Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, στη νέα θητεία Ερντογάν και της τουρκικής κυβέρνησης, θα φανεί κατά πόσον μπορεί να επιζητηθεί η δημιουργία ενός νέου περιβάλλοντος για την επαναπροσέγγιση με την ΕΕ, με τον δυτικό παράγοντα συνολικά. Και μέσω αυτής, εάν μπορούν να δημιουργηθούν εξελίξεις για την επανέναρξη συνομιλιών για το Κυπριακό. Η διεθνής συγκυρία, κυρίως από την βάναυση Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, θέτει το Κυπριακό σε μια νέα βάση, που το διεθνές περιβάλλον δημιουργεί πλαίσια σταθερής συνεργασίας και ενισχυμένης ασφάλειας στο επίπεδο της ευρωπαϊκής και της ατλαντικής συμμαχίας.
Το 2024, θα συμπληρώνονται 50 χρόνια τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο. Και η Τουρκία πρέπει πλέον να κατανοήσει, ότι δεν μπορεί να προσεγγίζει τον σύγχρονο κόσμο, εγκλωβισμένη στην διαίρεση της Κύπρου, στην παράνομη κατοχή της. Αλλά να αποδεχθεί μια λειτουργικά βιώσιμη επίλυση του Κυπριακού, να μην δημιουργεί προβλήματα στην ευρύτερη περιοχή, προβάλλοντας μονομερείς διεκδικήσεις, τόσο στο ενεργειακό πεδίο, όσο και στην ευρύτερη συνεργασία στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Το Κυπριακό ζήτημα, βρίσκεται σε μια αδιέξοδη στασιμότητα, με την εισβολή, την κατοχή, την δημιουργία τετελεσμένων που υφίστανται εδώ και 49 χρόνια. Με την Άγκυρα να ακολουθεί έναν επικίνδυνο αναθεωρητισμό, να εμμένει σε πρακτικές που διαιωνίζουν την διχοτόμηση στα κατεχόμενα, όπως στην περίπτωση στο Βαρώσι.
Η δίκαιη και λειτουργικά βιώσιμη λύση του Κυπριακού ζητήματος, προϋποθέτει η Τουρκία και η ηγεσία της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας, να απεμπλακούν από τα αδιέξοδα που δημιουργούν και να συμβάλλουν στο επιθυμητό, τον τερματισμό της κατοχής, την δυνατότητα οι δυο κοινότητες του νησιού να εξασφαλίσουν μια ειρηνική συμβίωση, σε ένα περιβάλλον ισονομίας και ισοπολιτείας, σε μια ενιαία, κρατική, Κυπριακή υπόσταση.
Στο Κυπριακό, Κύπρος και Ελλάδα, εκφράζοντας αξιόπιστα την περιφερειακή ασφάλεια και συνεργασία, ισότιμα μέλη στην ευρωπαϊκή οικογένεια, πρέπει να θέσουν το ζήτημα στα πλαίσια του διεθνούς περιβάλλοντος. Για να αρχίσουν να πέφτουν τα συρματοπλέγματα του τελευταίου Τείχους Διαίρεσης στην ήπειρο μας, η επανενωμένη Κύπρος να δημιουργήσει ευημερία, γαλήνη, κοινωνική πρόοδο για το σύνολο των Κοινοτήτων της.
Το Κυπριακό απαιτείται να αποκτήσει μια νέα κινητικότητα, να επανέλθει στο προσκήνιο της διεθνούς πολιτικής, με καθαρές επιδιώξεις, η προτεραιοποίηση του να είναι τέτοια που να ξεφεύγει από ένα τοπικό, περιφερειακό ζήτημα, με το ζητούμενο της ενεργητικής ευρωπαϊκής παρουσίας.
Οι κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδος, πρέπει να εργασθούν πάνω στην κληρονομιά του ενταξιακού κεκτημένου της Κύπρου, για την διασφάλιση ενός Κυπριακού κράτους, ελεύθερου από στρατεύματα κατοχής, επανενωμένου, που θα εγγυάται την οικονομική και κοινωνική ευημερία όλων του κατοίκων του. Ένα κράτος στα πλαίσια της Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Γιατί, μια Κύπρος ενωμένη, είναι ένας συνεκτικός, σταθερός πυλώνας ενίσχυσης της ασφάλειας και της συνεργασίας στην περιοχή μας.
Η επιχειρούμενη από την Άγκυρα και το ψευδοκράτος λύση των δυο κρατών, δεν έχει σχέση με την ειρηνική συνύπαρξη, την κοινή πορεία, την αξιοποίηση όσων διασφαλίζονται από το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Πάνω όμως στην επιδιωκόμενη λύση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, είναι η ΕΕ που οφείλει να επιδείξει μεγαλύτερη παρεμβατικότητα. Στο Κυπριακό πλέον έχει σημάνει η ώρα της ευρωπαϊκής προσπάθειας, με μια ΕΕ που πρέπει να ενδυναμώσει την Κοινή Εξωτερική Πολιτική της, οδηγώντας σε θετική κατεύθυνση όχι μόνον αυτό το ζήτημα, αλλά συνολικά το πλαίσιο συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή μας.
Είναι η ΕΕ που έχει πάρει θέση καταδίκης των παράνομων κατοχικών ενεργειών στο Βαρόσι, που στην διπλωματική της ατζέντα περιλαμβάνεται, η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού. Και μέσα από αυτό, να επέλθει η ανάπτυξη μιας ουσιαστικής εταιρικής σχέσης με την Τουρκία, η οποία πρέπει να αποδείξει ότι έχει την βούληση να αποδείξει ότι έχει την βούληση να αναπτύξει την περιφερειακή συνεργασία, την ειρηνική επίλυση των διαφορών, σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.