Κάθε αρχαία ελληνική πόλη είχε τις δικές της ονομασίες για τους μήνες. Το αρχαίο Ελληνικό ημερολόγιο ήταν σέληνο-ηλιακό με μήνες που παρακολουθούσαν τις φάσεις της Σελήνης και κάθε 19 χρόνια προσέθεταν έναν εμβόλιμο μήνα.
Οι Αθηναίοι και πολλά άλλα ελληνικά κράτη όπως και οι Βαβυλώνιοι και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ένα ημερολόγιο που οι μήνες του ημερολογίου συμβάδιζαν με τους φυσικούς σεληνιακούς μήνες. Τα ονόματα των μηνών ήταν Εκατομβαίων, Μεταγειτωιών, Βοηδρομιών, Πυανοψιών, Μαιμακτηριών, Ποσειδεών, Γαμηλιών, Ανθεστηριών, Ελαφηβολιών, Μουνιχιών, Θαργηλιών, Σκιροφοριών. Τα ονόματα αυτά τα έπαιρναν από τις βασικές γιορτές που γίνονταν μέσα σε αυτή την περίοδο. Επειδή ο κάθε σεληνιακός μήνας διαρκεί 29,5 μέρες οι Αθηναίοι προσέθεταν κάθε 3 χρόνια έναν εμβόλιμο 13ο μήνα για να συμβαδίζουν οι μήνες με τις εποχές.
Οι Αθηναίοι διαιρούσαν επίσης τα έτη τους με βάση τον αριθμό των φυλών που είχαν πάρει τα ονόματα τους από μυθικούς ήρωες. Οι 12 φυλές αντιστοιχούσαν σε 12 μήνες. Όμως επειδή ο αριθμός των φυλών αυξομοιονώταν υπήρχαν συχνά προβλήματα. Δηλαδή, διατηρούσαν παράλληλα διαφορετικά ημερολόγια για θρησκευτική, γεωργική και άλλη οποιαδήποτε χρήση. Πολλές φορές από τους Αθηναίους συγκρινόταν το σεληνιακό ημερολόγιο με το ημερολόγιο του άρχοντος και μπορεί να υπήρχε διαφορά ακόμη και 20 ημερών.
Στις μέρες μας, το Γρηγοριανό ημερολόγιο έχει επικρατήσει σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρόκειται για ένα ηλιακό ημερολόγιο, που ορίζει ότι ένα έτος διαρκεί όσο μια πλήρης περιστροφή της Γης γύρω από τον ήλιο. Κάθε έτος του Γρηγοριανού ημερολογίου χωρίζεται σε 12 μήνες και διαρκεί συνολικά 365 ημέρες ή 366 ημέρες όταν το έτος είναι δίσεκτο. Ο υπολογισμός των δίσεκτων ετών είναι αυστηρά καθορισμένος, με την επιπλέον ημέρα σε κάθε δίσεκτο έτος να προστίθεται ως τελευταία τον 2ο μήνα του έτους - το Φεβρουάριο.
Σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα αξιοσημείωτα είναι και τα εξής:
Η ημέρα για τους αρχαίους Έλληνες δεν ξεκινούσε τα μεσάνυχτα, αλλά με την δύση του ηλίου.
Για τα αρχαία ελληνικά θρησκευτικά ημερολόγια ο μήνας ξεκινούσε με τη νέα σελήνη.
Ο χωρισμός ενός έτους του Γρηγοριανού ημερολογίου σε 12 μήνες είναι μια παράδοση που πηγάζει από τα αρχαία σεληνιακά ημερολόγια. Όμως, σε αντίθεση με ότι ισχύει σήμερα, οι μήνες των αρχαίων ημερολογίων δεν είχαν σταθερό πλήθος ημερών (όπως πχ ο Σεπτέμβριος έχει σταθερά 30 ημέρες), αλλά η διάρκεια του κάθε μήνα κηρυσσόταν λίγο πριν το τέλος του, σε μια προσπάθεια να συμπέσει η έναρξη του επόμενου μήνα με τη νέα σελήνη.
Η δυνατότητα που δινόταν στους αξιωματούχους του εκάστοτε κράτους να χειραγωγούν το ημερολόγιο, οδήγησε σε αδιανόητα, για τα σημερινά δεδομένα, συμβάντα. Αναφέρονται περιπτώσεις όπου κάποιος μήνας επιμηκυνόταν, με επανάληψη κάποιων από τις τελευταίες ημέρες του, με σκοπό την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων. Αυτό φυσικά προκαλούσε τον αποσυγχρονισμό του ημερολογίου με τις φάσεις της σελήνης.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν απαριθμούσαν τα έτη όπως γίνεται στο σύγχρονο ημερολόγιο. Για τα θρησκευτικά ζητήματα δεν υπήρχε λόγος να κρατήσουν ακριβείς καταγραφές. Για τα κρατικά ζητήματα οι ετήσιες καταγραφές γίνονταν με τη χρήση του ονόματος του «επωvύμου» αξιωματούχου του κράτους. Ο Τίμαιος ο Ταυρομενίτης, στα τέλη περίπου του 4ου αιώνα πΧ, καθιέρωσε το πανελλήνιο σύστημα χρονολόγησης με βάση τις Ολυμπιάδες, που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην ιστοριογραφία, αλλά δεν φαίνεται να άλλαξε κάτι σε τοπικό επίπεδο.