Όποιος δουλεύει με παιδιά στη σημερινή εποχή σίγουρα θα έχει παρατηρήσει μια έντονη υπερκινητικότητα, που καθιστά κάθε εκπαιδευτική διαδικασία εξαιρετικά δύσκολη. Τη συνοδεύει η έλλειψη υπομονής, συγκέντρωσης και ταυτόχρονα οι συνεχείς απαιτήσεις των παιδιών και η μικρή ανοχή που επιδεικνύουν στη ματαίωση. Αυτό το φαινόμενο αναλύει το βιβλίο του ψυχαναλυτή Ουμπέρτο Τζουκάρντι Μέρλι, «Το υπερκινητικό παιδί», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέλευθος.
Τι είναι το υπερκινητικό παιδί και ποια η διαφορά του από ένα «ζωηρό» παιδί; Ο συγγραφέας δίνει μια απάντηση, που μας βοηθά εύκολα να διακρίνουμε το ένα από το άλλο. Το ζωηρό παιδί είναι ένα παιδί που απολαμβάνει το παιχνίδι και μπορεί να ανταποκριθεί απέναντι στο όριο, δηλαδή μπορεί να σταματήσει. Η κινητικότητα είναι άλλωστε κάτι φυσικό στα παιδιά. Το παιδί με υπερκινητικότητα χαρακτηρίζεται από αδιάκοπη κίνησή που στερείται νοήματος και είναι έκφραση μιας εσωτερικής ανησυχίας. Επίσης, δεν σταματά για να παίξει.
Πότε ξεκινά η υπερκινητικότητα; Η υπερκινητικότητα είναι ιδιαίτερα εμφανής κατά την ένταξη του παιδιού στο σχολείο. Οι γονείς, οι δάσκαλοι, ακόμη και οι ειδικοί ψυχικής υγείας κάποιες φορές είναι ανήμποροι απέναντι της. Η υπερκινητικότητα, όμως όπως πολύ σωστά τονίζει ο Μέρλι, είναι «έκφραση δυσκολιών», είναι κάτι «που πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε και όχι να διορθώσουμε». Ο Μέρλι παρατηρεί ότι «όσο το υπερκινητικό άτομο αντιλαμβάνεται στον ενήλικα μια επιθυμία ρύθμισης της ανησυχίας, τόσο ξεφεύγει, αυξάνοντας τη σωματική αντίστασή του στον Άλλον».
Η λύση που προτείνει είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά αυτά να εκφραστούν σε ένα περιβάλλον που θα τα ακούσει χωρίς να τα ταυτίζει με το σύμπτωμά τους. «Πρέπει να κάνουμε τα παιδιά να μιλήσουν», λέει ο Μέρλι κι αυτό ισχύει για το οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετωπίζει ένα παιδί. Μιλά επίσης για «εξατομικευμένα θεραπευτικά μονοπάτια», δηλαδή θεραπευτικές παρεμβάσεις που λαμβάνουν υπόψη τις ξεχωριστές ανάγκες του κάθε ατόμου.
Ο Μέρλι αναφέρει πως σε παλιότερες κοινωνίες ήταν πολύ λιγότερες οι περιπτώσεις υπερκινητικότητας. Είναι ελάχιστες επίσης σε άλλες κοινωνίες, για παράδειγμα στην Ινδία ή στις ασιατικές χώρες. Η υπερκινητικότητα είναι υπερβολικά έντονη στις δυτικές κοινωνίες σε μια εποχή όπου ο θεσμός του σχολείου έχει χάσει την εξουσία του. Όμως, ο πιο σημαντικός λόγος είναι η καταναλωτική σημερινή κοινωνία, η υπερπροσφορά ερεθισμάτων, το κυνήγι της ατομικής απόλαυσης και η αδυναμία του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου να σκεφτεί και να σεβαστεί τον διπλανό του. Τα ψυχικά συμπτώματα εκφράζουν πάντα την παθολογία των κοινωνιών, στις οποίες εμφανίζονται, «σε ένα σύμπτωμα εμπλέκεται το σύνολο μιας κοινωνίας», μας λέει ο Μέρλι. «Ο ναρκισσισμός με τον οποίο η σύγχρονη προπαγάνδα έχει εμποτίσει τον κοινωνικό λόγο ελέγχει κυρίως τα παιδιά που απορροφούν και αφομοιώνουν άμεσα το πνεύμα της εποχής».
Τα παιδιά σήμερα δεν προλαβαίνουν να επιθυμήσουν. Ο γονιός έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου και θεωρεί ότι η ασταμάτητη παροχή αντικειμένων και διασκεδάσεων είναι ο γονεϊκός ρόλος. Αυτή η υπερπροσφορά ερεθισμάτων οδηγεί σε «νοητικό μπούκωμα», τα παιδιά χάνουν το ενδιαφέρον τους για τα πάντα περνώντας από το ένα στο άλλο και αδυνατούν εντελώς να μένουν ακίνητα ή σε ησυχία. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω πως δεν ευθύνονται μόνο οι γονείς για αυτό. Τα παιδιά είναι η πιο εύκολη πηγή κέρδους σήμερα κι αυτό λειτουργεί εις βάρος της ανάγκης τους να διαπαιδαγωγηθούν. Για παράδειγμα, σε κάποια παιδικά θέατρα δεν απαγορεύεται να τρώνε τα παιδιά στην ώρα της παράστασης. Όπου κι αν βρίσκονται τα παιδιά, είναι αντιμέτωπα με απολαύσεις που τους προσφέρονται με υπερβολή και τα αποσπούν.
Κάτι άλλο από το βιβλίο που θεωρώ ότι εκφράζει την ελληνική κοινωνία είναι η απροθυμία της μητέρας να αποχωριστεί το παιδί της και να το «παραδώσει» στο σχολείο. Η μητρική φροντίδα όσο μεγαλώνει το παιδί πρέπει να μειώνεται. «Το σχολείο είναι από κάθε πλευρά το μέρος της δοκιμασίας ενός χωρισμού και η μητέρα πρέπει να δώσει τη συγκατάθεσή της σε αυτήν την αποκόλληση», λέει ο Μέρλι.
Επίσης, «το σχολείο είναι μια βασική εμπειρία κοινωνικής αδελφοσύνης, φροντίδας για τους άλλους». Έχω την αίσθηση ότι οι σημερινές μητέρες εμπλέκονται υπερβολικά στη σχέση των παιδιών με το σχολείο, πολλές φορές αυτό οφείλεται και σε νοοτροπίες των εκπαιδευτικών. «Στο σχολείο το παιδί βρίσκει λιγότερη μητέρα και περισσότερο κοινωνικό νόμο, παιχνίδι, ομάδα. Πρέπει να ανεχτεί αυτή τη μείωση και να ικανοποιηθεί με αυτό το κέρδος», λέει ο Μέρλι. Σίγουρα στο σημερινό σχολείο υπάρχουν πάρα πολλά προβλήματα και κάθε ανησυχία ενός γονιού είναι φυσική. Είναι σημαντικό όμως να αποδεχόμαστε ότι το παιδί μας σε όλη του τη ζωή θα προχωράει αφήνοντάς μας πίσω.
Το βιβλίο επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα. Είναι η υπερκινητικότητα δείγμα ευφυίας και ποιοι είναι οι κίνδυνοι στο να επιθυμούμε ένα πολύ ευφυές παιδί; Η υπερκινητικότητα αφορά περισσότερο στα αγόρια; Θεραπεύεται η υπερκινητικότητα; Τι συμβαίνει στην εφηβεία; Ποια η σχέση υπερκινητικότητας και παραβατικότητας; Πότε χρειάζεται να χορηγηθούν φάρμακα σε ένα παιδί με υπερκινητικότητα;
«Το υπερκινητικό παιδί» είναι ένα πολύ ενδιαφέρον και όμορφα γραμμένο βιβλίο για ειδικούς, εκπαιδευτικούς και γονείς που τους απασχολεί το θέμα της υπερκινητικότητας. Αν κάτι από αυτό θεωρώ τρομερά σημαντικό είναι η κοινωνική διάσταση που δίνει, γι’ αυτό και αναφέρθηκα κυρίως σε αυτήν. Κι αυτό γιατί όπως λέει ο συγγραφέας, όταν αρκούμαστε σε βιολογικές εξηγήσεις διαταραχών και συμπεριφοράς, αποποιούμαστε την ευθύνη που έχουμε ως ενήλικες απέναντι στους ανηλίκους.
«Η απουσία ηρεμίας και τάξης στον σύγχρονο άνθρωπο επηρεάζει το ατομικό νοητικό πεδίο» λέει ο Μέρλι. Οι δικές μας συνήθειες, το δικό μας χάος, η δική μας απληστία και διάσπαση, ο δικός μας ναρκισσισμός και κυρίως η ανικανότητά μας να κατανοήσουμε την αξία του «όχι» στη διαπαιδαγώγηση αντανακλούν μαζικά στον τρόπο που λειτουργούν οι παιδικοί εγκέφαλοι. Κι αν τελικά δεν οριοθετηθούμε εμείς, αν δεν αντέξουμε εμείς την ησυχία και τη ματαίωση, ό,τι κι αν προσπαθούμε για τα παιδιά, ως γονείς, εκπαιδευτικοί ή ειδικοί ψυχικής υγείας, θα είναι εντελώς μάταιο.