* Του Θωμά Γιούργα, Δρ. Φιλοσοφίας Πανεπιστήμιου του Εδιμβούργου, Διδάσκων στο Deree, The American College of Greece – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #5 – Κυβερνητικός λόγος & ΜΜΕ: Φάσεις & αντιφάσεις» που θα δημοσιεύσει στις 16/11/2021 η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ στο www.enainstitute.org
Μία από τις πολλές, ηθικά ευαίσθητες συζητήσεις που έχουν ανοίξει εδώ και μήνες, είναι αυτή περί του υποχρεωτικού εμβολιασμού με στόχο τον περιορισμό της μετάδοσης της COVID-19. Η υποχρεωτικότητα δεν τίθεται, προφανώς, με όρους ενεργητικής υποχρέωσης, αλλά με όρους πίεσης και ανεπιθύμητων διλημμάτων.
Στην Ελλάδα, η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού για την COVID-19 είναι σε ισχύ για το ιατρικό προσωπικό, για όσες/όσους εργάζονται σε μονάδες Υγείας, τις/τους φαρμακοποιούς, το νοσηλευτικό προσωπικό, το προσωπικό των γηροκομείων και των μονάδων φροντίδας ΑμΕΑ.
Όσοι ανήκουν σε αυτές τις επαγγελματικές ομάδες και είναι σκεπτικοί σε ό,τι αφορά στον εμβολιασμό τους για την COVID-19 καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στην αναστολή της εργασίας τους και στον ανεπιθύμητο εμβολιασμό τους.
Η διευρυμένη υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού και σε άλλες επαγγελματικές ομάδες έχει αποκλειστεί (για την ώρα) από τον ίδιο τον πρωθυπουργό:
Δεν μπορώ να υποχρεώσω κανέναν να εμβολιαστεί και οι υποχρεωτικοί εμβολιασμοί έφτασαν στα όριά τους στις δύο κατηγορίες που τους επιβάλαμε. Δεν πρόκειται να επιβάλλουμε άλλους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς (tovima.gr, 2021).
Τα δύο κεντρικά ζητήματα που εγείρονται εδώ είναι, (α) η ηθική αιτιολόγηση της υποχρεωτικότητας σε συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες ανθρώπων, όπως οι εργαζόμενες σε μονάδες υγείας, αλλά και η πιθανή ηθική υπεράσπιση της επέκτασης της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού και σε άλλες επαγγελματικές ομάδες και (β) οι λόγοι που κάνουν την κυβέρνηση διστακτική να επιβάλλει την υποχρεωτικότητα και σε άλλες ομάδες ανθρώπων.
Η ηθική ένταση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού προκαλείται από τη φαινομενική ασυμβατότητα μεταξύ δύο βασικών ηθικών αρχών: της αυτόνομης, ελεύθερης απόφασης σχετικά με τις ιατρικές πράξεις που αφορούν το σώμα μας και της υπεράσπισης του «κοινού καλού» ως το πιθανό υπέρτατο αγαθό.
Οι υπέρμαχοι του υποχρεωτικού εμβολιασμού συνήθως αναφέρονται στο κοινό καλό ως το επιδιωκόμενο τέλος, το οποίο μπορεί να δικαιολογήσει ηθικά μέχρι και τον περιορισμό μιας πραγματικά ελεύθερης απόφασης για το ίδιο μας το σώμα.
Από την άλλη πλευρά, οι πολέμιοι του υποχρεωτικού εμβολιασμού συνήθως αντιλαμβάνονται την ατομική ελευθερία ως μια ηθική υπεραξία η οποία δεν επιδέχεται εκπτώσεων και συμβιβασμών μέσω μιας ετερόνομης υποχρεωτικότητας για χάρη του «κοινού καλού».
Εδώ, αξίζει να αναφέρουμε το επιχείρημα πολλών γιατρών, νοσηλευτών και άλλων εργαζόμενων σε δομές υγείας, οι οποίοι αντέδρασαν στο μέτρο της υποχρεωτικότητας, όχι από φόβο ή άρνηση για τον εμβολιασμό, αλλά διότι το θεώρησαν αχρείαστο ως μέτρο πίεσης και πειθούς. Αυτοί οι άνθρωποι εκφράζουν με τη στάση τους την κατάφαση της συμβατότητας μεταξύ ελεύθερης επιλογής, διατήρησης της αυτονομίας και υπεράσπισης του κοινού καλού.
«Δεν χρειαζόμαστε καμία πίεση υποχρεωτικότητας διότι ελεύθερα και αυτόνομα επιλέγουμε αυτό που εξασφαλίζει τα σημαντικότερα κοινωνικά και ατομικά αγαθά». Αυτή η πρόταση αποτυπώνει μια θέση συμφιλίωσης μεταξύ της ατομικής ελευθερίας και του κοινωνικού καλού, η οποία επιτυγχάνεται με τη διαμεσολάβηση του ηθικού καθήκοντος.
Η έννοια του καθήκοντος γίνεται επίκαιρη αν δεχθούμε την υπόθεση πως με τον εμβολιασμό μειώνουμε σημαντικά τις πιθανότητες μετάδοσης του ιού και κατά συνέπεια την επιβάρυνση των συστημάτων Υγείας. Αυτή η σημαντική παράμετρος μετατοπίζει το ηθικό βάρος από τα ατομικά δικαιώματα και την ελευθερία να διαχειριστώ το σώμα μου όπως επιθυμώ, προς το κοινωνικό καθήκον να προστατεύσω με άμεσο και έμμεσο τρόπο τους γύρω μου.
Το πρόβλημα όμως, ειδικά σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, με πολύ υψηλό ποσοστό ανεμβολίαστων ανθρώπων παραμένει και επιμένει: Τι γίνεται με όσους ακόμα αρνούνται να εμβολιαστούν;
Θα ήταν ηθικά δικαιολογημένη η επέκταση της υποχρεωτικότητας και σε άλλες επαγγελματικές ομάδες, όπως τα σώματα Ασφαλείας, οι ιερείς, οι εκπαιδευτικοί;
Μέσα από το πρίσμα της ηθικής θεωρίας του ωφελιμισμού, κάθε πράξη, κάθε νόμος ή κάθε πολιτική απόφαση θα έπρεπε να λαμβάνεται με γνώμονα την προάσπιση ή/και τη μεγιστοποίηση του κοινού καλού.
Σύμφωνα με την ωφελιμιστική οπτική, καμία πράξη, κανένας νόμος, καμία πολιτική απόφαση δεν έχει εγγενή αξία. Η εγγενής ηθική αξία βρίσκεται μόνο στα θετικά αποτελέσματα που μπορούμε να πετύχουμε με όρους κοινού καλού, δηλαδή για τη μεγαλύτερη δυνατή πλειοψηφία ανθρώπων σε μια κοινωνία.
Επομένως, η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού δεν θεωρείται a priori ηθικά αποδεκτή ή ηθικά απαράδεκτη, η αξία του μέτρου είναι καθαρά εργαλειακή και ευθέως ανάλογη της συνεισφοράς του στο κοινό καλό.
Αν η υποχρεωτικότητα δημιουργεί μια συνολικά πιο ευτυχισμένη κοινωνία, τότε, σύμφωνα με την ωφελιμιστική θεωρία, θα έπρεπε να επιβληθεί και να διευρυνθεί και σε άλλες επαγγελματικές ομάδες.1
Έχει πραγματικό ενδιαφέρον να σκεφτούμε πως κάπως έτσι, μέσα από την ωφελιμιστική οπτική, δικαιολόγησε και η ελληνική κυβέρνηση (μεταξύ πολλών άλλων κυβερνήσεων) την αναγκαιότητα επιβολής lockdown και άλλων περιορισμών βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου. Υπό την απειλή μετάδοσης ενός ιού στον γενικό πληθυσμό, άρα και την ταυτόχρονη απειλή δραματικής μείωσης του κοινού καλού, η κυβερνητική επιλογή ήταν να περιοριστούν ατομικά δικαιώματα και συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες.
Άρα λοιπόν, αν το κοινό καλό, η συνολική ευτυχία μιας κοινωνίας είναι το υπέρτατο αγαθό και δικαιολογεί μέχρι και εκπτώσεις των πιο θεμελιωδών ελευθεριών μας, για ποιον λόγο είναι διστακτική η ελληνική κυβέρνηση να επιβάλλει διευρυμένη υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών;2
Το ερώτημα γίνεται ακόμα πιο πιεστικό αν σκεφτούμε πως η Ελλάδα ήταν μέσα στις χώρες που επέβαλαν τα πιο σκληρά και μακροβιότερα περιοριστικά μέτρα ως αντίδοτο στη μετάδοση της COVID-19.
Σε αυτό το σημείο λοιπόν, αρχίζουμε να διακρίνουμε κάποιες εξόφθαλμες αντιφάσεις στην επιχειρηματολογία, στο πολιτικό και ηθικό αφήγημα, αλλά και στην παραγωγή πολιτικής πράξης (ή απραξίας) από την πλευρά της κυβέρνησης.
Η ηθική μετατόπιση φαίνεται να είναι πραγματικά εντυπωσιακή: Από το ωφελιμιστικό «κοινό καλό» που δικαιολόγησε τον περιορισμό δομικών ελευθεριών, έχουμε φτάσει σήμερα στη διστακτικότητα για τη διεύρυνση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, για χάρη της προάσπισης της ατομικής ελευθερίας.
Αυτή η τραμπάλα αξιακών μετατοπίσεων έχει «ζαλίσει» μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας και έχει δημιουργήσει δυσπιστία για το σκεπτικό πίσω από τα μέτρα που λαμβάνονται.
Η μετατόπιση από το ηθικό αφήγημα του συλλογικού, του «κοινού καλού», προς την αποκλειστική ατομική ευθύνη και το «μη σώσουν να εμβολιαστούν», είναι τελικά η παραδοχή της κυβερνητικής αδυναμίας να συμφιλιώσει την αξία της ελευθερίας με την αίσθηση του καθήκοντος για την προάσπιση του κοινού καλού.
Τέλος, τίθενται ερωτήματα και για τα πολιτικά κίνητρα των αρχικών επιλογών αντιμετώπισης της πανδημίας. Αν από τα πρώτα lockdown η ηθική πυξίδα έδειχνε προς την προάσπιση και τη μεγιστοποίηση του κοινού καλού, τότε πώς εξηγείται η υποστελέχωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, η αύξηση των μαθητών ανά τάξη εν μέσω της πανδημίας, η μακρά αδράνεια στο αίτημα για την αύξηση του στόλου και των δρομολογίων των ΜΜΜ, η πρόσφατη εξαίρεση των ναών από τα μέτρα που τέθηκαν σε ισχύ εν μέσω τέταρτου κύματος της πανδημίας;
Η αντιφατική πολιτική διαχείριση της πανδημίας και η ασυνέπεια του ηθικού αφηγήματος ίσως να εξηγείται από μια αντίληψη διαχείρισης που είναι επικεντρωμένη στην a la carte επικοινωνία (ούτε καν σε μια συνεπή επικοινωνιακή στρατηγική) και όχι στην ουσία των προβλημάτων.
Αν και η εμβολιαστική πολιτική γίνεται αντιληπτή κυρίως με όρους επικοινωνίας, δεν χρειάζεται να κολυμπήσουμε σε βαθιά φιλοσοφικά νερά για να κατανοήσουμε τους κυβερνητικούς χειρισμούς στο ζήτημα της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών. Αρκεί να σκεφτούμε ποιες πολιτικοκοινωνικές συμμαχίες θα κινδυνεύσουν να διαρραγούν και ποιες επαγγελματικές ομάδες θα δυσαρεστηθούν αν τεθεί σε ισχύ μια διευρυμένη υποχρεωτικότητα.
1 Ο σημαντικός κίνδυνος της ωφελιμιστικής οπτικής η οποία υπόσχεται μια κοινωνία που ευημερεί είναι πως «ανοίγει την πόρτα» στην πιθανώς συστηματική παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών. Εδώ βέβαια το ανοικτό ερώτημα είναι εάν μια κοινωνία μπορεί να ευημερεί χωρίς τη θεμελίωση και τον σεβασμό των ατομικών ελευθεριών και των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
2 Παίρνοντας ως δεδομένο πως η διεύρυνση της υποχρεωτικότητας θα μείωνε τη μετάδοση, αλλά κυρίως τις συνέπειες της νόσου (επιβάρυνση ΕΣΥ, οικονομικές, κοινωνικές συνέπειες), άρα και τις αρνητικές συνέπειες για τη γενικότερη ευτυχία της ελληνικής κοινωνίας.