Λίγες ημέρες πριν συμπληρωθούν δύο χρόνια από τον θάνατο του Θάνου Μικρούτσικο και με αφορμή την νέα έκδοση του εμβληματικού δίσκου του «Εμπάργκο» οι στενότεροι συνεργάτες αλλά και φίλοι του ετοίμασαν μια θαυμάσια βραδιά στο «Christmas Theater» του Γαλατσίου που δεν τίμησε απλά την μνήμη του αλλά έδειξε ότι την διατηρούν ζωντανή και με το παραπάνω.
Ηταν επιθυμία του ίδιου του Θάνου Μικρούτσικου να υπάρξει μια νέα έκδοση του «Εμπάργκο» του 1982 και μάλιστα την επιμελήθηκε όσο πρόλαβε και άφησε σαφέστατες οδηγίες για την ολοκλήρωση της οι οποίες φυσικά τηρήθηκαν κατά γράμμα.
Κύριο στοιχείο αυτής της νέας έκδοσης θα ήταν ο μικρότερος αριθμός ερμηνευτών και έτσι αντί για τις πέντε συνολικά μαζί με την δική του φωνές της πρώτης φοράς τώρα υπάρχουν μόνο δύο, των Χρήστου Θηβαίου και Μίλτου Πασχαλίδη.
Αυτή λοιπόν η νέα έκδοση του «Εμπάργκο», με τρόπο όσο το δυνατόν πιο πιστό στην ηχογραφημένη εκδοχή, αποτέλεσε το πρώτο μέρος της συναυλίας.
Σε μερικά τραγούδια ο Χρήστος Θηβαίος, σε μερικά άλλα ο Μίλτος Πασχαλίδης και στα υπόλοιπα και οι δύο μαζί (αν και εκείνο το βράδυ τα τελευταία ήταν μάλλον και τα περισσότερα και πρέπει να πω ότι οι φωνές )τους ταιριάζουν ιδανικά και αλληλοσυμπληρώνονται) δεν τα αποδίδουν απλά άριστα αλλά και στις περισσότερες περιπτώσεις δίνουν μια περισσότερη ή λιγότερο διαφορετική και για αυτό πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση τους. Αυτό έκαναν και εκείνο το βράδυ στην σκηνή του «Christmas Theater» υπηρετώντας με σεμνότητα την ουσία και την δύναμη των στίχων του Αλκη Αλκαίου και με τον σεβασμό τους για τον δημιουργό αλλά και τον άνθρωπο Θ. Μικρούτσικο έκδηλο σε κάθε στιγμή της ερμηνείας τους και της συνολικής παρουσίας τους.
Ξεχωριστή στιγμή βέβαια το κομβικό τραγούδι του δίσκου, το «Το Κακόηθες Μελάνωμα», που στην αυθεντική έκδοση είχε ερμηνεύσει μοναδικά ο ίδιος ο δημιουργός και δεν έπαψε να το περιλαμβάνει, πάντα σε δική του ερμηνεία, στις περισσότερες από τις μη θεματικές συναυλίες του. Οι Πασχαλίδης και Θηβαίος δεν προσπαθούν ούτε στο ελάχιστο να τον υποκαταστήσουν αλλά δίνουν από κοινού μια αληθινά νέα «ανάγνωση» του.
Αναπόφευκτα η άλλη ξεχωριστή στιγμή ήταν η «επιτυχία» του αυθεντικού «Εμπάργκο», το (αφιερωμένο από τον Μ. Πασχαλίδη στον «πρώτο διδάξαντα» του, τον Μανώλη Μητσιά) διαχρονικά αγαπημένο «Ερωτικό», στο οποίο, όπως και στο CD, προστέθηκε και ένας τρίτος ερμηνευτής, ο Γιάννης Κότσιρας.
Μια ευπρόσδεκτη μα και συγκινητική έκπληξη επιφύλασσε το τελευταίο τραγούδι. Η αρχική έκδοση του «Εμπάργκο» περιλάμβανε μιαν εισαγωγή και δέκα τραγούδια όταν όμως επρόκειτο να κυκλοφορήσει σε CD το 2009 ο Θ. Μικρούτσικος ανέφερε στο «δεξί χέρι» του ή «μουσικό alter ego του» όπως τον αποκαλούσε, τον Θύμιο Παπαδόπουλο, ότι υπήρχε ένα ακόμα τραγούδι, το «Spleen», το οποίο έμεινε εκτός της αυθεντικής κυκλοφορίας απλά εξαιτίας των χρονικών περιορισμών που επέβαλλε το βινύλιο. Αναζήτησαν λοιπόν την παρτιτούρα του, την βρήκαν και το ηχογράφησαν σε μια πολύ λιτή εκτέλεση, σε ερμηνεία του συνθέτη ο οποίος συνόδευσε τον εαυτό του στο πιάνο και αυτό έγινε το ενδέκατο και τελευταίο τραγούδι του CD. Στη νέα έκδοση το ερμηνεύουν φυσικά οι Χ. Θηβαίος και Μ. Πασχαλίδης κρατώντας και ένα μέρος από την ερμηνεία του Θ. Μικρούτσικου.
Στη ζωντανή παρουσίαση του όμως οι δύο ερμηνευτές σε ένα σημείο σταμάτησαν, απομακρύνθηκαν από τα μικρόφωνα και αγκαλιάστηκαν. Τα φώτα της σκηνής έσβησαν σχεδόν εντελώς, απέμεινε ο πιανίστας να παίζει και το τραγούδι ολοκληρώθηκε μόνο τη φωνή του δημιουργού του. Ηταν ένα πολύ όμορφο μουσικά αλλά και από πλευράς συναισθηματικής φόρτισης φινάλε για το πρώτο μέρος, μια έμπρακτη ένδειξη της αγάπης για τον Θ. Μικρούτσικο των συνεργατών του και για αυτό χειροκροτήθηκε περισσότερο και από θερμά από το συγκινημένο σε ένα μεγάλο ποσοστό του κοινό.
Εξίσου όμορφη και συγκινητική όμως ήταν και η έναρξη του δεύτερου μέρους, μετά το διάλειμμα. Ηταν ο πιο ξεκάθαρος φόρος τιμής στον Θάνο Μικρούτσικο όλης της βραδιάς, μια σειρά από φωτογραφίες του στις βιντεοοθόνες με τη ζωντανή συνοδεία ενός οργανικού πιανιστικού θέματος όπως το είχε παίξει ο ίδιος κάποτε και φυσικά επίσης καταχειροκροτήθηκε.
Στη συνέχεια άρχισαν να βγαίνουν στη σκηνή και οι υπόλοιποι, πλην των Πασχαλίδη και Θηβαίου, ερμηνευτές της βραδιάς. Πρώτα ο Γιάννης Κότσιραςν με τον οποίο ο Θ. Μικρούτσικος μπορεί να έκαναν μόλις το ’14 τον κοινό τους δίσκο «Ότι Θυμάσαι Δεν Πεθαίνει» αλλά ήδη τους συνέδεε μια αληθινή φιλία και έκτοτε συνεργάστηκαν σε ζωντανές εμφανίσεις αρκετές φορές.
Μετά η μόνη κυρία της βραδιάς, η Ρίτα Αντωνοπούλου, που από το ’07, όταν έκανε τον πρώτο δίσκο με τον Θ. Μικρούτσικο, εξελίχθηκε στην τακτικότερη συνεργάτιδα του για περισσότερα από δέκα χρόνια και στην εμβληματικότερη γυναικεία φωνή για τα τραγούδια του, σε μεγάλο βαθμό ό,τι ήταν εκείνη της αείμνηστης Μαρίας Δημητριάδη στο ξεκίνημα της διαδρομής αμφοτέρων.
Τέλος ο Κώστας Θωμαϊδης, αν και για πρώτη φορά συνεργάστηκαν δισκογραφικά με τον συνθέτη το ’83, γνωρίζονταν από πολύ νωρίτερα κα ήταν επιστήθιοι φίλοι, δεν είναι καθόλου συμπτωματικό ότι εμπιστεύθηκε το μουσικό αρχείο του στον Θύμιο Παπαδόπουλο και εκείνον.
Καθένας από τους τέσσερις ερμηνευτές και η Ρίτα Αντωνοπούλου (σε κάποιες περιπτώσεις και σε συνδυασμούς μεταξύ τους) απέδωσαν αποσπάσματα τόσο από τους δύο εμβληματικούς κύκλους τραγουδιών σε ποίηση Νίκου Καββαδία αλλά και άλλα σημαντικά τραγούδια του Θάνου Μικρούτσικου σε στίχους του Αλκη Αλκαίου και άλλων.
Ο Μίλτος Πασχαλίδης που δεν έκανε μεν ολόκληρο δίσκο με τον δημιουργό αλλά συνεργάστηκε αρκετές φορές μαζί του δισκογραφικά και ακόμα περισσότερες συναυλιακά κινήθηκε σε ένα μεγάλο εύρος από αυτά . Το ίδιο ίσχυσε και για τον Γιάννη Κότσιρα και, σε μικρότερο βαθμό, για τον Χρήστο Θηβαίο καθώς εκείνος πολύ φυσιολογικά έδωσε έμφαση στον ιστορικό και για τους δυο τους δίσκο που έκαναν μαζί με τον Θ. Μικρούτσικο, το «Ο Αμλετ Της Σελήνης» σε στίχους Μάνου Ελευθερίου του 2002.
Η Ρίτα Αντωνοπούλου ήταν στο συνηθισμένο πολύ υψηλό ερμηνευτικό επίπεδο της και έχει εδώ και χρόνια κάνει «δικό της» πλέον το «Καραντί», την μελοποίηση του ομότιτλου ποιήματος του Νίκου Καββαδία. Θα σημειώσω όμως επίσης το «Ελένη», ένα τραγούδι σε στίχους Μπάμπη Τσικληρόπουλου που είχε ερμηνεύσει πάρα πολύ καλά η Χάρις Αλεξίου στον πρώτο δίσκο της με τον Θ. Μικρούτσικο, το «Η Αγάπη Είναι Ζάλη» του ’86. Η Ρ. Αντωνοπούλου όμως του δίνει μιαν επίσης προσωπική της κα διαφορετική διάσταση και στη συγκεκριμένη περίσταση, δίχως να αφαιρέσει τίποτα από το αμιγώς πολιτικό περιεχόμενο των στίχων, με το να αφήσει τις γυναίκες του ακροατηρίου να πουν το πρώτο μέρος του ρεφρέν πιστεύω ότι έκανε μία κίνηση – συνειδητή ή μη, το ένστικτο μου λέει το πρώτο – υπενθύμισης της σημασίας του MeToo.
Η τρίτη μεγάλη στιγμή της ήταν για άλλη μια φορά το «Μικρόκοσμος», το τραγούδι – ύμνος σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ που έκανε γνωστή την Μαρία Δημητριάδη αλλά μάλλον και τον ίδιο τον Θάνο Μικρούτσικο και το οποίο αποδίδει με όλο τον δυναμισμό και την αποφασιστικότητα ακόμα που του αρμόζουν.
Ο Κώστας Θωμαϊδης είναι ένας ερμηνευτής του είδους που οι αθλητικογράφοι αποκαλούν «πολυεργαλείο», ικανός να κινείται σε σπάνια μεγάλο εύρος ρεπερτορίου και πάντα όχι μόνον άριστος τεχνικά αλλά και με υποδειγματική εμβάθυνση τόσο στο στιχουργικό όσο κα στο μουσικό περιεχόμενο κάθε τραγουδιού. Δεν αποτέλεσε εξαίρεση κα αυτή η εμφάνιση του από την οποία θα σημειώσω ιδιαίτερα την συγκλονιστική ερμηνεία του στο «Ένα Μαχαίρι» σε ποίηση Νίκου Καββαδία.
Λίγο πριν το τέλος εμφανίστηκε, ως τιμώμενος προσκεκλημένος, ο Μανώλης Μητσιάς ο οποίος ερμήνευσε λίγα τραγούδια από τον δίσκο που έκαναν μαζί με τον Θάνο Μικρούτσικο πολλά χρόνια μετά το «Εμπάργκο», το «Υπέροχα Μονάχοι» σε στίχους του Αλκη Αλκαίου του ’06. Δεν μπορούσε όμως φυσικά να παραλείψει το «Ερωτικό», το μόνο τραγούδι που ακούστηκε για δεύτερη φορά στη διάρκεια της βραδιάς και αυτή μάλιστα με το οργανικό μέρος παιγμένο από σαξόφωνο όπως το επιθυμούσε ο Θ. Μικρούτσικος και όχι με μπουζούκι όπως στην πρώτη εκτέλεση του «Εμπάργκο».
Στο σημείο αυτό πρέπει να πω δυο λόγια για την δουλειά που είχε κάνει ο Θύμιος Παπαδόπουλος που πραγματικά αν την αποκαλούσες εξαίρετη θα την υποτιμούσες. Ο βιρτουόζος των σαξοφώνου, κλαρινέτου και φλάουτου, ενορχηστρωτής, συνθέτης και παραγωγός που για τουλάχιστον είκοσι πέντε χρόνια ήταν ο στενότερος συνεργάτης του Θάνου Μικρούτσικου είχε διατηρήσει τον ίδιο πυρήνα μουσικών που παίζει κα στη νέα έκδοση του «Εμπαργκο» την οποία επιμελήθηκε εξολοκλήρου, δηλαδή τον πιανίστα (και κιμπορντίστα όπου ήταν απαραίτητο) Μάξιμο Δράκο, τον Χρήστο Περτσινίδη κυρίως στην ηλεκτρική αλλά και στην ακουστική κιθάρα, τον μπασίστα Γιώτη Κιουρτσόγλου και τον ντράμερ Καλλίστρατο Δρακόπουλο συν φυσικά ο ίδιος στα πνευστά και ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Βαγγέλης Μαχαίρας σε όσα τραγούδια χρειαζόταν το όργανο του.
Με κάποιες όμως αλλαγές που είχε κάνει στις ενορχήστρώσεις σε σχέση με τον δίσκο, τις εξαντλητικές πρόβες και υπό την διεύθυνση του το βασικό κουιντέτο είχε μετατραπεί σε μιαν αληθινή ηλεκτρική μπάντα, ικανή να κινείται άνετα προς το rock και ακόμα περισσότερο προς την jazz, όπως ακριβώς ήθελε τα σχήματα του στα οποία μέχρι και λίγους μήνες πριν τον θάνατο του συμμετείχε πάντα ο ίδιος ο Θ. Μικρούτσικος. Στην δεύτερη περίπτωση μάλιστα, αυτή που πήγαινε προς την jazz, δεν έλειψαν και οι αυτοσχεδιασμοί προεξάρχοντος του ίδιου του Θ. Ππαδόππουλου και στα τρία όργανα του και καιαδεικνύοντας έτσι, για όσους/ες δεν το ήξεραν ήδη, ότι εκτός από τα υπόλοιπα είναι και ένας από τους καλύτερους Ελληνες μουσικούς αυτού του ιδιώματος!
Πηγαίνοντας προς το τέλος στη σκηνή βγήκαν οι τέσσερις ερμηνευτές και η ερμηνεύτρια και είπαν από κοινού κάποια τραγούδια. Πρώτα τα «Ρόζα» και «Πάντα Γελαστοί», αμφότερα σε στίχους Αλκη Αλκαίου και τα οποία βέβαια έγιναν γνωστά με την αδρή, ως και «κλασική» θα μπορούσαμε να πούμε ερμηνεία του αείμνηστου Δημήτρη Μητροπάνου ενώ το φινάλε ήταν το «Θεσσαλονίκη», ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα τραγούδια των κύκλων σε ποίηση Καββαδία. Το encore ήταν με τους πέντε μόνο, χωρίς τους μουσικούς και με την λιτότατη συνοδεία της κιθάρας του Μίλτου Πασχαλιδη, το «Η Πιο Ομορφη Θάλασσα» σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ.
Αυτό που θέλω να σου πω/το πιο όμορφο απ’ όλα/δεν στόχω πει ακόμα, ένας στίχος που αγαπούσε πολύ ο Θάνος Μικρούτσικος. Η υπέροχη αυτή συναυλία ήταν μια ακόμα ευκαιρία για να διαπιστώσω ότι, αν και έχασε την μάχη με τον καρκίνο μόλις στα εβδομήντα δύο χρόνια του, ο τρόπος που διαχειρίζονται το έργο του η οικογένεια του, οι συνεργάτες του με πρώτο και σημαντικότερο τον Θ. Παπαδόπουλο αλλά και ο διοργανωτής όλων των εμφανίσεων του για περισσότερο από δέκα χρόνια και συνεχίζοντας να το κάνει για τις συναυλίες με τραγούδια του και μετά τον θάνατο του Μάνος Τρανταλίδης όχι μόνο το διατηρούν ζωντανό αλλά και το αναδεικνύουν και αυτό θα συμβαίνει όλο και περισσότερο στο πέρασμα του χρόνου.
Είναι μια τύχη την οποία δεν αξιώνονται όλοι οι δημιουργοί και, αν ο Θύμιος Παπαδόπουλος λέει ότι ελπίζει πως θα χαμογελάει βλέποντας τους από κάπου μακριά, προσωπικά είμαι σίγουρος ότι αυτό συμβαίνει ήδη. Από όσο τον είχα γνωρίσει δεν πιστεύω ότι θα ήθελε τίποτα περισσότερο ούτε λιγότερο όμως…