Η σκιώδης αναμέτρηση της Αμερικής και του Ισραήλ με το Ιράν, ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας και το ρήγμα ανάμεσα στις κοινωνίες και τις κυβερνήσεις των αραβικών κρατών θα συνεχίσουν να αποτελούν ζητήματα με μεγάλη σημασία στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής μέσα στο 2021. Το 2020 είχε αρχίσει με δραματικό τρόπο στη Μέση Ανατολή, με την εκτέλεση του Ιρανού στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί. Επρόκειτο για μια απότομη κλιμάκωση της στρατηγικής της «μέγιστης πίεσης» που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια η Αμερική έναντι του Ιράν.
Ένα χρόνο μετά, η κατάσταση στην περιοχή επιβεβαιώνει τη σημασία που είχε ο Ιρανός στρατηγός των Φρουρών της Επανάστασης για την πολιτική της Τεχεράνης στη Μέση Ανατολή.
Η εκτέλεσή του ήταν ένα ισχυρό πλήγμα στο ισλαμικό καθεστώς και η επιλογή του να μην απαντήσει άμεσα και ανάλογα ήταν ενδεικτική της πίεσης στην οποία αυτό βρέθηκε. Την ίδια στιγμή, όμως, η πραγματικότητα στο έδαφος ελάχιστα έχει αλλάξει από την εποχή που ο Σουλεϊμανί καθοδηγούσε τις σιιτικές πολιτοφυλακές στη Μέση Ανατολή.
Από τη Χεζμπολά στον Λίβανο και τις σιιτικές παραστρατιωτικές οργανώσεις στη Συρία έως τις Μονάδες Λαϊκής Κινητοποίησης στο Ιράκ, οι σιιτικές πολιτοφυλακές λειτουργούν ως εμπροσθοφυλακές του Ιράν και το καθεστώς της Τεχεράνης διατηρεί ανέπαφη τη δυνατότητα να ασκεί επιρροή σε όλα σχεδόν τα κρίσιμα θέματα της περιοχής.
Το Ισραήλ, που ενισχύει τις σχέσεις του με τις σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου σε μια προσπάθεια σχηματισμού ενός ευρύτερου αντι-ιρανικού μετώπου, θα συνεχίσει να επιδιώκει τον περιορισμό την παρουσίας του Ιράν στη Μέση Ανατολή με αεροπορικά πλήγματα στη Συρία και το Ιράκ, ενδεχομένως και στον Λίβανο. Υπό αυτό το πρίσμα, το ενδεχόμενο μιας νέας θερμής κρίσης, παρόμοιας με εκείνη του 2006 ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χεζμπολά, θα υπάρχει συνεχώς ως απειλή στον ορίζοντα της περιοχής. Η προσέγγιση της νέας αμερικανικής διακυβέρνησης, κυρίως ως προς τη συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, αλλά και την ευρύτερη παρουσία του Ιράν στην περιοχή, θα καθορίσει εν μέρει την πορεία των εξελίξεων.
Ωστόσο, η δυνατότητα της Αμερικής να επηρεάζει αποφασιστικά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή έχει περιοριστεί, σε αντίθεση με τη Ρωσία που έχει αποκτήσει κομβικό ρόλο στις περιφερειακές κρίσεις.
Ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας
Ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας ήταν κατά το 2020 σε πλήρη εξέλιξη. Μια ημέρα πριν την εκτέλεση του Ιρανού στρατηγού στη Βαγδάτη, στις 2 Ιανουαρίου 2020, η τουρκική εθνοσυνέλευση είχε εγκρίνει την ανάπτυξη τουρκικών δυνάμεων στη Λιβύη. Ήταν το αποκορύφωμα μιας μακροχρόνιας υπερεντατικής πολιτικής από την κυβέρνηση Ερντογάν, κυρίως από το 2016 και τη δυνατότητα που της έδωσε τότε η Μόσχα να εξέλθει από το περιφερειακό αδιέξοδο και να ξεκινήσει μια σειρά στρατιωτικών επεμβάσεων στη βόρεια Συρία με στόχο τους Κούρδους.
Η τρίτη επέμβαση τον Οκτώβριο του 2019, με το πράσινο φως της διακυβέρνησης Τραμπ, ήταν καθοριστική. Η απώθηση των κουρδικών δυνάμεων και η εδραίωση της τουρκικής παρουσίας, με την ανοχή του Κρεμλίνου, λειτούργησε ως προωθητική δυναμική για τους σχεδιασμούς της Άγκυρας. Αμέσως μετά, τον Νοέμβριο, η κυβέρνηση Ερντογάν και η κυβέρνηση της Τρίπολης υπέγραψαν το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο για την εκμετάλλευση θαλασσίων ζωνών και την εδραίωση της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στη δυτική Λιβύη.
Στη συνέχεια, καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020 η Τουρκία ανέπτυξε μια έντονη υπερεντατική δραστηριότητα από τη Βόρεια Αφρική και τη Μεσόγειο έως τον Καύκασο. Αμφισβήτησε τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο, έπληξε τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις στο Ιντλίμπ της βορειοδυτικής Συρίας, εισέβαλε βαθιά στο Βόρειο Ιράκ καταδιώκοντας τους Κούρδους του PKK και στήριξε στρατιωτικά το Αζερμπαϊτζάν στη σύγκρουση με την Αρμενία στον Καύκασο.
Παρά τα σημαντικά πολιτικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Ερντογάν στο εσωτερικό, ο περιφερειακός αναθεωρητισμός βρίσκεται στον πυρήνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Η κυβέρνηση Ερντογάν αντιλαμβάνεται τη σημερινή γεωπολιτική πραγματικότητα –τον αραβικό κατακερματισμό, τη ρωσική στροφή, την αμερικανική ασάφεια και την ευρωπαϊκή αδράνεια- ως μια ευκαιρία για την αλλαγή του στάτους κβο δεκαετιών.
Ταυτοχρόνως, ο πρόεδρος Ερντογάν φαίνεται να εκτιμά πως η τουρκική εμπλοκή στα διάφορα μέτωπα της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και του Καυκάσου και η άσκηση μιας έντονης επιθετικής πολιτικής μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά έναντι των αυξανόμενων εσωτερικών προβλημάτων του.
Ωστόσο, τα πολιτικά νήματα που συντηρούν την τουρκική υπερένταση αρχίζουν πλέον να ταλαντεύονται. Η νέα αμερικανική διακυβέρνηση θα θέσει, σε κάθε περίπτωση, τις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις σε ένα νέο πλαίσιο. Από την νέα αμερικανική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή και την αναπόφευκτη αναδιαμόρφωση των σχέσεων Ουάσιγκτον-Άγκυρας θα επηρεαστούν όλες οι άλλες σχέσεις της κυβέρνησης Ερντογάν, με τη Ρωσία, το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν.
Ούτως ή άλλως, οι σχέσεις Άγκυρας-Μόσχας δεν θα είναι εντελώς ανέφελες. Αν και οι δύο πλευρές έχουν βρει κοινό σημείο επαφής έναν νέο ασιατικό πολυπολισμό που ενισχύθηκε μέσα από τον Συριακό Πόλεμο και θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν μια στρατηγική εκτοπισμού άλλων δυνάμεων από τις κρίσεις της περιοχής, η στήριξη διαφορετικών στρατοπέδων –στη Συρία, στην Λιβύη, στον Καύκασο- δημιουργεί τριβές που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια αλυσιδωτή αντίδραση με πιθανότερη εστία ανάφλεξης εκείνην στη βόρεια Συρία.
Η αραβική δίνη
Η αρχή του 2021 συμπίπτει με τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από την έναρξη των αραβικών εξεγέρσεων. Στη νότια πλευρά της Μεσογείου, εκεί από όπου ξεκίνησαν και επεκτάθηκαν πριν από δέκα χρόνια οι αραβικές εξεγέρσεις, όλα δείχνουν πως η περιοχή εισέρχεται σε μια νέα δύσκολη δεκαετία. Από τη Λιβύη, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε εμφύλιο πόλεμο, έως την Αλγερία, την Αίγυπτο και την Τυνησία, το σημείο μηδέν των εξεγέρσεων, τα αραβικά κράτη αποτελούνται από νέες δημογραφικά κοινωνίες που επιζητούν μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική συμμετοχή.
Ανατολικά της Μεσογείου, στην κατακερματισμένη Λεβαντίνη, από τον Λίβανο και τη Συρία έως το Ιράκ, κυβερνήσεις και κοινωνίες βρίσκονται σε συνεχείς και βαθιές κρίσεις μέσα σε διαλυμένα κράτη.
Στο Ιράκ, τη χώρα από την οποία ξεκίνησε η σχεδόν εικοσαετής πλέον αστάθεια στη Μέση Ανατολή, η νέα κυβέρνηση προσπαθεί απεγνωσμένα να ισορροπήσει ανάμεσα στη βαθιά επιρροή του Ιράν και την αμερικανική στρατηγική της «μέγιστης πίεσης» προς το καθεστώς της Τεχεράνης.
Στον Λίβανο, η πολιτική ελίτ της χώρας προσπαθεί να διατηρήσει προνόμια που βασίζονται σε ένα χρεοκοπημένο μετα-αποικιοκρατικό σύστημα οκτώ δεκαετιών, ενώ η φιλο-ιρανική Χεζμπολά παραμένει η κυρίαρχη δύναμη στη χώρα. Την ίδια στιγμή, η πολιτική, οικονομική και ανθρωπιστική κρίση έχουν φέρει τον Λίβανο στο όριο της ολοκληρωτικής κατάρρευσης. Πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, στις δύο χώρες είχαν εκδηλωθεί μεγάλες διακοινοτικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις ενάντια στην εκτεταμένη διαφθορά και τους σεχταριστικούς μηχανισμούς. Κοινωνικές εξεγέρσεις που παραμένουν παγωμένες μέχρι το τέλος της πανδημίας.
Στην εξαντλημένη Συρία, οι Άσαντ διατήρησαν την εξουσία μισού αιώνα πάνω στα ερείπια των ιστορικών πόλεων της Συρίας. Εκεί όπου ο συριακός πληθυσμός αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της καθημερινής επιβίωσης σε μια κατεστραμμένη χώρα, αλλά και τις νέες οικονομικές κυρώσεις που επέβαλε η Αμερική πριν από μερικούς μήνες. Αυτό είναι το μωσαϊκό των πολιτικών, οικονομικών και ανθρωπιστικών κρίσεων που εγκλωβίζουν ολόκληρη την περιοχή στη δίνη μιας αστάθειας που γίνεται ατέρμονη λόγω της έλξης που ασκεί στις φιλοδοξίες των περιφερειακών δυνάμεων.