Το φως στη σήραγγα του Παύλου και της Μάρθης

Το αίτημα των διαδηλώσεων εκκινεί από την πίκρα για τα παιδιά των άλλων, των άγνωστων άλλων... Τις έχουν δημιουργήσει, και τις έχουν καλέσει, άνθρωποι στο δικό μας ύψος.
Open Image Modal
Πανοραμικό στιγμιότυπο που τραβήχτηκε στις 12.15 μ.μ. από την απεργιακή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα για τη συμπλήρωση δύο χρόνων από το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, που στοίχισε τις ζωές 57 ανθρώπων, Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025. Συνδικάτα, ομοσπονδίες, σύλλογοι, ενώσεις, φορείς, οργανώσεις και κινήσεις πολιτών έχουν κηρύξει 24ωρη απεργία, στην μνήμη των θυμάτων με αίτημα να μην υπάρξει καμιά συγκάλυψη και να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Eurokinissi

Θεωρώ πως η μεγαλύτερη στιγμή της ελληνικής κοινωνίας εδώ και πολλά πολλά χρόνια είναι η διαδήλωση για το έγκλημα των Τεμπών. Μια από τις ιδιαιτερότητές της είναι πως κατέβασε μυριάδες ανθρώπους στον δρόμο για ένα αίτημα που δεν συνδέεται επ’ ουδενί με ένα αίτημα για επαναφορά οικονομικο-κοινωνικών προνομίων, ή αποκατάστασης οικονομικών αδικιών. Το αίτημα εδώ είναι ξεκάθαρα ηθικό, και συνδέεται με μια λέξη: Δικαιοσύνη. Και εμπεριέχει κι όλα τα εγκλήματα όποιου είδους για τα οποία έγινε η χυδαιότερη προσπάθεια συγκάλυψης τόσα χρόνια.

Υπήρχαν κι άλλες διαδηλώσεις στο παρελθόν, διαδηλώσεις με ιδεολογικό επιμερισμό και κοινωνική ”μερικότητα”, όπως ήταν πχ για τις ταυτότητες και το Μακεδονικό, αλλά όλες σου επέβαλλαν ρητά, και ιδίως άρρητα, το είδος του ψυχολογικού κέρδους που η θρησκευτική εκκοσμίκευση και η ταύτιση μιας υπερβατικής οντότητας όπως το θρήσκευμα ή το έθνος ή μια απόλυτη ιδεολογία, με τον ”πατέρα θεό” στον οποίο έπρεπε να δηλώσεις πίστη, σου εξασφαλίζουν. Και με αυτό σε κινητοποιούσαν.

Εδώ όμως το αίτημα εκκινεί από την πίκρα για τα παιδιά των άλλων, των άγνωστων άλλων, και τον βαθύ φόβο του δικού σου θανάτου, ή των δικών σου αγαπημένων, που τόσο εύστοχα κατέγραψε το συλλογικό ασυνείδητο στη μορφή της γλώσσας με την φράση ”από τύχη ζούμε”. Εκκινεί από την ευεξήγητη οργή για έναν κόσμο όπου δημόσιοι τομείς όπως οι συγκοινωνίες αποσαρθρώνονται σταθερά υπερ ενός συστήματος της πιο κυνικής κερδοφορίας εις βάρος της ζωής, και ενώ είχαν επί δεκαετίες χρησιμοποιηθεί ως κρατικοί, κομματικοί μηχανισμοί, -ακριβώς το αντίθετο του δημόσιου- δημιουργίας υποστηρικτικών συστημάτων ψηφοδοσίας. Πως χρησιμοποιούνται ακόμα από όσους δήθεν ευαγγελίζονται εξορθολογισμό, παραδομένοι στον παραλογισμό της θανάτωσης του δημόσιου λόγω του ολοκληρωτικού, μαφιόζικου καπιταλισμού, την φορά αυτή.

Οι διαδηλώσεις των Τεμπών έχουν κι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ακόμα. Κατεβαίνουν και συναντιούνται οι πιο ετερόκλητες ιδεολογικά μάζες και οι πιο ετερόκλητοι άνθρωποι. Σε εποχές όπου η διανομή πολιτικού και πολιτιστικού μηνύματος έχει κυριολεκτικά χαωθεί, κι ενώ οι δυσκολίες των κοινών βιωμάτων θα επέβαλλαν κανονικά το επείγον της συγκρότησης εναλλακτικών, είναι φυσιολογικό, ελλείψει και πολιτιστικού κεφαλαίου, (και η έλλειψη έχει την διττή έννοια της απουσίας όσων το στερούνται όσο και της μερικής γνώσης όσων δήθεν το κατέχουν) μπερδεμένοι άνθρωποι να φτάνουν σε διαφορετικά συμπεράσματα και να αναζητούν διαφορετικές λύσεις. Αλλά, εδώ, προσπαθούν να το βρουν, τόσο πρόσκαιρα μα συγκλονιστικά, μαζί. Οι σπίθες μιας συνύπαρξης, ίσως από την αρχή καταδικασμένης λόγω των τόσων ετεροκαθορισμών που μπερδεύουν την ατομική και συλλογική συνείδηση, εν παύουν να είναι ακριβώς αυτό: Σπίθες. Και να προσφέρουν το λίγο φως και την λίγη ζέστα που εξασφαλίζει πάντα η τριβή, η συνύπαρξη, ο ευκαιριακός έστω διάλογος των αντιθέτων.

Οι διαδηλώσεις των Τεμπών έχουν και κάποια άλλα χαρακτηριστικά, καθώς δημιουργούνται στο πρωτοφανές κλίμα της απουσίας συγκροτημένου αντιπολιτευτικού (και Κυβερνητικού) λόγου και ανύπαρκτης -ή απαξιωμένης, που δεν είναι το ίδιο- αντιπολίτευσης. Είναι σα να μένεις γυμνή και γυμνός δίχως την προστασία καμιάς καθοδηγητικής ”θεότητας” και να στρέφεις αναγκαστικά τα μάτια στον άλλον που βρίσκεται, πάνω κάτω,  στο ύψος των δικών σου ματιών, όπως οι γονείς των Τεμπών. Να πρέπει να συνεννοηθείς μαζί του ή μαζί της. Είναι σαν δήλωση της φράσης: Δεν μπορούμε να βασιστούμε σε τίποτε πέρα από τον εαυτό μας για να μας προστατέψει, για να μας αξιολογήσει, για να μας κατευθύνει σε κάποιον ορίζοντα που δεν έχει ακόμη σχήμα αλλά αχνοφέγγει φως. Είναι σαν η έμπρακτη άρνηση αυτού που ο Εριχ Φρομ αποκαλούσε ”ο πόθος για υποταγή”, μια επιλογή που ακυρώνει την ίδια την ζωή προσφέροντας σου μια πιο βολική δήθεν εκδοχή της.

Οι διαδηλώσεις των Τεμπών έχουν και μία ακόμη ιδιομορφία. Τις έχουν δημιουργήσει, και τις έχουν καλέσει, άνθρωποι στο δικό μας ύψος. Όχι ηγεμόνες, όχι απόμακροι, ’όχι άγνωστοι παρά την ξενότητά τους. Που σηκώθηκαν από τις στάχτες του εντονότερου πόνου για να κάνουν κάτι, (φτιάξε κάτι! Δεν λέει η γυναίκα στον Ικίρου που αντιμετωπίζει τον θάνατό του στην ομώνυμη ταινία του Κουροσάβα;) να αφήσουν παρακαταθήκη μια έστω συμπεριφορά αντίθετη από τον παθητικό θρήνο και την παθητική απομόνωση. Αυτό κρατά και τους νεκρούς ζωντανούς στη συλλογική μνήμη, αφού θυμίζει με τόσο εμβληματικό για μια κοινωνία στα τέσσερα τρόπο πως δεν μπορείς να πάρεις ,μαζί σου όσα σου δόθηκαν, μπορείς να πάρεις μονάχα όσα δίνεις. Και υπενθυμίζει ενοχλητικά σε πολιτικούς γυρολόγους που δικαιλογούν τα αδικαιολόγητα και επιτίθενται και με αδικαιολόγητο τρόπο κι από πάνω, αφού το μόνο που αποζητούν σε όλη τους την ζωή είναι η αυτοδικαίωση τους την πικρή ρήση του Σοπενάουερ μπροστά στον θάνατό του: πως μια μεγάλη συνείδηση αξίζει περισσότερο από μια μεγάλη φήμη.

Οι διαδηλώσεις των Τεμπών (που αντιμετώπισαν και προβοκάτσιες όπως πάντα όταν ο κόσμος προσπαθεί να συνευρεθεί και να σηκώσει για λίγο κεφάλι δομώντας συλλογικό ήθος) δεν μπορούν από μόνες τους να διορθώσουν κάτι. Δεν εμπεριέχουν ένα συλλογικό ή στέρεο γενικό αφήγημα, που άλλωστε σε μπερδεμένους καιρούς όποιος ή όποια ισχυρίζεται πως μπορεί να το προσφέρει μέσα από κυβερνησιμότητα ή αντιπολίτευση λειτουργεί αυτοαναφορικά και παπατζίδικα. Φέρνοντας δίπλα δίπλα αντιφατικούς και διαφορετικούς ανθρώπους, και διαφορετικές εκδοχές του ”πολιτικού”  συμβολίζουν αυτό που δεν είμαστε, αυτό που θα θέλαμε να είμαστε, αυτό που θα μπορούσαμε να γίνουμε.

Την ίδια ώρα που περιέχουν όλα όσα μας συναποτελούν, όλα όσα ήδη είμαστε. Κυοφορούν έτσι το λογοκριμένο και λοιδορημένο από δήθεν ορθολογιστές –”οργανικούς διανοούμενους”-φαντασιακό που πήρε την ανθρωπότητα από το χέρι από τις σπηλιές ως σήμερα κι έφτιαξε, όπως κι αν ντύθηκε κάθε φορά όταν αποπειράθηκε να δημιουργήσει τις πράξεις που πάντα επωάζει, όσα ξέρουμε σήμερα για μια αξιοβίωτη ζωή, παρακαταθήκη πολύτιμη τώρα που συνιστάμενες της χτυπιούνται.

Αλλά οι διαδηλώσεις των Τεμπών έχουν ακόμη μια πολύτιμη ιδιοτυπία. Δεν υπόσχονται ζωή, την υπερασπίζονται. Και, όπως πάντα, τίποτε δεν υπερασπίζεται τόσο την ζωή όσο η τιμή σε νεκρούς που κάτι σήμαιναν και σημαίνουν, και ο συλλογικός θρήνος για τον θάνατο. Το ότι οι απόμακροι νεκροί, τα παιδιά, οι μητέρες (και δεν μπορώ να φανταστώ κάτι πιο τραγικό μετά από το να χάνεις το παιδί σου από το 3χρονο πια παιδάκι στην Κατερίνη που πιάνει από το χέρι τον εναπομείναντα γονιό μου για να πάει να επισκεφθεί την μητέρα του στο ”λευκό σπίτι” όπως του το έχουν ονοματίσει, δηλαδή τον τάφο της σε καιρό ”ειρήνης”, για να του δείξουν πως η μητέρα του κατοικεί εκεί, πως δεν το ξέχασε επίτηδες, για να μην του ρημάξουν τη ζωή) οι φίλοι και οι φίλες των ’άλλων ανθρώπων γίνονται και δικοί μας, αποτελεί συγκλονιστική μνεία πως τα  όντα (ανθρώπινα και μη) ως ατομικές εκδηλώσεις αποτελούμε ψηφίδες  μιας elan vital, όπως έλεγαν υπαρξιστές φιλόσοφοι όπως ο Bergson, μιας δύναμης ζωής που  απορροφά και διαχέει τα πάντα, μέσα στην οποία απορροφάται και ο/η άνθρωπος μετά τον θάνατό του. Έτσι εξηγείται και η αξιοθαύμαστη στάση του Συλλόγου Συγγενών των θυμάτων στο Μάτι, άλλων απροστάτευτων πολιτών, να δηλώσουν την υποστήριξή τους κι άρα την πρόθεση να εντάξουν και τους δικούς τους νεκρούς σε αυτή την δύναμη ζωής, που υπερασπίζεται και αποζητά την ζωή .

Αυτό το διαρκές, μέσω και εν μέσω του μεταβαλλόμενου, είναι που αποζητά να γίνει elan politique (political), όχι με την μικροπολιτική ή μικροκομματική έννοια κυβερνητικών κι αντιπολιτευόμενων που ακυρώνουν την πολιτική, αλλά με την ουσιαστική έννοια της. Αυτή που αποζητά να δομήσει ή επαναδομήσει, αν υπήρχαν ποτέ, τις σχέσεις μας με την ”Πόλη”, το ατομικό και συλλογικό άλλο, ώστε να πορευτούμε μαζί μέσα από τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις μας. 

Ή, αλλιώς, όπως έγραψε ο Lucien Chardon (πηγή Κατιούσα κι ας μην κολλήσουν εδώ θα ήθελαν να κολλήσουν, την ίδια ώρα που δεν είναι αρνητικό, κριτικά,  να το αξιολογήσουν)

σα βράδιασε η πατρίδα μου
με τύλιξε σε μπέρτα
έξω απ’ τ’ άσυλο μεσάνυχτα
μ’ αφήνει σε κουβέρτα

σε λέσχες κι οίκους ανοχής
ξαναμετρά τ’ αργύρια
και ξεπουλά τα νιάτα μου
στα ανταλλακτήρια

ο χάρος στο κατώφλι της
γελάει και της γνέφει
του παραγγέλνει ξύλινους
σταυρούς μικρούς για βρέφη

μα εγώ «στη νύχτα κόκκινο»
ρίχνω να δεις και να ’ρθεις
λούζει το φως τη σήραγγα
του Παύλου και της Μάρθης.

Γονείς των Τεμπών, ευχαριστούμε!

Ελένη Καρασαββίδου

-- --