H συσκότιση της αλήθειας ως κυρίαρχο στοιχείο της μυθοπλαστικής πλοκής εμφανίζεται συχνά στο θέατρο και το μυθιστόρημα. Η ίδια η μυθοπλασία του θεάτρου είναι μια καλοπροαίρετη εξαπάτηση, μια μίμησης πράξεως σπουδαίας και τελείας, και ένα αγαθό ψέμα. Στην τραγωδία του Σαίξπηρ, Άμλετ, πολλοί μελετητές του όπως ο Ρενέ Ζιράρ (Σαίξπηρ, οι φλόγες της Ζηλοτυπίας), θεωρούν ότι υφίσταται ένα δεύτερο έργο μέσα στο έργο, ένα έργο αυτοαναφορικό, που αναρωτιέται για τη δυνατότητα της αλήθειας στο θέατρο. Το δε περίφημο ερώτημα του Άμλετ «να ζει κανείς ή να μη ζει;», ερμηνεύεται σε αυτό το δεύτερο επίπεδο του «απόκρυφου» έργου ως ερώτημα που απευθύνει ο ίδιος ο Σαίξπηρ στους «μυημένους» θεατές. Κλείνοντάς τους έτσι το μάτι, αναρωτιέται ουσιαστικά για τις συμβάσεις των τραγωδιών εκδίκησης, στις οποίες και κατατάσσεται η πλοκή του Άμλετ, οι οποίες ήταν διαδεδομένες στην εποχή του. Έτσι όμως αναγνωρίζει σε ένα δεύτερο επίπεδο, το ψέμα, ως το ύφασμα του πρώτου επιπέδου ανάγνωσης του έργου.
“Ο ρόλος της αλήθειας στο να στηρίζει την ανθρώπινη επικοινωνία, την καθιστά ένα δημόσιο αγαθό, το οποίο δεν είναι διαπραγματεύσιμο.”
Πέρα όμως από αυτό το συστατικό ψέμα του θεάτρου, υπάρχουν διάφορα επίπεδα συσκότισης της αλήθειας ως μυθοπλαστικά μέσα. Η πιο αθώα μορφή είναι η παρεξήγηση, η οποία εμφανίζεται λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούν στον κόσμο του συγκεκριμένου αφηγήματος. Τέτοια είναι η ύπαρξη δύο ζευγαριών (αφέντη-υπηρέτη) πανομοιότυπων διδύμων, που έχουν χωρισθεί από την γέννησή τους στην Κωμωδία των Παρεξηγήσεων του Σαίξπηρ. Οι διαδοχικές παρεξηγήσεις που γίνονται όταν τα δυο ζευγάρια διδύμων συναντώνται με τα μέλη των οικογενειών τους, που δεν είναι σε θέση να διακρίνουν ποιος είναι ποιος, οδηγούν σε μια γενικευμένη κατάσταση σύγχυσης και δημιουργούν έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η αδυναμία να ξεχωρίσεις την αλήθεια από το ψέμα και άρα, όλα είναι αβέβαια και θολά, συμβάλλοντας στην θυμηδία των θεατών της κωμωδίας. Σε κάποιες τραγωδίες του Σαίξπηρ, όπως η Οθέλλος, ο Μαύρος της Βενετίας, η συσκότιση της αλήθειας οφείλεται όχι σε παρεξήγηση αλλά σε εξαπάτηση, όταν ο κακόβουλος Ιάγος χρησιμοποιεί μεταξύ άλλων το περίφημο μαντηλάκι της Δυσδαιμόνας –σύμβολο έκτοτε της θεατρικής εξαπάτησης- ως μέσον για να πείσει τον Οθέλλο ότι η γυναίκα του τον απατά με τον Κάσσιο. Η εξαπάτηση οδηγεί εδώ στην τραγική κατάληξη της δολοφονίας της Δυσδαιμόνας από τον Οθέλλο και την αυτοκτονία του στη συνέχεια, όταν αποκαλύπτεται η αλήθεια, επιτυγχάνοντας έτσι την δι’ ελέου και φόβου, την των παθημάτων κάθαρσιν, που επιδιώκει η τραγωδία κατά τον Αριστοτέλη.
Υπάρχει ωστόσο, ένα ιδιαίτερο ψέματος τόσο στο θέατρο όσο και την πραγματική ζωή- με τον τρόπο που αυτά τα δύο μιμούνται το ένα το άλλο- που είναι η περίπτωση του να ψεύδεται κανείς από πρόθεση να κάνει καλό, αποτρέποντας έτσι κάποιο μεγαλύτερο (από το ψέμα) κακό, το οποίο θα προκαλούσε η αλήθεια.
Στον Οιδίποδα Τύραννο, κομβικό ρόλο στην πλοκή της τραγωδίας παίζουν τα πεπραγμένα ενός μικρού ρόλου, του δούλου του Λαΐου, ο οποίος δεν σκοτώνει το βρέφος Οιδίποδα, όπως είχε διαταχθεί, αλλά το διασώζει δίδοντάς το σε άλλον βοσκό. Μπορούμε να φανταστούμε τον δούλο να ψεύδεται όταν θα ερωτήθηκε κατά την επιστροφή του αν εκτέλεσε την εντολή που του είχε δοθεί. Όμως, αυτή η ηθική απόφαση που πήρε από συμπόνοια για το δύσμοιρο βρέφος, είναι η απαρχή όσων φοβερών επακολουθούν, της πατροκτονίας, της αιμομιξίας και της συντριβής τελικά του ίδιου του Οιδίποδα. Εδώ είναι που ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ερώτημα. Είναι λοιπόν δικαίωμά μας να ψευδόμαστε για καλό σκοπό;
“Με το ψέμα θίγονται οι όροι σύναψης του κοινωνικού συμβολαίου”
Στην ηθική και πολιτική φιλοσοφία το ερώτημα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Τον Σεπτέμβριο του 1797 ο Εμάνουελ Καντ γράφει το σύντομο κείμενο, «Για ένα υποτιθέμενο δικαίωμα να ψεύδεται κανείς από αγάπη για τους ανθρώπους», απαντώντας αρνητικά στο ερώτημα. Κατά τη δεοντοκρατική ηθική την οποία εκπροσωπεί, το ηθικώς ορθό δεν είναι αποτέλεσμα συναισθημάτων όπως η συμπόνοια, ούτε υποταγής στο κάλεσμα ηδονών και έξεων, ούτε όμως και υπολογισμού των συνεπειών.
Οι πραγματικά ηθικές επιλογές γίνονται από καθήκον (και όχι σύμφωνα με το καθήκον) και θα πρέπει να υπακούουν στην κατηγορική προσταγή της καθολικευσιμότητας, να μπορούν να γίνουν δηλαδή επιλογές όλων των έλλογων σαν και εμάς όντων, δηλαδή καθολικοί νόμοι. Το καθήκον της αλήθειας και της τήρησης των υποσχέσεων είναι ένα «τέλειο καθήκον» για τον Καντ, δηλαδή «καθήκον δικαίου», ενώ το καθήκον να κάνεις καλό στους άλλους είναι ένα «ατελές καθήκον», δηλαδή «καθήκον αρετής».
Και τα δύο καθήκοντα είναι επιτακτικά ως καθήκοντα, με τη διαφορά ότι τα πρώτα δεν επιδέχονται διαμόρφωση του τρόπου που θα εκτελεστούν διότι είναι αρνητικά (δεν αποφασίζω πως δεν θα πω ψέματα, απλώς δεν πρέπει να λέω σε οποιαδήποτε περίπτωση ψέματα), ενώ τα δεύτερα υπόκεινται σε μια περιπτωσιολογική εκτίμηση του τρόπου εκτέλεσής τους ως θετικά (διαλέγω πότε και πώς θα ωφελήσω κάποιον). Είναι φανερό από αυτή την Καντιανή ανάλυση των καθηκόντων ότι στο ερώτημά μας η απάντησή του είναι αρνητική και δεν έχουμε το δικαίωμα να πούμε ψέματα επικαλούμενοι την αγάπη μας για τους άλλους.
Το σύντομο κείμενο του Καντ, αναφέρεται στην περίπτωση όπου ένας υποψήφιος δολοφόνος ερωτά κάποιον, εάν κρύβεται στο σπίτι του αυτός τον οποίο θέλει να δολοφονήσει, ο οποίος, ως φίλος του ερωτώμενου, έχει καταφύγει στο σπίτι του.
Το ηθικό ερώτημα που τίθεται εδώ είναι αν αυτός που ερωτάται θα πρέπει να πει την αλήθεια ή να πει ψέματα, με σκοπό να σώσω τον φίλο του. Η αλληλογραφία μεταξύ των Μπένζαμιν Κόνσταντ και Καντ πάνω σε αυτό το θέμα είναι διάσημη και έχει προκαλέσει μια καταιγίδα σχολιαστικής βιβλιογραφίας έκτοτε και έως τις ημέρες μας. Κάποιοι θεωρούν την Καντιανή στάση σε αυτό το ζήτημα δείγμα του ριγκορισμού (δηλαδή μιας ασφυκτικής αυστηρότητας) της Καντιανής ηθικής και της απόλυτης ασυμφωνίας της με τις κοινές διαισθήσεις σε αυτήν την περίπτωση. Ο Χέγκελ χαρακτηριστικά σχολιάζει ότι το να πω την αλήθεια στον υποψήφιο δολοφόνο, είναι σαν να του δίνω στο χέρι το στιλέτο που δεν έχει.
“Κατά τη διάρκεια της πανδημίας επικράτησε ένας πολιτικός και ιατρικός πατερναλισμός”
Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί που θα υπερασπιστούν τον Καντ, θεωρώντας ότι η αλήθεια είναι ένα απόλυτο καθήκον δικαίου και η όλη συζήτηση αφορά περισσότερο την πολιτική παρά την ηθική. Ο Καντ θα υπερασπιστεί τη θέση του με αρκετά επιχειρήματα. Πρώτον θα ισχυριστεί ότι η πεποίθησή μας ότι λέγοντας ψέματα θα σώσουμε τον φίλο μας είναι εσφαλμένη. Η δυνατότητα που έχουμε να προβλέψουμε την τελική έκβαση των πράξεών μας είναι ανύπαρκτη. Αν εσύ έλεγες την αλήθεια και ο δολοφόνος εισέβαλε σπίτι σου, αλλά εν τω μεταξύ ο φίλος σου είχε διαφύγει, δεν θα γινόταν φόνος. Αν εσύ όμως έλεγες ψέματα και αυτός είχε διαφύγει, ο δολοφόνος θα τον αναζητούσε έξω από το σπίτι σου, και πιθανόν θα τον έβρισκε και θα τον δολοφονούσε. Ή πάλι, μπορεί ο δολοφόνος να θεωρούσε ότι μπλοφάρεις και να δρούσε αντίστροφα με ό,τι του έλεγες, ή πάλι, να έλεγες μεν την αλήθεια και εν τω μεταξύ να προσέτρεχαν προς βοήθεια του φίλου σου κάποιοι γείτονες. Με αυτό το επιχείρημα ο Καντ υποδεικνύει τους περιορισμούς στους οποίους θεωρεί ότι υπόκειται η εργαλειακή ορθολογικότητα, στο να υπολογίσει τις συνέπειες μιας πράξης. (Ο βοσκός που είπε ψέματα στον Λάιο ότι σκότωσε το νήπιο Οιδίποδα για να το σώσει, δεν μπορούσε να φανταστεί την καταστροφή που θα προκαλούσε τελικά).
Άρα η απόδοση αιτιακής σχέσης μεταξύ αλήθειας -φόνου και ψέματος -διάσωσης του φίλου σου, είναι ανακριβής. Λόγω ακριβώς αυτής της ανεπάρκειας απόδοσης αιτιακής σχέσης στηριγμένης στην εργαλειακή ορθολογικότητα, θα πρέπει να προσφύγουμε σε κάτι σταθερό και σίγουρο στο δημόσιο χώρο, που είναι η ειλικρίνεια.
“Οι πολίτες έχουν συνείδηση και έχουν αποδεχθεί (όσοι το έχουν κάνει) τους περιορισμούς της αυτονομίας τους υπό προϋποθέσεις, ωστόσο διατηρούν το δικαίωμά τους στη μη εξαπάτηση, το οποίο δεν έχει λόγο να ανασταλεί.”
Ο ρόλος της αλήθειας στο να στηρίζει την ανθρώπινη επικοινωνία, την καθιστά ένα δημόσιο αγαθό, το οποίο δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Το ψέμα κατά τον Καντ μπορεί να μην βλάπτει κανέναν συγκεκριμένα, ωστόσο ζημιώνει την ανθρωπότητα, διότι, ως γενικευμένη πρακτική, θα καθιστούσε μάταιη κάθε επικοινωνία, θα ματαίωνε ακόμα και την επιθυμία του ανθρώπου για γνώση.
Μπορεί κάποτε να μη ζημιώνει κάποιον συγκεκριμένα, ζημιώνει όμως σε αυτήν την περίπτωση την ανθρωπότητα εν γένει, διότι αχρηστεύει την πηγή του δικαίου. Όπως σχολιάζει στην ενδελεχή ανάλυση του θέματος στο Πίστη και Γνώση η Αλίκη Λαβράνου, οι όροι δυνατότητας του δικαίου συμπίπτουν με τους όρους δυνατότητας συνύπαρξης των ανθρώπων σε «κοινωνία». Με το ψέμα θίγονται οι όροι σύναψης του κοινωνικού συμβολαίου, του οποίου «κατ’ εξοχήν όρος είναι, η ειλικρίνεια των συμβαλλομένων: η ειλικρινής επικοινωνία και συνεννόηση, η ελεύθερη και ειλικρινής συναίνεση, καθώς και η αυτοδέσμευσή τους, αλλά και η αμοιβαία εμπιστοσύνη στον λόγο και τις δηλώσεις τους- τόσο κατά τη σύναψη συμβολαίου όσο και αναφορικά προς τη μελλοντική τήρησή του.».
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας επικράτησε ένας πολιτικός και ιατρικός πατερναλισμός. Ο πρώτος με την υποχώρηση βασικών δικαιωμάτων εργασίας, μετακίνησης και αυτοδιάθεσης των πολιτών αφενός και ο δεύτερος με την επιβολή θεραπειών σε εξαντλημένους και τρομοκρατημένους ασθενείς, οι οποίοι δεν συνοδεύονται από συγγενείς και εν τούτοις, πρέπει να συναινέσουν σε πράγματα που πιθανόν ούτε καν κατανοούν. Ιατρικά, αυτό δικαιολογείται με το λεγόμενο «θεραπευτικό προνόμιο», το οποίο αποδίδει στον ιατρό ένα δικαίωμα πατερναλιστικής συμπεριφοράς, λόγω του επείγοντος της κατάστασης. Πολιτικά δε, ως ένας περιορισμός της ελευθερίας, ο οποίος δικαιολογείται (μόνον) όταν είναι αναγκαίος για την ίδια την ελευθερία, για να αποτραπεί μια χειρότερη προσβολή της (Τζων Ρωλς, Θεωρία της δικαιοσύνης).
“Τα σκόπιμα ψέματα ή οι μισές αλήθειες σχετικά με τις μάσκες για παράδειγμα, έχουν δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα θυμηδίας και αδυναμίας αναγνωρίσεως της αλήθειας από το ψέμα, ανάλογης με την Κωμωδία των Παρεξηγήσεων του Σαίξπηρ.”
Αυτός ο (δικαιολογημένος) περιορισμός της αυτονομίας, δεν είναι ανάγκη να συνοδευτεί από μια αντίστοιχη αναστολή της υποχρέωσης στην αλήθεια. Οι πολίτες έχουν συνείδηση και έχουν αποδεχθεί (όσοι το έχουν κάνει) τους περιορισμούς της αυτονομίας τους υπό προϋποθέσεις, ωστόσο διατηρούν το δικαίωμά τους στη μη εξαπάτηση, το οποίο δεν έχει λόγο να ανασταλεί.
Τα σκόπιμα ψέματα ή οι μισές αλήθειες σχετικά με τις μάσκες για παράδειγμα, έχουν δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα θυμηδίας και αδυναμίας αναγνωρίσεως της αλήθειας από το ψέμα, ανάλογης με την Κωμωδία των Παρεξηγήσεων του Σαίξπηρ. Στο διαδίκτυο, το πιο κοινό αστείο αποτελεί η απλή παράθεση των αντιφατικών δηλώσεων των υπευθύνων, η δε εμπιστοσύνη που δημιούργησε η συνετή επικοινωνιακή διαχείριση της πρωτοφανούς κατάστασης, κινδυνεύει να εξανεμισθεί χωρίς λόγο.
“Οι ιατροί γνωρίζουμε ότι οι μάσκες σίγουρα προστατεύουν, αλλά επίσης, ότι η διεθνής αγορά απειλείται με έλλειψή τους και γι’ αυτό η προτεραιότητα στη χρήση τους πρέπει να διαβαθμιστεί. Αυτή είναι η αλήθεια και έτσι πρέπει να διατυπωθεί.”
Αν και το πρόβλημα δημιουργήθηκε αρχικά από τις διεθνείς οδηγίες, έχω την εντύπωση ότι το κόστος μετακυλίεται από τους αποδέκτες της σύγχυσης, τους πολίτες, στα κυβερνητικά στελέχη που τους ενημερώνουν. Στις δύο λογικοφανείς δηλώσεις, ότι πρώτον ο καθένας θα πρέπει να θεωρεί ότι νοσεί, έστω και ασυμπτωματικά και ότι δεύτερον, όποιος είναι ύποπτος πρέπει να φορά μάσκα, η τρίτη δήλωση ότι η μάσκα δεν χρειάζεται σε κάποιες περιπτώσεις, συνιστά λογική αντίφαση αντιληπτή και από νήπια. Επίσης όλοι γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει επάρκεια νοσοκομειακών υλικών διεθνώς και αντιλαμβάνονται ότι οι αντιφατικές δηλώσεις οφείλονται σε αυτόν τον λόγο. Αυτό το θέμα μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην περίπτωση μιας καλοπροαίρετης συνεπειοκρατικής συσκότισης της αλήθειας, διότι, με στόχο την εξασφάλιση μασκών εκεί που χρειάζονται περισσότερο, συσκοτίζεται η αλήθεια για την αναγκαιότητά τους.
Βιοηθικά, το θέμα εντάσσεται στην «αγαθοπρακτική εξαπάτηση», όταν ο ιατρός σκόπιμα παραπλανά τον ασθενή με σκοπό να τον προστατεύσει και η οποία πλην σπανίων εξαιρέσεων, κρίνεται ως απαράδεκτος πατερναλισμός.
Οι ιατροί γνωρίζουμε ότι οι μάσκες σίγουρα προστατεύουν, αλλά επίσης, ότι η διεθνής αγορά απειλείται με έλλειψή τους και γι’ αυτό η προτεραιότητα στη χρήση τους πρέπει να διαβαθμιστεί. Αυτή είναι η αλήθεια και έτσι πρέπει να διατυπωθεί.
Με αυτή τη λογική, οι πολίτες το καταλαβαίνουν και η ενημέρωση διατηρεί την αξιοπιστία της. Το ψέμα από καλή πρόθεση απειλεί την εμπιστοσύνη ανάμεσα στους συμβαλλόμενους του κοινωνικού συμβολαίου, η δε Καντιανή θέση περί της απόλυτης προτεραιότητας της αληθοέπειας έναντι οποιασδήποτε σκοπιμότητας που εξυπηρετείται από την καταστρατήγησή της, έχει και εδώ απόλυτη ισχύ. Ειδάλλως, όπως τονίζει η Αλίκη Λαβράνου, «η ανειλικρίνεια των δηλώσεων αίρει την αυτοδέσμευση των δρώντων και σπάει το κοινωνικό συμβόλαιο.».