -ο ρόλος του Ηνωμένου Βασιλείου, της μίας εκ των τριών εγγυητριών δυνάμεων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
“Η ενέργεια του Γενικού Γραμματέα να συγκαλέσει «άτυπη» διάσκεψη έδωσε το περιθώριο στην τουρκοκυπριακή πλευρά να θέσει στο τραπέζι τις συγκεκριμένες απόψεις της, τις οποίες δεν θα μπορούσε να διατυπώσει σε μία τακτική διάσκεψη καθώς στις τακτικές διασκέψεις το μοναδικό πλαίσιο συζήτησης είναι αυτό των ψηφισμάτων και αποφάσεων του Οργανισμού.”
Σε αυτό πλαίσιο, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτιέρες, αποφάσισε να συγκαλέσει μία «άτυπη πενταμερή διάσκεψη» των μερών στη Γενεύη. Ευθύς εξαρχής τίθεται το ερώτημα: Γιατί;
Γιατί ο ανώτατος αξιωματούχος των Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε να ξεκινήσει μία τέτοια διαδικασία, «άτυπη», ενώ κινείται εντός πολύ συγκεκριμένης εντολής από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η οποία ορίζει ότι η οποιαδήποτε λύση πρέπει να εξευρεθεί εντός του πλαισίου που ορίζουν τα ψηφίσματα του Οργανισμού;
Πέραν αυτού, ουδένα δείγμα προσέγγισης των δύο πλευρών είχε φανεί κατά το προηγούμενο διάστημα.
Η πρόταση «λύσης» που κατέθεσε η τουρκοκυπριακή πλευρά ήρθε να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές, όντας ταυτόχρονα απολύτως εκτός του πλαισίου αυτού.
Τατάρ και Τουρκία μιλούν για για δύο ανεξάρτητα κράτη, ενώ το πλαίσιο του ΟΗΕ μιλά για επανένωση και ομοσπονδία, με πλήρη αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων από το νησί.
Η ενέργεια του Γενικού Γραμματέα να συγκαλέσει «άτυπη» διάσκεψη έδωσε το περιθώριο στην τουρκοκυπριακή πλευρά να θέσει στο τραπέζι τις συγκεκριμένες απόψεις της, τις οποίες δεν θα μπορούσε να διατυπώσει σε μία τακτική διάσκεψη καθώς στις τακτικές διασκέψεις το μοναδικό πλαίσιο συζήτησης είναι αυτό των ψηφισμάτων και αποφάσεων του Οργανισμού, όπως προαναφέρθηκε.
Ήδη από την πρώτη μέρα, 27η Απριλίου, διαφάνηκε το χάος μεταξύ των δύο πλευρών.
Σημειώνεται ότι οι δύο πλευρές δεν ήταν τελικά απλώς οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι.
Από τη μία πλευρά ήταν οι Ελληνοκύπριοι, η Ελλάδα, ο ΟΗΕ, ολόκληρη η διεθνής κοινότητα και τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που στήριξαν τηλεφωνικά τις θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς διότι είναι οι θέσεις της διεθνούς νομιμότητας.
Από την άλλη πλευρά ήταν ο τουρκοκύπριος ηγέτης του Ψευδοκράτους και η Τουρκία.
“Δεν πρέπει από αυτή την πενταμερή να μείνει απλώς η εντύπωση άλλης μίας αποτυχημένης προσπάθειας εξεύρεσης λύσης. «Μακάρι» να επρόκειτο μόνο περί αυτού.”
Μέχρι τις βραδινές ώρες τις 28ης Απριλίου κοινός τόπος δεν βρέθηκε. Έτσι, το πρωί της 29ης ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών αναγκάστηκε να ανακοινώσει τη λήξη των συναντήσεων, δηλώνοντας ότι δεν υπήρξε ο παραμικρός κοινός τόπος, αλλά σπεύδοντας να προσθέσει - με μια σαφώς βολονταριστική διάθεση - ότι ο ίδιος «δεν το βάζει κάτω» και προτίθεται να συγκαλέσει επόμενη διάσκεψη προς τα τέλη Ιουνίου ή τις αρχές Ιουλίου. Άγνωστο το τι άραγε θα έχει μεσολαβήσει μέχρι τότε που θα έχει αλλάξει κατά τι έστω την κατάσταση ώστε να δικαιολογείται μία νέα συνάντηση.
Το προφανές συμπέρασμα από αυτή την άτυπη διάσκεψη είναι ότι η Τουρκία και ο απολύτως εξαρτημένος από αυτήν Τουρκοκύπριος πρόεδρος προσήλθαν στη συνάντηση με αποκλειστικό σκοπό να τινάξουν στον αέρα τις συζητήσεις με την πρότασή τους περί δύο κρατών, όπως και έγινε.
Η πρόταση φυσικά απορρίφθηκε άμα τη εμφανίσει της από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ ως εκτός ατζέντας.
“Οι Τουρκοκύπριοι και οι Τούρκοι γνωρίζουν το αδιέξοδο της πρότασής τους. Επιδιώκουν ωστόσο να πάρουν τη συζήτηση από το νόμιμο πλαίσιο της μίας και μοναδικής αναγνωρισμένης διεθνούς προσωπικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και προϊόντος του χρόνου να την τοποθετήσουν στη βάση της «συνομοσπονδίας», αν όχι βεβαίως των δύο ανεξάρτητων κρατών.”
Δεδομένης όμως της πολιτικής των… στρατηγικών τακτικισμών που προ πολλού ακολουθεί η Τουρκία προκειμένου να νομιμοποιήσει με κάθε τρόπο την παράνομη εισβολή και κατοχή που έχει πραγματοποιήσει από το 1974 στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, δεν πρέπει από αυτή την πενταμερή να μείνει απλώς η εντύπωση άλλης μίας αποτυχημένης προσπάθειας εξεύρεσης λύσης. «Μακάρι» να επρόκειτο μόνο περί αυτού.
Μία ενδεχόμενη νόμιμη διχοτόμηση και δημιουργία δύο κρατών θα σήμαινε μελλοντική διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους. Αυτό είναι κάτι που όλοι γνωρίζουν – και οι Τούρκοι ίσως πρώτοι απ’ όλους – ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει δεκτό από την ελληνοκυπριακή πλευρά, την Ελλάδα και τον ΟΗΕ.
Όμως η επιχείρηση «αλλαγής γηπέδου» συζήτησης, στην οποία επιδόθηκε ο Ερσίν Τατάρ, με τις ευλογίες του Ερντογάν, μπορεί να θεωρηθεί ως μία κλασική περίπτωση «ετερογονίας των σκοπών».
Οι Τουρκοκύπριοι και οι Τούρκοι γνωρίζουν το αδιέξοδο της πρότασής τους. Επιδιώκουν ωστόσο να πάρουν τη συζήτηση από το νόμιμο πλαίσιο της μίας και μοναδικής αναγνωρισμένης διεθνούς προσωπικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και προϊόντος του χρόνου να την τοποθετήσουν στη βάση της «συνομοσπονδίας», αν όχι βεβαίως των δύο ανεξάρτητων κρατών.
Μία «συνομοσπονδιακή» λύση θα σήμανε την επισημοποίηση της παρουσίας του Αττίλα στην Κύπρο, τη θεσμοθέτηση της διαρκούς υπονόμευσης της όποιας νόμιμης κυβέρνησης διαμέσου άσκησης δικαιωμάτων αρνησικυρίας εκ μέρους της τουρκοκυπριακής πλευράς και ενδεχομένως το άνοιγμα της «διόδου» προς τη νόμιμη, τότε πια, διχοτόμηση της νήσου.
Η Ελλάδα και η Κύπρος οφείλουν να σταθούν σταθερά, αταλάντευτα και κάθετα απέναντι σε αυτές τις επιδιώξεις.
Εφόσον δε η νέα, γνωστή σε όλους πλέον, τουρκοκυπριακή θέση (πλήρως ταυτιζόμενη με την τουρκική) είναι αυτή που είναι, η Ελλάδα και η Κύπρος νομιμοποιούνται πολιτικά να εγείρουν σε μελλοντική τυπική ή άτυπη διάσκεψη ακόμη και θέμα επιστροφής στο καθεστώς της ενιαίας Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως αυτό ορίστηκε από τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου του 1959 και διαλύθηκε οριστικά με την παράνομη εισβολή και κατοχή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο το 1974.
Με τον τρόπο αυτό Ελλάδα και Κύπρος θα καταστήσουν σαφές ότι δεν αποτελούν μόνον εκείνη την πλευρά που αναζητά διαρκώς βιώσιμες λύσεις στο πρόβλημα, αλλά και την πλευρά που αποδέχεται και προτείνει αποκλειστικά και μόνο νόμιμες και ιστορικά δοκιμασμένες λύσεις απέναντι σε λύσεις πειρατικής αυθαιρεσίας και χώρας-προτεκτοράτου.
Λύσεις που πρόσφεραν στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους μια ειρηνική κοινή ζωή στην πατρίδα τους. Μέχρι που ο Αττίλας αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την «αφορμή» που του έδωσε η ελληνική χούντα και να βιάσει ανελέητα το πανέμορφο νησί.