Γράφει η Άρια Τζαμαλίκου, Συνεργάτιδα Κλιματικής και Ενεργειακής Πολιτικής, The Green Tank
Πρόσφατα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) καταδίκασε την Ελβετία για μη λήψη επαρκών μέτρων για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Οι πρώτες αντιδράσεις έκαναν λόγο για μία «απόφαση-σταθμό» σε μία «υπόθεση-ορόσημο». Μπορεί αυτή η απόφαση να δημιουργήσει μία νέα, πιο αποφασιστική, δυναμική στην εφαρμογή των εθνικών και ευρωπαϊκών κλιματικών πολιτικών; Και πόσο σχετικά είναι τα μηνύματά της για τη χώρα μας;
Η υπόθεση έφτασε στο ΕΔΔΑ με πρωτοβουλία μιας ένωσης γυναικών ηλικίας 64 ετών και άνω από την Ελβετία, γνωστών ως KlimaSeniorinnen. Οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι, ως ευπαθής κοινωνική ομάδα, επλήγησαν από κύμα καύσωνα που είχε σημειωθεί στη χώρα –και αυτό λόγω της αδράνειας της κυβέρνησης να λάβει μέτρα για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Παρόλο που η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δεν αναγνωρίζει ως αυτοτελές το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον, το ΕΔΔΑ έχει βρεθεί συχνά –και τελευταία, όλο και συχνότερα– ενώπιον υποθέσεων με περιβαλλοντικό και κλιματικό διακύβευμα.
Το σκεπτικό είναι το εξής: η έκθεση σε περιβαλλοντικές ζημίες και η διατάραξη της κλιματικής ισορροπίας απειλούν την υγεία και την ποιότητα της ζωής, που αναγνωρίζονται ως πτυχές του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Αυτή τη φορά, η παραβίαση θεμελιώθηκε στην παράλειψη των εθνικών αρχών να λάβουν επαρκή μέτρα για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και ιδίως να ποσοτικοποιήσουν –δυνητικά μέσω ενός προϋπολογισμού άνθρακα– τα εθνικά όρια εκπομπών.
Το μήνυμα είναι σαφές και ηχηρό: οι κυβερνήσεις έχουν υποχρέωση να προστατεύσουν τους πολίτες, λαμβάνοντας μέτρα για τη μείωση των εκπομπών σε συμμόρφωση με τις δεσμεύσεις μετριασμού της κλιματικής αλλαγής –και είναι υπόλογες απέναντί τους γι’ αυτό. Εφόσον μάλιστα το ΕΔΔΑ αποτελεί τον δικαστικό βραχίονα του Συμβουλίου της Ευρώπης, η απόφαση δεν είναι απλώς μία αφηρημένη σύσταση, αλλά πολύ περισσότερο ένα στέρεο δεσμευτικό προηγούμενο που υποχρεώνει τα 46 ευρωπαϊκά κράτη που είναι μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης να αναλάβουν σχετική δράση, και μάλιστα άμεσα.
Το Δικαστήριο κάνει ένα βήμα παραπέρα αφού υποδεικνύει ως αναγκαία για την εκπλήρωση της παραπάνω υποχρέωσης τη λήψη συγκεκριμένων ελάχιστων μέτρων, όπως τη θέσπιση ενός χρονοδιαγράμματος και ενδιάμεσων στόχων για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας, καθώς και την κατάρτιση προϋπολογισμών άνθρακα για τα αντίστοιχα χρονικά ορόσημα. Με αυτόν τον τρόπο, θέτει τον πήχυ για την κατάστρωση των εθνικών πολιτικών μείωσης των εκπομπών για τη συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τον 1,5 °C. Επιπλέον, διαπιστώνοντας την ανεπάρκεια των σχετικών προσπαθειών που γίνονται σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο, εκπέμπει σήμα αναβάθμισης της κλιματικής φιλοδοξίας.
Η απόφαση του ΕΔΔΑ έρχεται σε μία απολύτως επίκαιρη συγκυρία για την κλιματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών της. Καταρχάς, βρίσκεται σε εξέλιξη η οριστικοποίηση των Εθνικών Σχεδίων για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) από τις εθνικές κυβερνήσεις, στα οποία και θα τεθούν οι εθνικοί κλιματικοί στόχοι έως το 2050.
Παράλληλα, υπό διαπραγμάτευση βρίσκεται ο νέος κλιματικός στόχος της ΕΕ για το 2040, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υιοθετεί πρόσφατα την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιστημονικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή για μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 90% έως το 2040, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Οι αντιρρήσεις που εξέφρασε η Ελλάδα στην πρόταση αυτή σηματοδοτούν μια ανησυχητική παρέκκλιση της χώρας μας από τη σταθερή σύμπλευσή της με την κλιματική φιλοδοξία της ΕΕ. Χαρακτηρίζοντας τον προτεινόμενο στόχο ως «υπερφιλόδοξο», η Ελλάδα αντέταξε τις υψηλές δαπάνες που καλείται να αναλάβει για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή (adaptation), για τη θωράκιση δηλαδή των υποδομών της ενόψει ακραίων καιρικών φαινομένων που συνδέονται με την κλιματική κρίση, βάζοντας «φρένο» στην κλιματική της φιλοδοξία σε ό,τι αφορά τον μετριασμό (mitigation).
Ωστόσο, ενώ η ανάγκη για επενδύσεις προσαρμογής είναι δεδομένη, δεν πρέπει να αποτελέσει πρόσχημα επιβράδυνσης στο σκέλος του μετριασμού. Οι δύο αυτοί βασικοί πυλώνες της κλιματικής πολιτικής δεν μπορούν και δεν πρέπει να τίθενται αντιμέτωποι, αφού στην πραγματικότητα είναι βαθιά αλληλένδετοι, ακόμη και με οικονομικούς όρους: η ταχύτερη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, η βασικότερη δηλαδή από τις δράσεις μετριασμού, εγγυάται ότι μακροπρόθεσμα το κόστος της προσαρμογής θα είναι το μικρότερο δυνατό. Εξάλλου, και το ίδιο το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει ότι μετριασμός και προσαρμογή πρέπει να προχωρήσουν παράλληλα.
Όπως σημειώνει άλλωστε και η Επιτροπή, η υπερθέρμανση του πλανήτη έφτασε το 2023 τους 1,48 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, πλησιάζοντας έτσι επικίνδυνα το όριο του 1,5 °C, ενώ οι δασικές πυρκαγιές, οι πλημμύρες, οι ξηρασίες και οι καύσωνες προβλέπεται να αυξηθούν. Ο μόνος τρόπος να περιοριστεί η συχνότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων είναι με δράσεις μετριασμού, αφού μέσω αυτών θα μειωθεί ο ρυθμός εξέλιξης της κλιματικής αλλαγής.
Αυτά ακριβώς τα δεδομένα επιβάλλουν σήμερα μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στις πολιτικές μετριασμού, με την λήψη συγκεκριμένων μέτρων άμεσα και για την επίτευξη πιο φιλόδοξων στόχων μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Έχουμε πλέον μία δικαστική απόφαση, δεσμευτική για 46 κράτη της ευρωπαϊκής ηπείρου, με την οποία η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης αναβαθμίζεται από πολιτική διακήρυξη ή, ακόμη, και νομοθετικά διατυπωμένη στόχευση σε νομική υποχρέωση που υπαγορεύεται από την υποχρέωση προστασίας της ανθρώπινης ζωής και υγείας. Και είναι πλέον υπό αυτό το πρίσμα που τόσο η Ευρώπη όσο και η χώρα μας πρέπει να (επαν)εξετάσουν τους κλιματικούς στόχους τους για το 2040 προς την κατεύθυνση της ευθυγράμμισης με την αντίστοιχη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μείωση των καθαρών εκπομπών κατά τουλάχιστον 90% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.