Αφορμή για το συγκεκριμένο άρθρο, αποτέλεσε η συμμετοχή μου (ως παρατηρητής), στο 4ο Συμπόσιο Διεθνούς Δικαίου και Διεθνούς Πολιτικής για το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο που διεξήχθη στη Ρόδο (11-13 Σεπτεμβρίου), το οποίο οργάνωσε με μεγάλη επιτυχία η Ελληνική Εταιρεία Διεθνούς Δικαίου & Διεθνών Σχέσεων (ΕΕΔΔΔΣ) υπό την αιγίδα της Α.Ε. της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Πρόκειται για τη συνέχιση μιας πρωτοβουλίας που ξεκίνησε το 2014 και έκτοτε πραγματοποιείται ανά διετία, με έδρα τη Ρόδο και το Καστελόριζο.
Η επιστημονική συζήτηση με τίτλο, «40 χρόνια από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του Montego Bay 1982: Ζητήματα, Εφαρμογές, Προκλήσεις», κατά την ταπεινή μου άποψη, άφησε ευχαριστημένο και τον πιο απαιτητικό παρατηρητή, τόσο από θέμα οργάνωσης όσο και από τις τοποθετήσεις των ομιλητών. Παράλληλα, η εν λόγω συζήτηση για τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο τη Θάλασσας, γνωστή ως UNCLOS (η οποία αποτελείται από 320 Άρθρα και 9 Παραρτήματα), έρχεται σε μια περίοδο όπου η τουρκική προκλητικότητα εντείνεται -κυρίως η λεκτική τον τελευταίο καιρό-, αμφισβητώντας την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας.
Για την Ελλάδα, η οποία κύρωσε τη Σύμβαση ήδη από το 1995 και η οποία είναι 9η παγκοσμίως σε μήκος ακτογραμμών, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο πάνω στον οποίο βασίζονται τα δικαιώματα στη θάλασσα τόσο στο ουσιαστικό όσο και στο διαδικαστικό πεδίο (περιλαμβανομένης της ειρηνικής επίλυσης των θαλάσσιων διαφορών).
Όπως υπογράμμισε και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την ομιλία της, βρισκόμαστε σε μια περίοδο κατά την οποία το Διεθνές Δίκαιο και οι θεμελιώδεις αρχές και αξίες του, βάλλονται και καταπατώνται βάναυσα (όπως συμβαίνει στην Ουκρανία), ενώ η χώρα μας θα πρέπει να επιμείνει στην απαρέγκλιτη εφαρμογή των διεθνών κανόνων ως αντίβαρου σε κάθε τάση αναθεωρητισμού και επεκτατισμού.
Παράλληλα, ο Υπουργός Εξωτερικών κατά τον χαιρετισμό του, επεσήμανε ότι η UNCLOS (την οποία η Τουρκία δεν έχει υπογράψει) αποτελεί ένα ολοκληρωμένο ρυθμιστικό πλαίσιο, εγγύηση σταθερότητας και νομιμότητας στις δραστηριότητες των κρατών στη θάλασσα (”Ευαγγέλιο” όπως την χαρακτήρισε), βάση της οποίας η Ελλάδα προχώρησε στη συμφωνία με την Ιταλία τον Ιούνιο του 2020 και με την Αίγυπτο τον Αύγουστο του ίδιου έτους.
Παρά την εφαρμογή της UNCLOS στις παραπάνω συμφωνίες και το γεγονός ότι ο πολιτικός κόσμος της χώρας μας διατυμπανίζει παντού σε όλα τα fora, ότι το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί το φάρο των ενεργειών μας, η αποσπασματική εφαρμογή των κανόνων στη δυτική και ανατολική πλευρά της Ελλάδος, εγείρει ερωτηματικά ως προς την χρονική στιγμή πλήρους αξιοποίησης των δικαιωμάτων που παρέχει η Σύμβαση στα συμβαλλόμενα μέρη. Άλλωστε η Ελλάδα κατά την επικύρωση της Σύμβασης, διατύπωσε ρητώς ότι επιφυλάσσεται να ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από τη Σύμβαση, όποτε η ελληνική κυβέρνηση το κρίνει σκόπιμο.
Συμφωνώ απόλυτα με τις θέσεις των εξαιρετικών καθηγητών/καθηγητριών και Εμπειρογνώμων Πρέσβεων του Συμποσίου, όσον αφορά την Τουρκία, και ιδιαίτερα με τη θέση του καθηγητή κ. Κώστα Υφαντή, όπως διατυπώθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 07 Σεπτεμβρίου, ότι η τοξικότητα και η λεκτική βία της Άγκυρας, δεν μπορεί πλέον να ερμηνευθεί στο πλαίσιο εσωτερικών πολιτικών επιδιώξεων και αναγκών του Τούρκου Προέδρου. Επιπρόσθετα, όπως τόνισε και ο κ. Υφαντής, η Τουρκία εκμεταλλεύεται εξαιρετικά μέχρι στιγμής τη στρατηγική παράλυση που προκαλεί το τουρκορωσικό «παίγνιο», τόσο για το ΝΑΤΟ όσο και για την χώρα μας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε, ότι το 2023 αποτελεί χρονιά ορόσημο για τη γείτονα, καθώς η χώρα θα οδηγηθεί σε εκλογές (14 Ιουνίου) και παράλληλα θα εορτάσει τα 100 χρόνια από την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Εκτιμώ, ότι ήρθε επιτέλους ο καιρός ώστε και οι πιο δύσπιστοι να κατανοήσουν ότι ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας. Η επιλογή του κατευνασμού που ακολουθεί η χώρας μας σχετικά με την Τουρκία, δεν αποδίδει και θα πρέπει τώρα, σήμερα, άπαντες που ασχολούνται με την χάραξη της εθνικής μας στρατηγικής να το καταλάβουν, αν δεν το έχουν κάνει ήδη. Ο πόλεμος στη Ρωσία, κατέδειξε ότι όσες χώρες δεν είναι ευχαριστημένες με το status quo όπως αυτό επικράτησε την επαύριον του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, θα εξαντλήσουν κάθε μέσο για να επιτύχουν τους στόχους και να δημιουργήσουν μια νέα πραγματικότητα.
Είμαστε το σημείο μηδέν για τη χώρα μας, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική που ακολουθεί με την Τουρκία, γιατί οι συμμαχίες με τη Γαλλία και τα αραβικά κράτη του Κόλπου είναι (επικοινωνιακά) καλές, αλλά πολύ δύσκολα θα υπερασπιστούν τις δικές μας θέσεις.
Καταλήγοντας, σαφώς και τέτοια συνέδρια συμβάλλουν ενεργά στην ενημέρωση και ενεργοποίηση της κοινής γνώμης και επιπρόσθετα γινόμαστε δέκτες σημαντικότατων λεπτομερειών στα φλέγοντα ζητήματα της χώρας μας. Ωστόσο, δεν είναι αυτός ο μόνος τρόπος για να ενεργοποιηθούμε, καθώς θα πρέπει και η εξαιρετική ακαδημαϊκή κοινότητα της χώρας μας, να αναλάβει το μερίδιο ευθύνης που της αναλογεί και εντονότερα τώρα όσο ποτέ, να αναλάβει πολυεπίπεδη δράση. Τώρα, κι όχι αύριο θα πρέπει να καθίσουν όλοι μαζί καθηγητές διεθνούς πολιτικής και νομικής, εμπειρογνώμονες, διπλωμάτες καθώς και πολιτικοί και να θέσουν επί τάπητος όλα τα ανοιχτά ζητήματα με την Άγκυρα. Επισημαίνοντας (και μαθαίνοντας από) τα λάθη παλαιότερων χρόνων, θα πρέπει να υιοθετηθεί μια ισχυρή εθνική στρατηγική έναντι της Τουρκίας, απαλλαγμένη από κομματικές ιδεολογίες, και η οποία θα τηρείται από το Υπουργείο Εξωτερικών απαρέγκλιτα και με εθνική ενότητα, ανεξαρτήτως κόμματος, ιδεολογίας και προσωπικών πεποιθήσεων. Γιατί το συμφέρον της πατρίδας μας είναι ένα, ενιαίο και αδιαίρετο.