Από το τέλος Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε επιτευχθεί μια αξιοσημείωτη συναίνεση εντός του αμερικανικού κατεστημένου για την εξωτερική πολιτική στις ΗΠΑ, σημειώνουν οι Financial Times και συγκεκριμένα ο Gideon Rachaman και προσθέτουν ότι Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί στήριξαν ένα παγκόσμιο δίκτυο συμμαχιών και εγγυήσεων ασφαλείας.
Κορυφαίες προσωπικότητες και από τα δύο κόμματα, από τον Τζον Κένεντι ως τον Ρόναλντ Ρίγκαν μέχρι τους Μπους και τους Κλίντον, συμφωνούσαν ότι είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ η προώθηση του ελεύθερου εμπορίου και η δημοκρατία στον κόσμο.
Ωστόσο το δημοσίευμα υπογραμμίζει ότι ο αμερικανός πρόεδρος, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επιτεθεί σε αυτή τη συναίνεση που είχε επιτευχθεί.
Η απομάκρυνση του Αμερικανού προέδρου από τις εδραιωμένες αρχές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι τόσο ακραία, που πολλοί από τους επικριτές του απορρίπτουν τις ιδέες του εκτιμώντας ότι πρόκειται για τις σκέψεις ενός διαταραγμένου μυαλού. Αλλά αυτό είναι λάθος. Αναδύεται ένα δόγμα Τραμπ το οποίο έχει εσωτερική συνοχή, συνεχίζουν οι FT και επισημαίνουν ότι στην προσέγγιση του κ. Τράμπ διακρίνονται τέσσερις βασικές αρχές.
Η οικονομία πρώτα: Από την ομιλία που έδωσε στην ορκωμοσία του, όπου επέκρινε τη «σφαγή» και τα «παρατημένα εργοστάσια» στις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, ο κ. Τραμπ έχει υποσχεθεί να κάνει την Αμερική «μεγάλη ξανά» όσον αφορά την οικονομική της ισχύ. Έτσι έχει επικεντρωθεί στις χώρες εκείνες που πιστεύει ότι έχουν υπερβολικά εμπορικά πλεονάσματα με τις ΗΠΑ.
Η έμφαση στο εμπόριο και στην οικονομία κάνει δυσδιάκριτη τη διάκριση ανάμεσα σε συμμάχους και αντιπάλους. Πολλές χώρες που έχουν μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα με την Αμερική αποτελούν επίσης σημαντικούς στρατιωτικούς εταίρους, μεταξύ των οποίων είναι η Ιαπωνία και η Γερμανία.
Γι΄αυτό το λόγο ο κ. Τραμπ περιέγραψε ως εχθρό την Ε.Ε. Η αντίληψή του για την οικονομίας τον οδηγεί στο να αμφισβητεί την αξία παραδοσιακών συμμαχιών των ΗΠΑ, καθώς τις βλέπει κυρίως ως μια επιδότηση στους οικονομικούς αντιπάλους των ΗΠΑ.
Έθνη όχι θεσμοί: Πολλοί από τους προηγούμενους προέδρους των ΗΠΑ έχουν εκφράσει κατά διαστήματα την αγανάκτησή τους σε σχέση με τους διεθνείς θεσμούς, όπως ο ΟΗΕ, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και τους G7.
Αλλά ο κ. Τραμπ έχει ανεβάσει τις αντιρρήσεις σε άλλο επίπεδο. Βλέπει τους διεθνείς θεσμούς ως προπύργια «πολιτικής ορθότητας» σε θέματα όπως η κλιματική αλλαγή. Θα προτιμούσε να αντιμετωπίζει τα υπόλοιπα έθνη σε διμερή βάση, όπου το πλεονέκτημα της Αμερικής όσον αφορά το μέγεθος θα μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Οι πολυμερείς θεσμοί, όπου οι ΗΠΑ μπορούν να ηττηθούν σε επικείμενες ψηφοφορίες γι΄αυτόν είναι προτιμότερο να αποφεύγονται. Η διεθνής τάξη που βασιζόταν σε συγκεκριμένους κανόνες τους οποίους προσεκτικά διαφύλασσαν οι προηγούμενοι πρόεδροι, σκόπιμα υπονομεύεται από την κυβέρνηση του κ. Ντόναλντ Τραμπ.
Πολιτισμός, όχι αξίες: Όλοι οι μεταπολεμικοί πρόεδροι, ακόμα και υπέρμετρα ρεαλιστής Ρίτσαρντ Νίξον, πίστευαν ότι ο ρόλος τους ήταν να στηρίζουν ορισμένες οικουμενικές αξίες. Ήταν εύκολο για τους επικριτές των ΗΠΑ να επισημαίνουν ασυνέπειες και υποκριτικές συμπεριφορές στην προώθηση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Αμερική. Αλλά η ρητορική δέσμευση αποτελούσε ήταν βασικό μέρος της προσέγγισης των ΗΠΑ.
Αντίθετα ο κ. Τραμπ αντίθετα έχει δείξει πολύ λίγο ενδιαφέρον για την προώθηση της δημοκρατίας ή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αντίληψή του για τη Δύση δεν βασίζεται σε κοινές αξίες αλλά στον πολιτισμό, ακόμη και στη φυλή. Αυτό οδηγεί στην διαρκή ενασχόλησή του με τον έλεγχο της μετανάστευσης, για την οποία πιστεύει ότι αποτελεί την πραγματική απειλή για τη Δύση. Επανέλαβε την άποψη αυτή και στο πρόσφατο ταξίδι του στην Ευρώπη, υποστηρίζοντας πως η μετανάστευση είναι «πολύ κακή για την Ευρώπη, αλλάζει τον πολιτισμό».
Σφαίρες συμφερόντων: Ο κ. Τραμπ δεν πιστεύει σε οικουμενικές αξίες και κανόνες. Οπότε είναι πολύ εύκολο για αυτόν να αποδεχθεί την ιδέα ότι ο κόσμος θα μπορούσε (ή θα έπρεπε) να διαιρεθεί σε άτυπες «σφαίρες επιρροής» στις οποίες οι μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα θα κυριαρχούν στις περιοχές ενδιαφέροντός τους. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έχει ενστερνιστεί ποτέ ρητά αυτή την ιδέα. Αλλά είναι κάτι που έχει υπαινιχθεί, στην εκτίμησή του ότι η Κριμαία αποτελεί φυσικό κομμάτι της Ρωσίας και στην αμφισβήτηση της αξίας των παγκόσμιων συμμαχιών της Αμερικής.
Ο ενθουσιασμός του κ. Τραμπ για τις διαπραγματεύσεις με αυταρχικούς ηγέτες όπως ο Σι Τζινπίνγκ της Κίνας και ο Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας, μπορεί να τον παρακινήσει να επιλύσει διαμάχες όπως ένας CEO που χωρίζει μια αγορά με την αντίπαλη εταιρεία. Το ερώτημα για το ποιες αξίες προσπαθούν να διαδώσουν στις περιοχές τους οι Κινέζοι ή οι Ρώσοι δεν τον απασχολούν.
Το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ είναι σοκαρισμένο από αυτή τη ριζική απομάκρυνση από τις «ιερές» αρχές που έχουν τηρηθεί για δεκαετίες.
Αλλά αυτό είναι μια αφορμή για να ρίξουμε μια νέα ματιά στην εξωτερική πολιτική που καθιερώθηκε μετά το 1945, κάτω από πολύ διαφορετικές περιστάσεις. Τότε μαινόταν ακόμα ο Ψυχρός Πόλεμος και η οικονομική ανωτερότητα των ΗΠΑ ήταν αδιαμφισβήτητη.
Το πρόβλημα είναι πως οι πολιτικές του κ. Τραμπ δεν είναι απλώς ακραίες. Είναι επίσης επικίνδυνες και ηθικά αμφισβητήσιμες. Η Αμερική χρειάζεται συμμάχους. Η υπονόμευση του συστήματος συμμαχιών των ΗΠΑ και η προώθηση «σφαιρών επιρροής» ενθαρρύνει την επέκταση της κινεζικής και ρωσικής επιρροής.
Ακόμα και αν η μόνη ανησυχία της κυβέρνησης Τραμπ είναι τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ, αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια καλή ιδέα. Οι προηγούμενες γενιές Αμερικανών πολιτικών αντιλαμβάνονταν πως τα συμφέροντα στην ασφάλεια και την οικονομία είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, όχι αντίθετα. Ο κ. Τραμπ έχει επίσης μια πολύ απλοϊκή άποψη για τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ, όπου το μόνο που φαίνεται να έχει σημασία είναι το εμπορικό πλεόνασμα.
Τέλος, υπάρχει και μια ηθική πλευρά. Πολλοί άνθρωποι θρηνούν για το τέλος μιας Αμερικής που φιλοδοξούσε να είναι μια δύναμη του καλού. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και έπειτα, είχε σημασία που η κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο πίστευε στην προώθηση της πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας. Όλος ο κόσμος θα πληρώσει το τίμημα, αν αυτό δεν είναι πια αλήθεια.
Πηγή: FT